Φίλτατε Κώστα Πελετίδη. Δήμαρχε της καρδιάς μας, και γιατρέ πολλών άλλων καρδιών
Πριν από κάμποσους αιώνες, ο περιηγητής Παυσανίας μάς αφηγείται στα Αχαϊκά του πως υπήρξαν στην εύφορη γη του Πατρέα, δύο πανέμορφοι νέοι, που ερωτεύτηκαν παράφορα, πέρα από τους όρους και τους Νόμους, τους γήινους και τους Ουράνιους. Και οι παλιοί Πατρινοί γνωρίζουν καλά πως αυτοί οι δύο νέοι – Ο Μελάνιππος και η Κομαιθώ – θυσιάστηκαν στις όχθες του ποταμού Μείλιχου, ώστε να εξευμενιστεί η πόλη από την κατάρα της Τρικλαρίας Άρτεμης. Γιατί μπορεί, αγαπημένε μας Δήμαρχε, η Κομαιθώ να ήταν ιέρεια της θεάς, αλλά ήταν συνάμα και μία ερωτευμένη γυναίκα, που δεν λογάριασε ούτε καν τον ιερό όρκο να μείνει αμόλυντη… μπροστά στη φωνή της καρδιάς της. Γιατί και μία ιέρεια – μία υπηρέτρια των Νόμων – έχει κάθε δικαίωμα να ενδώσει πρωτίστως στο Δίκιο και το πρόσταγμα της Αγάπης, ιδίως αν η αγάπη της αγγίζει άνθρωπο, και μάλιστα φτωχό και κατατρεγμένο, σαν τον βοσκό Μελάνιππο. Το ξέρουμε, πιστεύω, όσοι Πατρινοί δεν έχουν ακόμη βουλιάξει στο βόθρο της Λήθης και της αφασίας των καιρών: Ο Μελάνιππος και η Κομαιθώ αφουγκράστηκαν μόνο την καρδιά τους, και πλήρωσαν με βαρύ τίμημα, την ελευθερία τους, ακόμη και με την ίδια τη ζωή τους. Γιατί, όπως ο Παυσανίας μαρτυρεί, κάθε βράδυ, οι δύο νέοι είχαν μετατρέψει την ιερή αίθουσα της Θεάς, σε νυφικό θάλαμο, κι αυτό, όλοι γνωρίζουμε, πως ήταν ανεπίτρεπτο από Θεούς και ανθρώπους. Ήταν, βλέπεις, νέοι και δεν αρνήθηκαν ούτε στιγμή, όσα ορίζει η καρδιά. Ποτέ δεν φοβήθηκαν μπροστά στους νόμους. Ποτέ δεν λύγισαν μπροστά στους ιερείς και τους φύλακες. Ποτέ δεν τους απέτρεψε, δεν τους “συνέτισε” ούτε καν η οργή της θεάς. Γνώρισαν εναν μονάχα Νόμο και αυτόν υπηρέτησαν. Αγαπήθηκαν μέχρι τέλους, και πλήρωσαν με τη θυσία τους, όσα τούς πρόσταξε ο έρωτάς τους.
Ο μύθος είναι ανυπέρβλητος και είμαι σίγουρος πως γνωρίζεις με ποιο τρόπο λυτρώθηκε η Πάτρα, από την κατάρα της θεάς. Γιατί οι ανθρωποθυσίες σταμάτησαν να γίνονται στο ποταμό Μείλιχο, κάθε καλοκαίρι, όταν στη γη του Πατρέα πάτησε σαν ικέτης και αυτός, ο αλαζόνας βασιλιάς Ευρύπυλος, ζητώντας λύτρωση και συγχώρεση για τις δικές του αμαρτίες. Ήταν εκείνος ο ισχυρός βασιλιάς, που είχε εκστρατεύσει κι αυτός στη δόλια εκστρατεία της Τροίας, ένας επιπλέον άπληστος άρχοντας, που είχε συλλήσει, εξαιτίας της φιλοχρηματίας του, την ιερή λάρνακα του Διόνυσου του Αισυμνήτη. Μέχρις ότου ο Ευρύπυλος κατέφτασε στη γη του Πατρέα, προκειμένου να ζητήσει έλεος για τα κρίματα της αλαζονείας του. Και την άφεση την βρήκε, τελικά, όταν κατέληξε στις όχθες του ποταμού, την ώρα που τελούνταν η εξιλαστήρια ανθρωποθυσία. Ήταν η ώρα, που επιτέλους πρυτάνευσε ο υπέρτατος νόμος του Δίκαιου και της ανθρωπιάς.
Στην ίδια αμμουδιά, μετά από πολλούς αιώνες, κάποιοι άλλοι διωγμένοι ταξιδιώτες προσέτρεξαν σαν ικέτες, παραδίπλα από τις γειτονιές και τα σπίτια μας. Όλοι τους, πεινασμένοι, ταλαίπωροι, προδομένοι, διωγμένοι, και ξεχασμένοι από Θεούς και ανθρώπους. Κάπως έτσι ξημέρωσαν στον τόπο μας, φίλτατε Δήμαρχε, ζητώντας προστασία και παρηγοριά. Και όλοι το ξέρουμε πολύ καλά πως αυτοί οι ξένοι δεν πλήρωσαν κάποιες δικές τους αμαρτίες, αλλά τα παιχνίδια, που οι ισχυροί έπαιξαν πάνω στις πλάτες τους.
