Το περιοδικό Nature μελετά τη βιβλιογραφία για τον Covid-19 και συνοψίζει σημαντικές εργασίες καθώς αυτές δημοσιεύονται.
Μετάφραση: Δώρα Βλάσση
19 Νοεμβρίου – Ο κορονοϊός μεταλλάσσεται ταχέως καθώς εξαπλώνεται σε εκτροφεία μινκ
Σύμφωνα με γενετική ανάλυση σε εκτρεφόμενα ζώα που έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2, ο κορονοϊός προσαρμόζεται στα μινκ ως ξενιστές. Από τον Απρίλιο, έχουν αναφερθεί εξάρσεις του κορονοϊού σε εκτροφεία μινκ (των ειδών Neovison vison και Mustela lutreola) σε ολόκληρη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ο François Balloux στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου (UCL) και οι συνάδελφοί του μελέτησαν 239 ιϊκά γονιδιώματα που απομονώθηκαν από εκτρεφόμενα ζώα στην Ολλανδία και τη Δανία (L. van Dorp κ.α. Προδημοσίευση στον ιστότοπο bioRxiv https://doi.org/fjj6; 2020).
Η ομάδα ταυτοποίησε τουλάχιστον επτά ξεχωριστές περιπτώσεις στις οποίες ο ιός μεταπήδησε από προσβεβλημένους με SARS-CoV-2 ανθρώπους στα μινκ. Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης 23 μεταλλάξεις που εμφανίστηκαν ανεξάρτητα τουλάχιστον δύο φορές, υποδηλώνοντας ότι ο ιός προσαρμοζόταν ταχέως στον νέο του ξενιστή.
Κάποιες από αυτές τις συχνές μεταλλάξεις εμφανίστηκαν στις περιοχές του γονιδιώματος που κωδικοποιούν την πρωτεΐνη τύπου ακίδα, η οποία χρησιμοποιείται από τους κορονοϊούς για να προσβάλει τα κύτταρα. Όμως, οι ερευνητές αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτές οι μεταβολές του ιού στα μινκ θα επηρεάσουν την ικανότητα μετάδοσης του SARS-CoV-2 στον άνθρωπο, αν μεταπηδήσει πίσω σε αυτόν. Δεν έχει διεξαχθεί ακόμη επιστημονική αξιολόγηση των ευρημάτων.
17 Νοεμβρίου – Τα κρυολογήματα που προκαλούνται από κορονοϊούς ενδέχεται να μην αποκρούουν τη νόσο COVID-19
Μολονότι ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να είναι θανατηφόρος, συγγενεύει με τους ήπιους εποχικούς κορονοϊούς που συγκαταλέγονται στις αιτίες του κοινού κρυολογήματος. Κάποιοι επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι που προσβλήθηκαν πρόσφατα από κάποιον εποχικό κορονοϊό ενδεχομένως να είναι προστατευμένοι απέναντι στη λοίμωξη του SARS-CoV-2.
Ο Scott Hensley στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια, στη Φιλαδέλφεια, και οι συνάδελφοί του εξέτασαν δείγματα αίματος που συλλέχθηκαν από περίπου 500 άτομα πριν την πανδημία (E. M. Anderson κ.α. Προδημοσίευση στον ιστότοπο medRxiv https://doi.org/fh2n; 2020). Η ομάδα ανακάλυψε ότι όλοι οι συμμετέχοντες της μελέτης είχαν προπανδημικά αντισώματα που μπορούσαν να αναγνωρίζουν τον εποχικό κορονοϊό OC43. Το 1/4 των συμμετεχόντων είχε επίσης αντισώματα που μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον SARS-CoV-2, που πιθανώς αναπτύχθηκαν ως απόκριση στη λοίμωξη από κάποιον κορονοϊό που προκαλεί κοινό κρυολόγημα.
Οι μισοί εκ των συμμετεχόντων ακολούθως προσβλήθηκαν από τον ιό SARS-CoV-2. Τα επίπεδα αντισωμάτων που αναγνωρίζουν τον SARS-CoV-2 ήταν παρόμοια σε προσβεβλημένα και μη άτομα.
17 Νοεμβρίου – Ταχείες δοκιμές για την ανίχνευση της νόσου COVID εντοπίζουν τα άτομα με υψηλή μεταδοτικότητα
Τα rapid test αντιγόνου για τον COVID-19 είναι ταχύτερα, πιο οικονομικά και εύχρηστα συγκριτικά με τυποποιημένες διαγνωστικές δοκιμασίες. Μία αξιολόγηση δείχνει λοιπόν ότι κάποια τεστ αντιγόνου – όχι όμως όλα – μπορούν να αναγνωρίσουν με υψηλή ακρίβεια εκείνα τα άτομα που πιθανώς είναι ιδιαιτέρως μεταδοτικά.
Δοκιμασίες που βασίζονται σε αντιγόνα εντοπίζουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες, ή αντιγόνα, στην επιφάνεια των σωματιδίων του SARS-CoV-2. Ο Christian Drosten στην Πανεπιστημιακή Κλινική Charité του Βερολίνου (Charité — University Hospital Berlin) και οι συνάδελφοί του ανέλυσαν την απόδοση επτά rapid test αντιγόνου, που διατίθενται στο εμπόριο. Οι ερευνητές εφάρμοσαν τα τεστ σε εύρος δειγμάτων, που περιλάμβαναν δεκάδες επιχρίσματα από άτομα που είχαν βρεθεί θετικά στον SARS-CoV-2 ή σε άλλους ιούς του αναπνευστικού συστήματος, κάνοντας χρήση της δοκιμής «χρυσού προτύπου» (gold-standard) που βασίζεται στην αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (polymerase chain reaction, PCR) (V. M. Corman κ.α. Προδημοσίευση στον ιστότοπο medRxiv https://doi.org/ghj3wt; 2020).
Οι πέντε υψηλής ευαισθησίας δοκιμασίες αντιγόνου εντόπισαν την παρουσία του ιού SARS-CoV-2 στο 95% των δοκιμών σε δείγματα με συγκέντρωση ιϊκού γενετικού υλικού με εύρος μεταξύ 3,4 εκ. και 74 εκ. αντιγράφων ανά χιλιοστόλιτρο επιχρίσματος. Τόσο υψηλά ιϊκά επίπεδα παρατηρούνται κατά την πρώτη εβδομάδα των συμπτωμάτων, όταν τα άτομα ενδεχομένως μεταδώσουν τον ιό σε άλλους. Δεν έχει διεξαχθεί ακόμη επιστημονική αξιολόγηση των ευρημάτων.