TV STILL -- DO NOT PURGE -- House of Cards - Season 3 Key Art, Netflix

Σινεμά

Έντεκα σειρές -από τον Old Boy

By N.

March 16, 2016

Mε αφορμή έντεκα τηλεοπτικές σειρές

Καθώς τη βδομάδα που διανύουμε βγήκαν στις αθηναϊκές αίθουσες ούτε λίγο ούτε πολύ (ή μάλλον σίγουρα πολύ) έντεκα νέες ταινίες, σκέφτηκα ότι είναι μια καλή ευκαιρία αντί να επιλέξω κάτι από αυτή την εντεκάδα, να στραφώ σε μια άλλου τύπου πληθωρική παραγωγή και να γράψω δυο λόγια για έντεκα νέες σειρές ή νέους κύκλους σειρών.

Το «Ηouse of cards» ξεκίνησε με έναν πρώτο κύκλο που έκανε μεγάλη αίσθηση τόσο για την απεικόνιση ενός εντελώς αδίστακτου πολιτικού ζεύγους, όσο και για το γεγονός ότι το Νetflix έβγαλε όλα τα επεισόδια του κύκλου μαζί. Ακόμη κι αν το «Boss» ήταν μάλλον πειστικότερο και σοβαρότερο στην κυνική ματιά του πάνω στις πολιτικές δολοπλοκίες, ακόμη κι αν το ιδεαλιστικό -αλλά μαζί και απείρως ρεαλιστικότερο- «West Wing» ήταν παλιότερα πολύ πιο συγκροτημένη πρόταση, ο πρώτος κύκλος δεν άφησε άδικα το δικό του σημάδι.

Ο δεύτερος και ο τρίτος κύκλος ωστόσο είχαν μάλλον πάρει την κατιούσα: ο Πρόεδρος εναντίον του οποίου μηχανορραφούσε ο Σπέισι πρέπει να ήταν ο πιο αφελής έως πανηλίθιος πολιτικός στην ιστορία της μυθοπλασίας, όσο περισσότερο ψεύτικες υποσχέσεις έδινε ο Σπέισι τόσο περισσότερο επιτηδευμένα ψεύτικη γινόταν η βλαχαδερή προφορά του, με αποτέλεσμα τελικά και περισσότερο επιτηδευμένα ψεύτικα να παίζει. Το γεγονός δε ότι ο ίδιος ο Σπέισι (που ήταν από την αρχαιότητα αγαπημένος μου ηθοποιός) βρέθηκε το Γενάρη στο Νταβός να συναγελάζεται με τους αληθινούς Άντεργουντ αυτού του κόσμου, με χάλασε ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα να ξεκινήσω να βλέπω τον τέταρτο κύκλο στραβωμένος και αποφασισμένος να τον παρατήσω αν εξακολουθούσε η κοιλιά.

Αποδείχθηκε όμως απροσδόκητα συμπαγής. Το ζευγάρι του Φρανκ και της Κλερ Άντεργουντ έχει ήδη κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον των αρχετυπικών κακών, με μια όμως όντως ενδιαφέρουσα υποσημείωση: αν ο Φρανκ και ο Κλερ είναι πολιτικά κτήνη, είναι απλώς επειδή πάνε μερικά βήματα πιο πέρα από τους υπόλοιπους. Όλοι οι υπόλοιποι -στη σειρά και στην πραγματικότητα- είναι πολιτικά ζώα, που θα κάνουν όσες στροφές χρειάζεται για να παραμείνουν στον αφρό της εξουσίας. Ο Φρανκ και η Κλερ διαφοροποιούνται μόνο για αυτό το κάτι παραπάνω, για το ότι δεν έχουν όριο.

Στο «Βillions» παρακολουθούμε τη σύγκρουση του Ντέμιεν Λιούις και του Πολ Τζιαμάτι. Ο Τζιαμάτι είναι εισαγγελέας μιας περιφέρειας της Νέας Υόρκης και προσπαθεί να γκρεμίσει από το βάθρο του τον Λιούις, που είναι ζάμπλουτος διαχειριστής Hedge Fund, αποδεικνύοντας ότι παραβιάζει συστηματικά το νόμο. Ο Λιούις, πρωταγωνιστούσε και στο «Homeland», άλλη μια σειρά που είχε ξεκινήσει με έναν καταπληκτικό πρώτο κύκλο για να γίνει αγνώριστη στους υπόλοιπους. Και στις δύο ενσαρκώνει μια διαστροφή του αμερικάνικου όνειρου, ένα όνειρο που καταλήγει σε εφιάλτη. Στο «Homeland» είναι ο αξιωματικός που έχει αιχμαλωτιστεί από ισλαμιστές, γυρνά στην πατρίδα ως ήρωας για να αποδειχθεί ότι τον έχουν προσηλυτίσει και έχει γίνει τρομοκράτης. Στο «Βillions» ο χαρακτήρας του θεωρητικά είναι η κορύφωση του αμερικάνικου ονείρου.

