Μια ιστορική ανάδρομη του Εθνικού Συστήματος Υγείας- Από το όραμα του 1983 στην Πανδημία και στις προεκλογικές μάχες για τον δημόσιο χαρακτήρα του.
- του Δημήτρη Κούλαλη για το NEWS247
Την ώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις, η Ελλάδα και η ήπειρος μας ολάκερη γίνονται μάρτυρες μιας ανείπωτης καταστροφής. Τόσοι άνθρωποι χαμένοι.
Λίγες μέρες πριν, το πλέγμα εξουσίας (οικονομικό-πολιτικό- μιντιακό) επιχειρούσε να νομιμοποιήσει κοινωνικά τη λογική του κόστους- οφέλους στο ύψιστο αγαθό της Υγείας. Αναφέρομαι φυσικά στις δηλώσεις του κυρίου Πνευματικού που ήρθαν να ολοκληρώσουν τον ερειπιώνα που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη πολιτική στο Σύστημα Υγείας της χώρας.
Για τον λόγο αυτό, στο Magazine αποφασίσαμε αφενός να θυμίσουμε πού βρισκόμασταν ως χώρα πριν μερικές δεκαετίες, αφετέρου πού είμαστε τώρα. Να θέσουμε δηλαδή ερωτήματα όπως:
Ποια ήταν η κατάσταση στην Υγεία πριν την ίδρυση του ΕΣΥ;
Τι όραμα ήρθε να υπηρετήσει ο ιδρυτικός του νόμος το 1983;
Πού ήμασταν μέχρι τη χρεοκοπία της χώρας το 2010;
Πού μας πήγαν τα μνημόνια;
Ποιο ήταν το Εθνικό Σύστημα Υγείας κατά την πανδημία; Και, το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου: Πού πηγαίνουμε από εδώ και πέρα;
Αναζητώντας αυτές τις απαντήσεις μίλησα με αρκετούς ανθρώπους του χώρου. Η συζήτηση για ένα τόσο σύνθετο θέμα όπως το Σύστημα Υγείας δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια ενός ρεπορτάζ. Απ’ την άλλη, ίσως είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε, να αναστοχαστούμε και επιτέλους να κάνουμε μια πραγματική συζήτηση επί του θέματος.
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΛΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΣΥ ΗΤΑΝ ΑΝΕΛΠΙΣΤΑ ΜΕΓΑΛΟ»
Τι ίσχυε λοιπόν στην Υγεία πριν το ΕΣΥ;
Αυτό το ερώτημα απηύθυνα στον πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, γιατρό και για 13 χρόνια Αντιπρόεδρο και Πρόεδρο της ΕΙΝΑΠ (1979-1992), Νίκο Μανιό. Σε μια ενδελεχή κουβέντα που είχαμε, ο κ. Μανιός απάντησε στο ερώτημα, μέσα από ένα προσωπικό του βίωμα. «Ήμουν 14-15 ετών όταν συνόδευσα τον αδελφό μου στο νοσοκομείο για τις αμυγδαλές του. Πήγαμε λοιπόν στο Σπηλιοπούλειο Νοσοκομείο ‘’Η Αγία Ελένη’’. Εκεί, μας βλέπει ο γιατρός, εξετάζει τον αδελφό μου και του λέει: ‘’Παιδί μου, πρέπει να χειρουργηθείς’’. Εντάξει, λέμε εμείς, να χειρουργηθεί. Χειρουργήθηκε και σώθηκε».
Και ποιο ήταν τότε το πρόβλημα, τον ρωτώ και πάλι. «Ήταν ανοργάνωτα τότε τα πράγματα. Κανείς δεν επέβλεπε την κατάσταση. Ο κόσμος μπορεί να έμπαινε δωρεάν στα νοσοκομεία, αλλά δεν υπήρχε οργάνωση. Οι κλίνες ήταν λίγες και αναποτελεσματικές, για να μην πιάσουμε και συγκρίνουμε τις ημέρες νοσηλείας την ίδια εποχή με άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία». Το καλύτερο; Η είσοδος στο νοσοκομείο μπορεί να μην είχε περιορισμούς, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον κύριο Μανιό η εξυπηρέτηση των πολιτών «πολλές φορές γίνονταν με βάση τα κομματικά κριτήρια», ενώ το ίδιο φαίνεται να ίσχυε και για την επιλογή του ιατρικού προσωπικού.
