Εσύ τη δουλειά σου γιόκα μου.
Τι τα θες και τα ψάχνεις, μακριά από τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει, φαγάκι να’χομε και τη τηλεορασίτσα μας, χαχα άκου πως τα λέει ο κερατούκλης ο Μπογδάνος, έξυπνο παιδί, μορφωμένο, με τ’αγγλικά του με τα όλα του, μ’αυτόνε και με το Λαζόπουλο γελάω πιο πολύ, παρέλαση αύριο, να στολίσω τη σημαία, βγάλε μου το καλό μου το κουστούμι, θα πάω και στην εκκλησιά.
Εσύ μικρέ δε πας καλά με τη ζωή σου, κοίτα να βρεις μια δουλειά, -ε, μην έχεις κι απαιτήσεις τώρα, είναι δύσκολες οι εποχές, κερατάδες δε ντρέπονται καθόλου μας κόβουνε τη σύνταξη λες και δεν έχουν να τα φάνε από αλλού, μου κόψανε ένα χιλιάρικο και τώρα παίρνω μονάχα δυό, θαρρώ πως θα ψηφίσω τους άλλους τούτη τη φορά -εσύ όμως πρέπει να φέρεις κάναν παρά στο σπίτι μικρέ, τρακόσα, τρακόσα, τι να κάμεις, τόσα δίνουν όλοι.
Έλληνες είμαστε, περήφανοι, χαίρε λευτεριά, άλλαξε μουσική, εμένα μ’αρέσουνε τα τραγούδια τα παλιά, που λεν την ιστορία μας, τα μικρασιάτικα τα πονεμένα, τα ηπειρώτικα,αυτά της προσφυγιάς ρε παλικάρι μου, αχ να, το τζιβαέρι παίζει, ψήλωσέ το,
Αχ! Πανάθεμά σε ξενιτιά
Αχ! Που πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου
και το ‘κανες δικό σου.
Στρίψε εδώ να βγούμε στο λιμάνι,
-χριστέ μου, για δε τους «λαθρομετανάστες», έχουνε και κινητά, αν έχεις το θεό σου, τους είδα να πίνουνε και καφέδες στο λιμάνι, φορτωμένοι φράγκα ήρθανε να τους κάμουμε αθρώπους στην Ευρώπη -απαγορεύεται; έλα μωρέ τώρα,ντάξει, βγάλε αλάρμ και μπες ανάποδα, δίπλα πάμε, να δωνά πάρκαρε μπροστά στη πόρτα της γριάς, λες και θα τη πειράξει, εδώ το αφήνω κι εγώ, αυτή δε κάνει και τίποτα όλη μέρα, μόνο παραμιλά, όπου να’ναι θα πεθάνει να χομε να φήνομε τ’αμάξι, τι έλεγα; Ναι, ήρθανε οι άπλυτοι οι μουσουλμάνοι να τους κάνομε πολιτισμένους στην Ευρώπη Μας.
Κι εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου μικρέ, μη μπας να μπλέξεις στις πορείες με τίποτα αναρχικούς και τις αηδίες, εσύ θ’αλλάξεις το κόσμο; Δες εκεί να τελειώνεις τη σχολή σου μήπως και προλάβεις να μπεις σε κάνα δημόσιο και μετά, φςςςςς, μετά μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει ένα χιλιαρικάκι στη τράπεζα, ένα, ένα μα σίγουρο, τι άλλο θες, δε πήγαινες στρατό που σου’λεγα ή αστυνομία, να’χεις βολευτεί τώρα, η πιο καλή δουλειά, βασιλιάς θα’σουνα, τώρα περίμενε να διοριστείς και τότε βρες και μια γυναικούλα από τα μέρη μας μ’άλλο ένα χιλιαρικάκι κι από κει, και θα κάμετε ζωή και κότα.
Ε, μη θες και πολλά πολλά, λες και είχαμε εμείς, εσύ τη δουλίτσα σου, το φαγάκι σου, δόξα το θεό πέρασε και σήμερα η μέρα, αύριο πάλι, άνοιξε τη τηλεόραση, έχει το Λιάγκα , να έτσι είναι οι νοικοκύρηδες άθρωποι, και με ωραία γυναίκα,ε, μα είχανε και αυτόνε το γκέι εκεί τις προάλλες εκεί και τους έλεγε πως έχει και παιδί κι αυτοί τον ρωτούσανε και δεν ήξερε να απαντήσει, για άκου πράμματα που γίνονται γύρω μας και μεις αφήνουμε τα παιδιά μας να γυρίζουνε στους δρόμους, ποιος ξέρει σε τι ανώμαλο θα πέσουνε ή σε τίποτα ναρκωτικά σαν το Γιώργη της Ντίνας που μου είπε η Τασία πως καπνίζει χασίσια ο αλητάμπουρας, παντού ναρκωτικά γύρω γύρω λένε, να τώρα πήρανε τηλέφωνο και μου τα’πανε, μη τολμήσεις και ξαναπεράσεις από το σπίτι τους θα σου κόψω τα ποδάρια και καλά που δε τα πιστεύεις,τηλεόραση δε βλέπεις;Όλα τα λένε.
Κι αυτοί οι λαθρομετανάστες λέει η τηλεόραση δε μπορούμε να τους απορροφήσομε, έρχονται κι έρχονται, που θα τους πάμε πια, δε χωρούμε όλοι εδώ, όχι εγώ δεν είδα κανέναν τους, ποιος να ρθει εδώ, 5 ανθρώποι όλοι κι όλοι μείναμε στο χωριό, μα τα λέει κι η εφημερίδα, θα ξεσηκωθούνε και έχουνε και τζιχαντιστές μέσα σ’αυτούς που έρχονται κι αλίμονό μας, μακρυά μας καλύτερα, πάω να ανάψω ένα κερί στην εκκλησιά στον Άγιο Αρσένη που την χτίσανε οι δικοί μας όταν ήρθανε από τη Σμύρνη τότε που δεν τους ήθελε κανείς, ένα κερί μεγάλο να μας έχει καλά.
σ.σ. Δυστυχώς, το κείμενο αποτελείται ως επί το πλείστον και με ελάχιστες εξαιρέσεις από φράσεις και συζητήσεις που έχω ακούσει με τα ίδια μου τα αυτιά. Δεν είναι μυθοπλασία, είναι η κοινωνία.
Η άρρωστή μας κοινωνία, μια γυάλα με χρυσόψαρα.