Από την Έφη Παρασκευοπούλου
Και βλέπεις κάποιον να εκλιπαρεί για φαγητό πέντε μέρες. Και δεν τον ταΐζεις. Και σοκάρεσαι όταν προτιμήσει να πεθάνει από το να υποφέρει.
Γιατί δεν ξέρεις πως είναι η απόλυτη στέρηση τροφή για μέρες. Δεν ξέρεις πως είναι η απόλυτη στέρηση αξιοπρέπειας για πόσον καιρό.
Δε μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις τα παιδιά που βρέχονταν και πεινούσαν στην Ειδομένη. Κι είναι καλύτερα τώρα που τα πήραν από εκεί και δε θα βλέπεις την κατάντια τους. Γιατί κι αυτά, δε θα τα τάιζες.
Γιατί εσύ έχεις τη δουλίτσα σου, ευτυχώς. Έχεις το σπιτάκι σου. Το φαγητάκι σου. Τα παιδάκια σου.
Και δε μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις τη μάνα που το παιδί της πνίγηκε και δεν έχει ούτε μισό κουρέλι να θάψει. Είναι καλύτερα έτσι, ένας τάφος λιγότερος στα ελληνικά σου χώματα.
Δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις γιατί να πεθάνει κανείς από αξιοπρέπεια. Δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις γιατί να πεθάνει κανείς κυνηγώντας την ελευθερία.
Γιατί εσύ χάνεις την ελευθερία σου και την αξιοπρέπειά σου σταγόνα-σταγόνα, μέρα με τη μέρα.
Όχι , κανένας θάνατος δε θα σε σοκάρει. Κανένας θάνατος δε θα σε βοηθήσει να καταλάβεις αυτό που δε θες. Θα κλείσεις την πόρτα σου και θα αφήσεις τους πεινασμένους έξω. Θα πιεις τον καφέ σου και θα συζητήσεις για το θάνατο σαν κάτι μακρινό, κάτι που σε θλίβει απροσδιόριστα, κάτι που «δε θα έπρεπε να γίνει» , χωρίς ποτέ να υπολογίσεις το δικό σου μερίδιο ευθύνης σε αυτό.
Ένας θάνατος ακόμα. Για σένα είναι ένας θάνατος ακόμα.