Η αλήθεια είναι πως μέχρι τη δεκαετία του 1950, με εξαίρεση την ίδρυση του ΙΚΑ το 1934, δεν είχε λάβει χώρα κάποια σοβαρή κυβερνητική δράση που να κάλυπτε τις ανάγκες του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού μέσα από ένα οργανωμένο σύστημα παροχής υγεινονομικών υπηρεσιών. Παρόλα αυτά, το 1953 θεσπίστηκε ο νόμος Ν.Δ. 2592/1953 που αφορούσε την οργάνωση της «ιατρικής αντιλήψεως». Κατά τα λοιπά οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την ανάπτυξη του τομέα της κοινωνικής ασφάλισης (βλ. ίδρυση του ΟΓΑ, το 1961), ενώ θα πρέπει να τονιστεί ότι εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, η υπόθεση της Υγείας στην υπόλοιπη Ελλάδα αποτελούσε ξεκάθαρα ιδιωτική υπόθεση, γεγονός στο οποίο αποδίδεται και η ραγδαία ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της Υγείας.
Μετά τη Χούντα, για την οποία μπορούμε να θυμηθούμε μόνο το σχέδιο μετασχηματισμού των υπηρεσιών περίθαλψης σε κοινό σημείο για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, φτάνουμε στην πρώιμη μεταπολίτευση και την κυβέρνηση Καραμανλή. Ήταν το 1976 όταν το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών (ΚΕΠΕ) παρουσίασε τη μελέτη του σχετικά με το Σύστημα Υγείας, βάσει της οποίας διαπιστώνονταν μεταξύ άλλων προβλήματα που αφορούσαν στην έλλειψη εναρμόνισης της χρηματοδότησης με την κάλυψη, την ύπαρξη γεωγραφικών ανισοτήτων ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες και την έλλειψη κοινής δράσης μεταξύ του υπουργείου Υγείας και άλλων κυβερνητικών επιτελείων.
Η μελέτη του ΚΕΠΕ έδωσε τη θέση της στην Επιτροπή Φίλια, την ομάδα εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας που ανέλαβε να καταγράψει την ισχύουσα μέχρι τότε κατάσταση, για να έρθει στη συνέχεια το περίφημο «σχέδιο Δοξιάδη» που προέβλεπε τη σύσταση ενός οργανισμού που θα συντονίζει την παροχή φροντίδας και την εθνικοποίηση των νοσοκομείων. Το σχέδιο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ιδίως από συνδικαλιστές γιατρούς της Δεξιάς, και απορρίφθηκε ασυζητητί. Άφησε όμως παρακαταθήκη την Επιτροπή Φίλια που προετοίμασε το έδαφος για τον νόμο του 1983, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως κατά την ίδια χρονική περίοδο είχαμε την ίδρυση εκατοντάδων κέντρων υγείας σε αγροτικές περιοχές, μα και την ίδρυση των τριών μεγάλων πανεπιστημιακών νοσοκομείων. Όμως, άπαξ και το «σχέδιο Δοξιάδη» δεν έφτασε καν προς ψήφιση στη Βουλή, η χρηματοδότηση, η διοίκηση και η διαχείριση των δαπανών του συστήματος συνέχισαν υπό το ίδιο καθεστώς.
Και φτάνουμε στα ‘80s.
Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και στο πνεύμα της «Αλλαγής» έρχεται ο εμβληματικός νόμος του 1983 (ν. 1397/1983) που όριζε την Υγεία ως κοινωνικό αγαθό που πρέπει να προσφέρεται από το κράτος, ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική καταγωγή των πολιτών. Ως κεντρικούς του άξονες ο νόμος έθετε την αποκέντρωση, την λειτουργία και την ανάπτυξή του συστήματος κάτω από ένα ενιαίο πλαίσιο οργάνωσης, την δικαιοσύνη στην κατανομή των πόρων, την ανάπτυξη των υπηρεσιών της Α’ Βάθμιας φροντίδας και την επαρκέστερη οργάνωσή της σε επίπεδο νοσοκομείου. (Να πω εδώ ότι υπάρχει σοβαρό πολιτικό παρασκήνιο πριν την ψήφιση του νόμου, αλλά για την ώρα θα περιοριστώ στην καταγραφή των… φανερών γεγονότων).
