O όρος “αισθητικοποίηση της πολιτικής” εισήχθη από τον Walter Benjamin και περιγράφει μία κατάσταση κατά την οποία η έμφαση του κοινού, της μάζας, τοποθετείται στην πολιτική ”μορφή” (ύφος, πρόσωπα, εικόνα) και όχι στο πολιτικό περιεχόμενο. Η έμπνευση του όρου, λέγεται ότι προήλθε, όταν ο φιλόσοφος παρακολούθησε την ταινία ”Ο θρίαμβος της θέλησης” της Ρίφενσταλ, στην οποία η σκηνοθέτις επικεντρώνεται με αριστουγηματικό τρόπο στην μεγεθυμένη μορφή του κεντρικού προσώπου, του Χίτλερ. Αγνοώντας την βασική λειτουργία του κινηματογράφου, την ικανότητα διαστολής του χώρου με την παράλληλη εναλλαγή των οπτικών γωνιών η Ρίφενσταλ, με αισθητικά νέο τρόπο, προσηλώνεται στο κεντρικό πρόσωπο και απορροφά τους θεατές χωρίς εκείνοι να μπορούν να απορροφήσουν κριτικά το ντοκυμαντέρ. Ετσι καταλήγουν να βλέπουν από την οπτική γωνία του Χίτλερ.
Πέρασαν αρκετά χρόνια από την εννοιοποίηση του Benjamin αλλά ακόμη οι αναφορές του, στον τομέα της πολιτικής παραμένουν επίκαιρες. Στην εποχή μας, ως παγκόσμιο φαινόμενο, διαπιστώνεται μία άρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και επικοινωνίας. Η πολιτική πραγματικότητα δημιουργείται μέσα από τις διαδικασίες της πολιτικής αναπαράστασης, όπως αυτές προβάλλονται από το τοπίο των μέσων ενημέρωσης, κυρίως την τηλεόραση, αλλά πλέον και το διαδίκτυο. Η μετατόπιση της πολιτικής από την ουσία στην εικόνα σχετίζεται και με τις συγκλίσεις σε επίπεδο πολιτικής. Η συγκλιση επί πολιτικών μετεφερε το επίπεδο αντιπαράθεσης από το στεγνά ιδεολογικό, ταξικό, αξιακό, σε επίπεδο: α) εικόνας (δηλ. μη αμιγώς πολιτικά κριτιρια αξιολόγησης) και β) δεξιοτήτων (ανάδειξη ατομικών χαρακτηριστικών).
Όμως διαπιστώνεται μία ισχυρή αντίφαση. Από την μία η πολιτική επιδιώκει την ρεαλιστική απεικόνιση των σύγχρονων προβλημάτων και από την άλλη σχεδόν απαξιώνει το μήνυμα που θέλει να περάσει δίνοντας βαρύτητα στο μέσο, στην εικονικότητα. Η εικονικότητα αυτή προωθημένη από τα μίντια παραπλανεί μεγάλο μέρος του κοινού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της βασιμότητας αυτής της παραπλάνησης αποτελεί μία συνέντευξη ενός πολιτευτή και ηθοποιού ο οποίος στήριξε τον τωρινό πρωθυπουργό με καθαρά επιχειρήματα μορφής. Βασικό του επιχείρημα για το ηγετικό του προφίλ ήταν ο αέρας που αποπνέει ή το χιούμορ που κάνει αντιπαραβάλλοντάς τον με τον τύπο του ”χαβαλετζή” πολιτικού του αντιπάλου.
Παρόμοια επιχειρήματα έχουν πολλάκις ακουστεί και χρησιμοποιούνται, καθώς βασίζονται στους κώδικες του θεάματος. Με αυτόν τον τρόπο απομακρυνόμαστε από τον κριτικό αναστοχασμό των πολιτικών δρώμενων ενώ η πραγματική δημόσια λογοδοσία εξαντλείται σε ατάκες φθηνής ευφυίας. Από την άλλη πλευρά, πολλοί δεν παρασύρονται από την αισθητικοποημένη πολιτική και διάκεινται κυνικά απέναντι στους ψευδείς λόγους . Βαρόμετρο απογοήτευσης αυτής της στάσης αποτελούν τα social media στα οποία πολιτικοί σχολιασμοί, photoshop, παρωδίες πολιτικών λόγων με την χρήση γνωστών ταινιών και άλλες αναρτήσεις με ευρηματικό χιούμορ αμφισβητούν την εικόνα της πολιτικής που συνοδοιπορεί με την κοινωνική πραγματικότητα.
Στο διαδίκτυο παρέχεται η δυνατότητα της αναπαραγωγής της εικονικότητας της πολιτικής με ένα ντανταιστικό τρόπο, καθώς περισπά το κοινό μέσω της προβολής τους με τέτοιο τρόπο που προκαλεί ακόμη και την δημόσια αγανάκτηση από την απορρόφηση και την ενατένιση μίας εικόνας, προσώπου, κατασκευής, η οποία οδηγεί στην αντικοινωνική συμπεριφορά.
Πλέον με το διαδίκτυο το μέσο τείνει να ταυτιστεί με το μήνυμα. Αν για παράδειγμα κάποιος ψάξει στο Youtube για τις δηλώσεις ενός πολιτικού προσώπου οι περισσότερες επιλογές που θα εμφανιστούν στην οθόνη του θα είναι παρωδίες ή σάτιρα του προσώπου αυτού. Στον ψηφιακό αυτόν κόσμο κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον παγιωμένο κόσμο της δοσμένης εικόνας, αλλά για αυτό που μπορεί να αποδομήσει δίνοντας το δικό του προσωπικό στίγμα και αυτό ίσως να αποτελεί και μία ελπίδα. Αν όχι, ας αρκεστούμε στην σαγήνη που αντλεί ο άνθρωπος του διαδικτύου από το εφήμερο παιχνίδι με το Πραγματικό.
Tης Γιάννας Στεργίου