Είναι όμως; Όπως λέει σε μια σκηνή: «παλιά σε αυτή τη χώρα επευφημούσαν τον τύπο με τη λιμουζίνα, τώρα του πετάνε γιαούρτια». Όταν το οικονομικό χάσμα μεταξύ του 1% και του 99% διαρκώς μεγαλώνει κι όταν άνθρωποι στο χρηματιστήριο μπορούν να βγάζουν χρήματα μεγαλύτερα από το ΑΕΠ μικρών κρατών, είναι το ίδιο το όνειρο που έχει διαστραφεί. Αν στο «Ηοuse of Cards» μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή των στερεοτύπων είναι το γεγονός ότι τα πολιτικά κτήνη είναι Δημοκρατικοί και όχι Ρεπουμπλικάνοι, το «Billions» προσφέρει μια ακόμη ζουμερότερη αντιστροφή: η οικογενειακή ζωή του Λιούις είναι πιο clean cut, την ώρα που το παντρεμένο ζεύγος του Τζιαμάτι με την υπέροχη Μάγκι Σιφ (που την θυμόμαστε κι από το «Mad Men»), το ζευγάρι του νόμου, είναι μέσα στη σεξουαλική διαστροφή και τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια.

Το «Vinyl» μάς μεταφέρει στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο φοβερός και τρομερός Μπόμπι Καναβάλε (που είχαν ξαναχρησιμοποιήσει σε αρκετά κεντρική θέση ο Τέρενς Γουίντερ με τον Σκορσέζε και στο «Boardwalk Empire») είναι ιδιοκτήτης μεγάλης δισκογραφικής που έχει όμως πάρει την κατιούσα. Αν καταφέρει να την πουλήσει θα σωθεί οικονομικά, αλλά ποιός είπε ότι η ψυχή του ροκ είναι η οικονομική σωτηρία; Για δημιουργούς σαν τον Σκορσέζε, έχω φτάσει να πιστεύω ότι η καθαρά καλλιτεχνική τους αξία είναι το λιγότερο εντυπωσιακό στοιχείο. Ακόμη περισσότερο με εντυπωσιάζει ο τρόπος που οργανώνουν και αξιοποιούν το χρόνο τους, ο τρόπος που παράγουν και παράγουν και παράγουν. Θα πεις, υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία από πίσω, που όχι μόνο τους το επιτρέπει, αλλά και που τους παρακινεί. Ωστόσο αυτό είναι ένα τμήμα μόνο της εξήγησης.

Ο Σκορσέζε κάνει σινεμά της έξαψης ως υποκατάστατο αυτής της έξαψης των ναρκωτικών και της βίας

Ο Σκορσέζε σκηνοθέτησε τον οργιαστικό δίωρο πιλότο της σειράς κι επειδή θα πω κάτι ενδεχομένως παρεξηγήσιμο, ας σπεύσω να πω ότι προφανέστατα η σειρά είναι κι ένα μεγάλο γράμμα αγάπης στη μουσική κληρονομιά των δεκαετιών εκείνων. Το παρεξηγήσιμο λοιπόν είναι ότι σου δημιουργείται πια ολοένα και πιο έντονα η αίσθηση ότι ο Σκορσέζε κάνει σινεμά της έξαψης ως υποκατάστατο αυτής της έξαψης των ναρκωτικών και της βίας. Τα κινηματογραφεί στη διάρκεια των ετών ξανά και ξανά και ξανά σαν να τα ζηλεύει, σαν να τα απωθεί και ταυτόχρονα να μην μπορεί να ξεκολλήσει από αυτά , σαν να προσπαθεί να αναπαραστήσει μια έξαψη, η οποία φαινομενικά και μόνο είναι το υλικό που σε οδηγεί στην κόλαση και στην απώλεια του εαυτού, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο επί γης παράδεισος και ο εαυτός ως ένα διαρκές στη διαπασών πάρτι.

Στο «Show me a hero» ο Ντέιβιντ Σάιμον προσπαθεί, όπως έκανε και με το εμβληματικό «Τhe Wire» να μας πάει στην καρδιά των κοινωνικών προβλημάτων, να μας δείξει πώς στα αλήθεια λειτουργούν οι κοινωνίες, πώς πολιτική μπορεί να γίνει μόνο επί τη βάση αυτής της αλήθειας, πώς οι πάσης φύσεως θεσμοί επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτή την αλήθεια. Έδειχναν τις προάλλες στις ειδήσεις αντιδράσεις Βέρων και Πούρων Βρετανών για το ενδεχόμενο Βrexit και έλεγαν ότι δεν έχουμε κάτι με τους ανατολικοευρωπαίους, αρκεί να ζουν σύμφωνα με το δικό μας τρόπο. Οι ανατολικοευρωπαίοι είναι για τους Βρετανούς ό,τι είναι οι Σύριοι για τους ανατολικοευρωπαίους και πάει λέγοντας, αφού πάντα κάποιος ξένος θα είναι ο παρίας του άλλου και εκείνος που αν αναμιχθεί με μας θα θέσει σε κίνδυνο το δικό μας τρόπο.