Ρώτησα σχετικά τον κ. Μάνιο: Ήταν ο νόμος αυτός η υλοποίηση του οράματος για την υγεία; «Αυτό που υλοποιήθηκε ήταν ανέλπιστα μεγάλο», απαντά ο έμπειρος συνομιλητής μου.Ωστόσο, τονίζει πως εντέλει «δεν υλοποιήθηκαν όλα -σ.σ. όσα είχαν οραματιστεί- καθώς τα συμφέροντα που δεν άφηναν πριν τη δημιουργία του ΕΣΥ, δεν επέτρεψαν ούτε τότε να περάσει ο νόμος εξ ολοκλήρου».
ΤΟ ΕΣΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΥΦΟΡΙΑΣ
Τα χρόνια προχωρούσαν και η Ελλάδα εισερχόταν στη δεκαετία του 1990 με την συζήτηση περί δημοσιονομικών να μονοπωλεί τον δημόσιο διάλογο. Έτσι, το 1992 δόθηκε η δυνατότητα στους γιατρούς του ΕΣΥ να επιλέξουν πλήρη ή μερική απασχόληση, διατηρώντας παράλληλα ιδιωτικά ιατρεία, ενώ δύο χρόνια αργότερα ψηφίστηκε νέος νόμος που έθετε το ιατρικό προσωπικό υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έχοντας όμως και πάλι τη δυνατότητα διατήρησης του ιδιωτικού του ιατρείου.
Λίγο πιο μετά, κι ενώ του ΠΑΣΟΚ του «Εκσυγχρονισμού» κρατά τα γκέμια της εξουσίας, μια νέα μεταρρύθμιση έρχεται να θέσει το ΕΣΥ σε νέα εποχή αλλά και σε ένα νέο καθεστώς. Ξεφυλλίζοντας τα φύλλα των εφημερίδων της εποχής διαβάζω στο «Βήμα» πως «το πέπλο μυστηρίου λύθηκε» και «ο πρωθυπουργός κύριος Κώστας Σημίτης έδωσε(…) στον υπουργό υγείας και πρόνοιας, κ. Αλέκο παπαδόπουλο το πράσινο φως για να παρουσιάσει στο υπουργικό συμβούλιο τους βασικούς άξονες της μεταρρύθμισης στην υγεία». Έτσι ξεκινούσε το ρεπορτάζ, παρουσιάζοντας το όραμα για το νέο ΕΣΥ που θύμιζε σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου «τον ιδρυτικό νόμο» του 1983. Βέβαια λίγες γραμμές παρακάτω, ο τότε υπουργός ξεκαθάριζε το τοπίο δηλώνοντας πως η φιλοσοφία της μεταρρύθμισης ήταν συμβατή με τα νέα δεδομένα στο χώρο της υγείας.
Τι εννοούσε;
Στο πρώτο σκέλος των δομικών αλλαγών προβλέπονταν η σύσταση αρχών περιφερειακής εποπτείας για την υγεία, νέες δομές διαχείρισης, μα και νέες εργασιακές σχέσεις για το ιατρικό προσωπικό των νοσοκομειακών μονάδων. Και να ‘ταν μόνο αυτές οι αλλαγές…
Δύο χρόνια αργότερα, το 2003 και ενώ η Ελλάδα άναβε σιγά σιγά την εκμοντερνισμένη δάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, ένα νέο νομοθέτημα (3204/2003) ήρθε να… διευκρινίσει έτι περαιτέρω όσα είχε δηλώσει ο υπουργός. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας έδωσαν τη θέση τους στα Περιφερειακά Συστήματα Υγείας και Πρόνοιας (Πε. Σ.Υ.Π) τα οποία, όπως αναφέρει το σχετικό ΦΕΚ , είχαν υπό την εποπτεία τους την οργάνωση και τον συντονισμό των υπηρεσιών, τη στελέχωσή τους με προσωπικό με «σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» και τον έλεγχο των υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας μιας περιοχής.
«Η δημιουργία του ΕΣΥ το 1980 αποτέλεσε μια σημαντική τομή», λέει στο Μagazine ο ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Αλέξης Μπένος. Μολοταύτα, θυμίζει ότι «οι αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις κοινωνικού κράτους στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αναπτυχθεί 30 χρόνια πριν, ενώ από την αρχή της δεκαετίας του 1980 εφαρμόζονταν ήδη νεοφιλελεύθερες πολιτικές με κύριο στόχο τον περιορισμό και την απορρύθμιση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Αυτή η ιστορική αντίφαση καθόρισε και την εξέλιξη του ΕΣΥ. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι συχνά οι ίδιοι άνθρωποι που ήταν συνδεδεμένοι με την αρχική δημιουργία του – είτε ως επιστήμονες είτε ως πολιτικό προσωπικό – στήριξαν μετά από λίγα χρόνια τα πρώτα μέτρα αποδιάρθρωσής του».