Όσο για την τραγωδία τους; Ξεριζώθηκαν από τη γη τους, ξεσπιτώθηκαν από τις εστίες τους, και τελικά ξενιτεύτηκαν στο άγνωστο, με κάτι τρύπια καρυδότσουφλα, αναζητώντας τη δική τους Ιθάκη. Το μόνο τους λάθος, δυστυχώς, ήταν πως πίστεψαν ότι θα συναντούσαν στην Οδύσσεια τους, κάποιους ανθρώπους, με συμπόνοια κι ένα πιάτο ζεστό φαί. Κριμά και άδικο, γιατί κανείς τους δεν υποψιάστηκε πως στο φινάλε θα είχαν να κάνουν όχι με ανθρώπους, αλλά με φίδια. Μέχρις ότου ο χρόνος κύλησε, τα ζάρια έπεσαν βαριά, και η ζωή τους πουλήθηκε πραμάτεια στα παζάρια, που έστησαν οι σύγχρονοι Ευρύπυλοι. Ήταν η ώρα της μεγάλης προδοσίας, και ταυτόχρονα, η στιγμή της ανείπωτης οδύνης. Η Ιστορία και η Τύχη, λοιπόν, το φέρε να εγκλωβιστούν στην πόλη μας – επειδή όπως κατέχεις – τα σύνορα τα χαράζουν οι γεωμέτρες της εξουσίας, και του συμφέροντος. Με μία διαφορά. Τα σύνορα έκλεισαν οριστικά από τους χυδαίους Αυλικούς, και τι άλλο είχε πια απομείνει στον καινούργιο εφιάλτη των κατατρεγμένων; Στερνή τους ελπίδα να αποδράσουν σαν δραπέτες, όπως θα κάναμε και εμείς, υποθέτω, αν βρισκόμασταν στη θέση τους.
Είναι καιρός, επομένως, δήμαρχε Κώστα Πελετίδη, ν’ αναμετρηθούμε με τη φωνή της Ανθρωπιάς, που πάντα προστάτευε σε τούτο τον τόπο, τον ξένο, τον πρόσφυγα, τον ικέτη. Κανείς μας δεν μπορεί να στρέψει αλλού τα μάτια. Κανείς δεν μπορεί να πει “δεν γνώριζα”. Γιατί όλοι μας γνωρίζουμε πως οι ξένοι συνάνθρωποί μας αργοσβύνουν εδώ και καιρό, συντροφιά με τον καημό, την πείνα, τη βρώμα και τα ποντίκια. Στις ποντικότρυπες της Αβέξ και του Λαδόπουλου. Σε αυτούς τους τάφους, που τελείται ενώπιον μας, το δράμα των σύγχρονων κολαστηρίων. Των σύγχρονων Ναζιστικών στρατοπέδων. Το θέμα, άρα, είναι ποιος από εμάς μπορεί και δικαιούται, μπροστά σε τούτη τη ντροπή, να κρυφτεί πίσω από πολιτικάντικες δικαιολογίες και προσχήματα. Ποιος θα μπορούσε, εξάλλου, να κωφεύσει μπροστά στις εκκλήσεις και τις προσευχές τους; Ποιος άνθρωπος, δη μάλλον ένας απόγονος των αγωνιστών, που θυσιάστηκαν στο πέτρινο ακρωτήρι της Μεσογείο, για μία πίστη… Την απαρασάλευτη προσήλωση στο δίκιο, την Ειρήνη, την πανανθρώπινη αλληλεγγύη.
Εμείς, ένα δηλώνουμε, δήμαρχε Πελετίδη. Όλοι εμείς οι ανώνυμοι αλληλέγγυοι πολίτες, συσπειρωμένοι στο πλευρό σου, χρωστάμε υπακοή αποκλειστικά στη φωνή της συνείδησης μας. Στο πρόσταγμα της Αντιγόνης. Και μπροστά σε τούτο το Νόμο, δεν ανεχόμαστε, ούτε επιτρέπουμε στην πόλη του Πατρέα, να ζεσταίνουμε το αυγό του φιδιού, ή όποιων άλλων μυθικών τεράτων. Θυμάσαι τι είχες πεις εκείνη τη μέρα στη δίκη σου; Ήμουν και εγώ κοντά σου… Είχες βροντοφωνάξει πως στην Πάτρα δεν υπάρχει χώρος για ερπετά, και οι παραλήπτες του λόγου σου καραδοκούν και τρίβουν τα χέρια. Μία έγνοια μάς απομένει και καμία άλλη… Στα χαλάσματα της παραγκούπολης της ντροπής, τα φίδια περιμένουν τα δικά μας χέρια, για να εξοντώσουμε τις φωλιές τους, προτού αποδειχθούμε και εμείς θλιβερά αθύρματα των καιρών και δολώματα των πονηρών και των καιροσκόπων. Οι ξένοι φίλοι μας κρέμονται κυριολεκτικά από το στόμα μας και από τη βούλησή μας εξαρτώνται, προτού σιχαθούν εντελώς τον άνθρωπο και τη ζωή. Περιμένουν καρτερικά τα χέρια, που θα απλώσουν στα συντρίμμια της ζωής τους, την αγκαλιά της Αλληλεγγύης.
Μπροστά σε τούτο το χρέος, οφείλουμε όλοι να αναλογιστούμε την ευθύνη που μας αναλογεί.
Γιάννης Δημογιάννης.