Στο «Show me a Hero» λοιπόν παρακολουθούμε αυτήν ακριβώς την αντίδραση των λευκών κατοίκων ενός Δήμου της Νέας Υόρκης, όταν επιβλήθηκε δικαστικά το χτίσιμο κατοικιών και η στέγαση αφροαμερικάνων σε λευκές συνοικίες. Παρά τη λυσσαλέα αντίδραση και τα επιχειρήματα πως αυτή η ανάμιξη θα φέρει την εγκληματικότητα των γκέτο στις λευκές συνοικίες, οι νέοι μαύροι κάτοικοι, μακριά από το τοξικό περιβάλλον των γκέτο, τίποτα το εγκληματικό δεν έφεραν, γιατί ένιωθαν τα νέα τους σπίτια σαν σπίτια τους και είχαν πλέον κάτι που άξιζε τον κόπο να προστατέψουν, να διαφυλάξουν, να φροντίσουν. Μολονότι πολιτικά η ιστορία έχει μεγάλη αξία, μολονότι η σειρά έχει πρωταγωνιστή της τη μεγάλη αξία που λέγεται Όσκαρ Άιζακ, νιώθεις ταυτόχρονα ότι η επικέντρωση στο χαρακτήρα που υποδύεται εμποδίζει τη σειρά να βρει στο κέντρο του δραματουργικού της στόχο, καθώς τελικά μένεις με την απορία τι το τόσο ενδιαφέρον είχε ο συγκεκριμένος ήρωας που μας έδειξε η σειρά.

Στο «Narcos» συνεχίζουμε στο κλίμα των μεγάλων ερμηνειών, καθώς ο Βάγκνερ Μάουρα που υποδύεται το θρυλικό ναρκέμπορο Πάμπλο Εσκομπάρ είναι δύναμη της φύσης, εκπέμποντας με τη φωνή του, το βλέμμα του, τη στάση του σώματός του, τη συνολική παρουσία του, όλα του, κάτι καθαρά επιβλητικό και καθαρά τρομακτικό. Η ιστορία του Εσκομπάρ είναι μυθιστορηματική, η πολιτική ιστορία της Κολομβίας την περίοδο της βασιλείας του τρόμου του Εσκομπάρ είναι μυθιστορηματική, η σειρά είναι φορτισμένη με καντάρια αδρεναλίνη, ενώ από τον καιρό των κατά συρροή «κοκσάκερς» του «Deadwood» έχουν να ακουστούν τόσο απολαυστικά μπινελίκια στην τηλεόραση, όπως όλα αυτά τα «ίχο ε πούτα» και τα «μαρικόν» του «Narcos»: σαν να βρισκόμαστε σε ταινία του Οικονομίδη, που φτάνει σχεδόν στο στυλιζάρισμα των βρισιών, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η αίσθηση της αυθεντικότητας: είναι σαν να έχει χαμηλώσει η ένταση από όλους τους υπόλοιπους ήχους της καθημερινότητας και να έχει αυξηθεί η ένταση του προφορικού λόγου, του λόγου του σπαρμένου με τα μπινελίκια.

Στο «Better call Saul» o Bινς Γκίλιγκαν μάς δείχνει πώς μπορεί μια σειρά να γεννήσει μια άλλη σειρά ως spin-off, όντας ταυτόχρονα και μέσα στην αισθητική πρόταση της πρώτης και όμως κάτι εντελώς ανεξάρτητο, κάτι που στέκεται εντελώς αυτοδύναμα. Βρισκόμαστε ναι, στον αισθητικό χώρο που έφτιαξε το «Βreaking Bad», βρισκόμαστε τοπικά στα μέρη του «Breaking Bad», ασχολούμαστε με έναν δευτερεύοντα ήρωα από το «Breaking Bad» που εδώ είναι ο πρωταγωνιστής, αλλά όλα αυτά για να αφηγηθούμε μια εντελώς νέα ιστορία, μια ιστορία που δεν έχει ανάγκη να μιμηθεί κανέναν, που δεν έχει ανάγκη να στηριχθεί στη λάμψη και τη δόξα της άλλης σειράς, μια ιστορία που ξέρει πού πατάει και γιατί πατάει με αυτόν τον τρόπο.