Παράλληλα, πέρα των Πε. Σ.Υ Π. το μπάσιμο του μονεταρισμού στην υγεία πραγματοποιήθηκε και με την πρόβλεψη για διοικητές- managers στα νοσοκομεία, έπειτα από ανοικτή προκήρυξη και επιλογή της Επιτροπής Αξιολόγησης και Επιλογής Ανώτερων Στελεχών Υπηρεσιών Υγείας. Το κερασάκι στην τούρτα που μοίραζε μερίδια κερδοφορίας και στους ιδιώτες ήρθε με τη δημιουργία νέων λειτουργικών οργανισμών στα νοσοκομεία όπως η Ξενοδοχειακή Τεχνική υπηρεσία του Τμήματος Οργάνωσης και Πληροφορικής και του Τμήματος Ελέγχου Ποιότητας. Όπως εξηγεί στη διπλωματική της εργασία η μεταπτυχιακή ερευνήτρια Μ. Μουχταρίδου απώτερος σκοπός «ήταν η σύμπραξη δημόσιων νοσοκομείων και ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών». Να μην ξεχάσουμε ακόμα ότι εκείνα τα χρόνια νομοθετήθηκε και η λειτουργία απογευματινών εξωτερικών ιατρείων εντός των νοσοκομείων, με τον ασθενή να επωμίζεται το κόστος.
ΤΟ ΕΣΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ (ΠΟΛΥ) ΠΑΧΙΩΝ ΑΓΕΛΑΔΩΝ
Κάνοντας αυτά τα μικρά βήματα προς τα πίσω, η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να αντισταθώ στον πειρασμό να μην αντιπαραβάλλω την Ελλάδα των δύο κομματικών ταχυτήτων και των πέντε ισχυρών οικογενειών με τα πραγματικά στοιχεία. Ναι, μπορεί κατά την περίοδο 1996- 2007 η Ελλάδα να κατέγραφε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 3,9%, έναντι 2,3% της ευρωζώνης, όμως σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα η πραγματικότητα ήταν άλλη για την τσέπη του απλού πολίτη σ’ ό,τι αφορούσε την υγεία του. Σύμφωνα με μελέτη της ICAP το 2006 για την Ελλάδα: « η αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας βάσει αξίας, παρουσιάζει διαχρονική αύξηση κατά την περίοδο 1997- 2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό 12,7%». Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης σημειώνονταν ότι: «Στο διάστημα 1998-2004, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας σημείωσαν αύξηση μέσο ετήσιο ρυθμό 8,1% για να ανέλθουν κατά το 2004 στο 46,1% του συνόλου των δαπανών για την υγεία».
Τα λέω όλα αυτά για να κατανοηθεί πόσο τόπο έπιαναν τελικά οι διακηρύξεις για μεταρρυθμίσεις περί διαχείρισης του κόστους στους προμηθευτές και μείωσης του κόστους των υπηρεσιών υγείας, βάσει των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2004-2007.
Τελικά τι υλοποιήθηκε από όλα αυτά;
Ελάχιστα πράγματα. Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούσαν οι ΣΔΙΤ (ο τρίτος πυλώνας του προγράμματος) μεταξύ των δημοσίων νοσοκομείων και των ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών περίθαλψης στα νοσοκομεία του ΕΣΥ.
