Του Άρη Κεραμάρη
Έρωτας, μια δύσκολη λέξη – μέρος 2ο
Ο Τζων έτρωγε την μακαρονάδα του, κάτω από την σιγανή μουρμούρα του air condition και τίποτα δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί και να του λείπει εκείνη την ώρα. Η εγγονή του, του χαμογελούσε συνέχεια και έμοιαζε να του λέει “τι να κάνω;”, δείχνοντας τους άλλους τέσσερις της φαμίλιας, που προτίμησαν να εκτεθούν σε ένα αεράκι, με την δροσιά ενός μικρού λίβα, στην βεράντα.
Ένα χοντρό φύλλο γυαλιού τους χώριζε, με την γυναίκα του, ακριβώς από έξω.
Τον πλησίασα. – Όλα καλά; – Γυναίκες…, μου απάντησε – Ξέρω…, ξεκίνησα ένα χιλιοειπωμένο κλισέ – Δεν μπορούμε χωρίς αυτές, ούτε με αυτές
Ο Τζων συμπλήρωσε το κλισέ για χιλιοστή πρώτη φορά. Μια διάθεση συνωμοσίας υπήρχε στον αέρα. Συνωμότησα με υποψία ζήλιας και μικρής κακιάς. – Νομίζω πως πρέπει να τις αλλάζουμε πιο συχνά…
Έπαιξε τα μάτια του σαν να χάρηκε. – Ξέρεις, νεαρέ, γιατί οι παντρεμένοι άντρες πεθαίνουν πριν τις παντρεμένες γυναίκες; – Πες μου – Γιατί το θέλουν
Το δυνατό γέλιο μου το έκοψε η δουλειά όπως μόνο εκείνη ξέρει.
Άλλος ένας ετοιμοθάνατος, με την οικογένεια του, είχε μπει στην σάλα.
Όταν είδα τον Τζων να φεύγει, είχε την εγγονή του αγκαλιά, κρατούσε την γυναίκα από το χέρι, έβλεπε την κόρη του και τον γαμπρό του και θα πήγαινε για μπύρες. Το χαμόγελο του ήταν όσο το Ιόνιο πέλαγος.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, από το να αναβάλει τον θάνατο του, άλλη μια μέρα. Το έκανε και γούσταρε…
Φωτογραφία: Άρης Κεραμάρης