..Αλλά τότε το Μανιφέστο -και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μικρότερη από τις αξιοσημείωτες ιδιότητές του- είναι ένα ντοκουμέντο που προβλέπει την αποτυχία. Εξέφρασε την ελπίδα ότι το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης θα είναι η Eπανασταση της κοινωνίας στο σύνολό της, αλλά όπως έχουμε ήδη δει δεν αποκλείει την εναλλακτική λύση: την από κοινού καταστροφή. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας άλλος μαρξιστής θα το αναδιατυπώσει αυτό ως μια επιλογή ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τη βαρβαρότητα. Ποιο από τα δύο θα επικρατήσει είναι ένα ζήτημα που μείνει να απαντηθεί τον εικοστό πρώτο αιώνα”.
The Communist Manifesto -a modern edition- Karl Marx and Frederick Engels, Introduction by: Eric Hobsbawm
Βρετανός μαρξιστής διανοούμενος, από τους κορυφαίους ιστορικούς του 20ου αιώνα. Η τριλογία του («Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848», «Η εποχή του κεφαλαίου 1845-1875», «Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914») για «τον μακρύ 19ο αιώνα», όπως ονόμασε το διάστημα μεταξύ της Γαλλικής Επανάστασης και της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρείται έργο αναφοράς για την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα και την ιστορική επιστήμη εν γένει.
Ο Έρικ Τζον Έρνεστ Χομπσμπάουμ (Eric John Ernest Hobsbawm) γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1917 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στους κόλπους μιας εβραϊκής οικογένειας. Ο πατέρας του Λέοπολντ εργαζόταν σε ναυτιλιακό γραφείο και ήταν πολωνικής καταγωγής και η μητέρα του Νέλι Γκριν καταγόταν από μεσοαστική οικογένεια της Βιέννης. Το 1919 η οικογένεια Χομπσμπάουμ εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου ο νεαρός Έρικ έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 12 ετών, έχασε τον πατέρα του και δύο χρόνια αργότερα τη μητέρα του. Έτσι, την ανατροφή αυτού και της αδελφής του Νάνσι ανέλαβε η θεία τους Γκρετλ, που κατοικούσε στο Βερολίνο.
Ο Έρικ Χομπσμπάουμ διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του στη γερμανική πρωτεύουσα, όπου έζησε τα πρώιμα εφηβικά του χρόνια, μέσα στα ταραγμένα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Διάβασε Μαρξ για πρώτη φορά και εντάχθηκε στην κομμουνιστική οργάνωση Ένωση Σοσιαλιστών Μαθητών (Sozialistischer Schülebund). Διακινούσε την εφημερίδα της Μαθητικός Αγώνας (Schulkampf) και έκρυβε τον πολύγραφο της οργάνωσης κάτω από το κρεβάτι του. Με την επικράτηση του Χίτλερ (30 Ιανουαρίου 1933), ο 16χρονος Έρικ μαζί με την αδελφή του και τους θείους του εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Το 1936 κέρδισε μια υποτροφία και ξεκίνησε σπουδές ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Εντάχθηκε αμέσως στη μυστική φοιτητική οργάνωση The Cambridge Apostles (Οι Απόστολοι του Κέμπριτζ), που περιλάμβανε στις τάξεις της πολλούς κομμουνιστές φοιτητές κι έγινε διάσημη στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν κάποια από τα μέλη της κατηγορήθηκαν ως πράκτορες της KGB.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Χομπσμπάουμ, σε αντίθεση με άλλους άγγλους κομμουνιστές διανοούμενους, δεν εντάχθηκε στις υπηρεσίες κατασκοπίας της Μεγάλης Βρετανίας, παρότι γνώριζε έξι γλώσσες, μεταξύ αυτών και Γερμανικά. Προτίμησε να υπηρετήσει τη θητεία του στο Μηχανικό και να δουλέψει «σ’ ένα λόχο με παιδιά της εργατικής τάξης, χτίζοντας οχυρωματικά έργα στις ακτές της Ανατολικής Αγγλίας».
Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο Κέμπριτζ για να ολοκληρώσει το διδακτορικό του πάνω στη Φαβιανή Εταιρεία, τον σοσιαλδημοκρατικό σύλλογο διανοουμένων, που ιδρύθηκε το1884 και από τον οποίον προήλθε το Εργατικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας. Το 1947 ανέλαβε το πρώτο του διδακτικό πόστο ως λέκτορας ιστορίας στο Κολλέγιο Μπέρκμπεκ (Birkbeck College) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Παρέμεινε στο Μπέρκμπεκ έως το τέλος της καθηγητικής του καριέρας το 1982 και στη συνέχεια ανέλαβε πρόεδρος του κολεγίου.
Ο Χομπσμπάουμ υπήρξε εξέχον και πιστό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας (CPGB). Μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία το 1956 μετέβαλε στάση κι έγινε δεινός επικριτής της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σε αντίθεση με άλλους συντρόφους του που το εγκατέλειψαν, αυτός παρέμεινε στις τάξεις του ΚΚΜΒ μέχρι τη διάλυσή του το 1991. Το 1983 υποστήριξε την αριστερή στροφή του Εργατικού Κόμματος υπό τον Νιλ Κίνοκ, που τελικά αποδείχτηκε καταστροφική στην κάλπη και οδήγησε στη δεξιά στροφή του κόμματος υπό τον Τόνι Μπλερ τη δεκαετία του ’90.
Το 1962 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848», το πρώτο μέρος της τριλογίας για τον «μακρύ 19ο αιώνα» που τον έκανε διάσημο. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η «διπλή επανάσταση» (Γαλλική Επανάσταση και Βιομηχανική Επανάσταση) αποτελεί τη μαμή της σύγχρονης Ευρωπαϊκής ιστορίας και διαμέσου της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού της παγκόσμιας ιστορίας. Η τριλογία συμπληρώθηκε με τα βιβλία «Η εποχή του κεφαλαίου 1845-1875» (1975) και «Η εποχή των αυτοκρατοριών 1875-1914» (1987). Το 2002 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Interesting Times: a twentieth-Century life» («Συναρπαστικά χρόνια» στα ελληνικά). Τη δεκαετία του ’50 ο Έρικ Χομπσμπάουμ διατηρούσε μια στήλη τζαζ κριτικής στο περιοδικό New Statesman με το ψευδώνυμο Φράνσις Νιούτον (το όνομα του κομμουνιστή τρομπετίστα της Μπίλι Χολιντέι). Από την αγάπη του για την τζαζ προέκυψε το βιβλίο «The Jazz Scene» (Η σκηνή της Τζαζ), που κυκλοφόρησε το 1989 και αποτελεί σημαντική συμβολή στην κοινωνική ιστορία της μουσικής τζαζ,
Ο Έρικ Χομπσμοάουμ παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1943, αλλά ο γάμος τους με τη Μίριελ Σίμαν κατέληξε σε διαζύγιο το 1951. Τη δεκαετία του ’50 γνώρισε τη Μάριον Μπενάθαν, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι το 1959, τον σκηνοθέτη Τζος Μπενάθαν, ο οποίος έμαθε για την ύπαρξη του πατέρα του σε ηλικία 15 ετών. Το 1962 παντρεύτηκε τη Μαρλίν Σουάρτζ, με καταγωγή από την Αυστρία, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Άντριου (δημοσιογράφο και επιχειρηματία στον χώρο του Ίντερνετ) και την Τζούλια (καθηγήτρια Δημοσίων Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Λονδίνου).
Ο Έρικ Χομπσμπάουμ πέθανε την 1η Οκτωβρίου 2012 στο νοσοκομείο Royal Free Hospital του Λονδίνου, σε ηλικία 95 ετών. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από λευχαιμία
(πηγή: sansimera.gr).