Μπορεί βέβαια να κάνω λάθος. Για τον λόγο αυτό απευθύνθηκα εκ νέου στον κύριο Μπένο, ρωτώντας τον ποιες ήταν οι παθογένειες του ΕΣΥ πριν τη μνημονιακή λαίλαπα. Όπως μού εξηγεί «συνέπεια των κυρίαρχων αντιλήψεων ήταν η ανάπτυξη ενός νοσοκεντρικού και νοσοκομειοκεντρικού ΕΣΥ με γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και ιδιαίτερα σπάταλες επενδύσεις στην ιατρική τεχνολογία αλλά λιτότητα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Από την αρχή υποβαθμίστηκε η ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με τη δημιουργία Κέντρων Υγείας μόνον στην επαρχία και τη διαιώνιση του χάους στις πόλεις όπου η υγεία παραδόθηκε στους κανόνες της κερδοσκοπίας. Με αυτές τις εγγενείς αδυναμίες το ΕΣΥ αποδιαρθρώθηκε από τις επιθετικές πολιτικές λιτότητας από το 2009 μέχρι σήμερα, και γονατίζει από την τρομερή έκρηξη αναγκών που προκάλεσε η πανδημία. Η υλοποιούμενη ιδιωτικοποίηση και κατατεμάχιση των λειτουργιών του οδηγεί στην ουσιαστική διάλυσή του με αποτέλεσμα τη στέρηση κάθε πρόσβασης σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού».
ΜΝΗΜΟΝΙΑ: Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ «BANKSTERS» ΚΑΙ ΤΟ ΕΣΥ ΤΟΥ «5ΕΥΡΟΥ»
Τη στιγμή που ο Μαρκ Ρος, ο γνωστός τότε ανταποκριτής της «Le Monde» στο Λονδίνο έγραφε για την «Goldman Sachs» που «κυβερνά τον κόσμο» και για του «Banksters» που δημιούργησαν τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε ο πλανήτης μετά το 1929, ο ζουρλομανδύας των μνημονίων αποτελούσε τη νέα κανονικότητα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα στη συζήτηση που είχα μαζί του, μου εξηγούσε γιατί η «Lehman Brothers» δεν ήταν αυτή που πυροδότησε την οικονομική κρίση του 2008.
Αλλά αυτές είναι ιστορίες για κάποια άλλη φορά. Στο θέμα μας τώρα.
Μετά το αίτημα ένταξης της χώρας στις προστατευτικές… φτερούγες των γερακιών του ΔΝΤ το 2010, ήρθαν και οι πρώτοι νόμοι. Πιο συγκεκριμένα αυτοί αφορούσαν το διαχωρισμό των ταμείων και των κλάδων που σχετίζονταν με την υγεία από το σύστημα συνταξιοδότησης και από τον έλεγχο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, περνώντας πλέον υπό την εποπτεία του υπουργείου Υγείας. Επιπλέον εκείνο το διάστημα πέρασαν και τα ασφαλιστικά ταμεία στο ΕΣΥ, ενώ παράλληλα συστάθηκε το Συμβούλιο Συντονισμού στο υπουργείο Υγείας με αρμοδιότητα τη χάραξη πολιτικών με ενιαίους κανόνες στις υπηρεσίες υγείας τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Ένα άλλο μέτρο της περιόδου του… αυτονόητου κατά Αδωνι Γεωργιάδη, ήταν η λειτουργία του ΕΣΥ σε ολοήμερη βάση μέσω της «επέκτασης των εξωτερικών ιατρείων και τη διενέργεια πράξεων πέραν του τακτικού ωραρίου», εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα των πολιτών να επιλέξουν τον γιατρό που ήθελαν και αυξάνοντας τα έσοδα για τα νοσοκομεία. Μόνο που δίπλα στις λέξεις « επιλογή», « έσοδα» και « αύξηση» ήρθε να κολλήσει και το «5ευρω», το εισιτήριο που επιβλήθηκε για την είσοδο των ασθενών στα νοσοκομεία της χώρας.
Ίσως η συζήτηση περί μνημονίων και ΕΣΥ να έπρεπε να σταματήσει κάπου εδώ. Υπήρχε άραγε μεγαλύτερος ευτελισμός του αγαθού της υγείας από την καθιέρωση του εισιτηρίου των 5 ευρώ; Νομίζω η απάντηση είναι αυτονόητη. Ωστόσο έχει σημασία να θυμίσουμε και τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ το 2011 ως τον «μοναδικό ενιαίο πληρωτή» που ήρθε να κουμπώσει μαζί με την ένταξη των νοσοκομείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ. Γιατί να τα θυμίσουμε; Μα, γιατί πρόκειται για νομοθετήματα που έφεραν δομικές αλλαγές στο σύστημα συνοδευόμενα από όρους περί « εξυγίανσης» και «κόστους» και « οφέλους».