Παίρνουμε έναν ήρωα που γνωρίσαμε στη μία σειρά ως γλοιώδη και απατεωνίσκο για να οδηγηθούμε μέσω της ανασκαφής στο παρελθόν του στο συμπέρασμα ότι κανείς δεν είναι αυτό που βλέπουμε να είναι σε μια δεδομένη φάση της ζωής του, στο συμπέρασμα ότι όλοι καταλήγουμε κάπου ερχόμενοι από κάπου αλλού, ότι καταλήγουμε σε έναν δρόμο, όχι επειδή αυτόν πήραμε ντουγρού από την αρχή, αλλά επειδή εκεί μας οδήγησαν διασταυρώσεις επί διασταυρώσεων.

Το «Fargo» είναι μια σειρά που εμπνεύστηκε από την ομώνυμη ταινία των Κοέν, παίρνοντας δυο τρεις βασικές παραμέτρους της (χώρου και genre) και δημιουργώντας όμως κι αυτή κάτι εντελώς δικό της. Πρόκειται για έναν διάλογο σινεμά – τηλεόρασης απόλυτα γόνιμο κι απόλυτα επιτυχημένο. Νόμιζες ότι στον πρώτο κύκλο τα είχες δει όλα, για να έρθει το μυθικό πρώτο επεισόδιο του δεύτερου κύκλου και να σε αφήσει με το στόμα εντελώς ανοιχτό. Πολύ σπανίως πια βλέπουμε στο σινεμά τέτοιου είδους ελευθερία στην αφήγηση και πειραματισμό με την αφήγηση. Αγαπώ πάρα πολύ αυτή τη σειρά για να τη συμπυκνώσω σε λίγες λέξεις. Θα επιφυλαχθώ για κάτι ευρύτερο σε άλλη ευκαιρία.

Το «American crime story» μας μεταφέρει στην πιο πολύκροτη ίσως δίκη της σύγχρονης αμερικάνικης ιστορίας, στην προ εικοσαετίας δίκη για το διπλό φονικό για το οποίο κατηγορήθηκε ο Ο Τζέι Σίμπσον, ένας εκ των κορυφαίων παικτών στην ιστορία του αμερικάνικου ποδοσφαίρου και σελέμπριτι (καθώς ήταν και ηθοποιός με παρουσία στις «Τρελές Σφαίρες» κι αλλού). Παρά την πληθώρα των εις βάρος του στοιχείων ο Σίμπσον τελικά αθωώθηκε, αθώωση που θεωρήθηκε σκανδαλώδης. Ακόμη πιο σκανδαλώδης κι από την αθώωση όμως, υπήρξε αυτή η υστερία υπερκάλυψης της δίκης επί ατέλειωτους μήνες από τα αμερικάνικα ΜΜΕ. Τα πρώτα επεισόδια της προτιμούν να εστιάσουν όχι αποκλειστικά στην εικόνα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και στη μεγαλύτερη εικόνα του ρατσισμού, που δίνει τον τόνο στην υπόθεση από την πρώτη στιγμή, ή και στο σεξισμό που είχε να υποστεί η εισαγγελέας Μάρσια Κλαρκ. Εξαιρετικό καστ, όπου δίνει ρέστα ως Τζόνι Κόχραν ο Kόρτνεϊ Βάνς και άξια δίπλα του η Σάρα Πόλσον ως Μάρσια Κλαρκ.

Συνεχίζοντας στο κλίμα τoυ «true crime» που είναι ιδιαίτερα της μόδας, δυο ντοκιμαντέρ, το μεν «The Jinx» προσπαθεί να αποδείξει την ενοχή ενός ανθρώπου για φόνους, ενώ το «Making a murderer» την αθωότητα ενός άλλου. Το πρώτο μας προσφέρει μια απίστευτη κι όμως αληθινή τελική σκηνή, το δεύτερο σε κάνει να υποπτεύεσαι ότι προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη δίκαιη αγανάκτηση που νιώθεις, μην εξετάζοντας ακριβώς όλα τα στοιχεία που υπήρχαν στις δίκες. Ή ίσως απλώς δεν θες να παραδεχθείς κι εσύ ότι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί δυο φορές στη φυλακή για εγκλήματα που δεν διέπραξε.

Και τέλος το «The X – Files» ξεκίνησε πάλι φέτος και ήταν σαν ο χρόνος να είχε κολλήσει στο παρελθόν, ήταν σαν η τηλεόραση να μην έχει κάνει αυτά τα φοβερά ποιοτικά άλματα από τότε, ήταν σαν να μην πήρε χαμπάρι ο Κρις Κάρτερ πως πρώην συνεργάτες του όπως ο Βινς Γκίλιγκαν πήγαν το μέσο αλλού, ήταν σαν ακούσια αυτοπαρωδούμενη αρπαχτή, ήταν τέλος η σειρά που έκλεισα στα μισά του πρώτου επεισοδίου.

elculture