Αυτή η εισαγωγή του ωμού οικονομισμού στον κρίσιμο τομέα της Υγείας φανερώνεται και από την εντεινόμενη επίβλεψη των δαπανών της υγείας από το υπουργείο Οικονομικών σε μια ταμειακή βάση που μετρούσε έσοδα και δαπάνες. Για να είμαστε όμως δίκαιοι και να αποδίδουμε τα του καίσαρος τω καίσαρι, αυτή η μανατζερική αντιμετώπιση είχε αποτέλεσμα. Σχετική μελέτη της περιόδου από τον ΙΟΒΕ ανέφερε ότι τα μνημονιακά μέτρα έφεραν αύξηση της αποδοτικότητας των δημόσιων νοσοκομείων και συντέλεσαν ώστε να συμπιεσθεί το μισθολογικό κόστος. Όπως όμως είναι γνωστό, όταν ευημερούν οι αριθμοί δυστυχούν οι άνθρωποι. Προστρέχοντας στην έκθεση της «διαΝΕΟσις» , όπως με προέτρεψε ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κύριος Γ. Τούντας, διαβάζω ότι τα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας μείωσαν τη δημόσια δαπάνη υγείας κατά 2% ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 7% στο 5%) όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι στο 7%. Ως εκ τούτου το σύστημα αδυνατεί να παρέχει πλήρη και καθολική κάλυψη των αναγκών υγείας των πολιτών, διατηρεί την υψηλή αβεβαιότητα και τον κίνδυνο για τους πολίτες, οι οποίοι έτσι επιλέγουν την οδό των άμεσων πληρωμών και παραπληρωμών. «Ο ΕΟΠΥΥ- ανέφερε η Έκθεση- κατέληξε σε ένα υβρίδιο ‘’ ταμειακού κόφτη’’, χωρίς καθολική κάλυψη και μεγάλες ανισότητες μεταξύ των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού».
ΤΟ ΕΣΥ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ COVID-19
Το σημείωμα αυτό συντάσσεται όταν οι απώλειες από κορωνοϊό στην Ελλάδα ανέρχονται σε 34.779.
Αναμφίβολα, μεγάλος αριθμός, λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθυσμό της χώρας. Τι έφταιξε, υπάρχουν άλλοι καταλληλότεροι εμού να το απαντήσουν. Άλλοι, άνθρωποι της πρώτης γραμμής, όπως η Δήμητρα Σταματέλου, Παθολόγος, Επιμελήτρια Β, ΜSc Λοιμωξιολογίας και υποψήφια βουλευτής του ΚΚΕ στην Α’ Πειραιά. Το ερώτημα που έθεσα στην κυρία Σταματέλου σχετίζονταν με τη δική της εμπειρία από τη «μάχη» με τον ιό κατά την πανδημία. «Ατελείωτες ώρες δουλειάς και με δεμένα τα χέρια από την εγκληματική διαχείριση της κυβέρνησης» είναι ο τίτλος που θα μπορούσε να μπει στην κουβέντα μας. «Προειδοποιήσαμε για τις ανύπαρκτες υποδομές, τις ελλείψεις σε προσωπικό. Ξέραμε ότι δεν μπορούν να καλυφθούν τα τμήματα, να βγουν οι βάρδιες, να στελεχωθούν οι κλινικές COVID. Η στελέχωση τους έγινε κυρίως με μετακίνηση προσωπικού από άλλα τμήματα, από άλλα νοσοκομεία, ακόμα και από άλλες πόλεις. Καθημερινή αγωνία. Πόσες εισαγωγές μπήκαν; Πόσοι περιμένουν ακόμα; Είναι αρκετοί με αναπνευστική ανεπάρκεια, θα υπάρχει διαθέσιμος αναπνευστήρας; Η κορύφωση της φρίκης έγινε με τους δεκάδες ασθενείς που παρέμεναν διασωληνωμένοι στους κοινούς θαλάμους περιμένοντας, κάποιοι μάταια, ένα κρεβάτι σε ΜΕΘ».
Κι όσο αυτοί περίμεναν δίνοντας τον δικό τους αγώνας, μόνοι τους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της Βουλής διατείνονταν πως δεν έχει στα χέρια του κάποια μελέτη που να επιβεβαιώνει ότι οι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ έχουν μεγαλύτερη θνησιμότητα. «Η κυβέρνηση της ΝΔ έλεγε ψέματα για την ετοιμότητα του ΕΣΥ που όλες οι κυβερνήσεις διαδοχικά υποστελέχωσαν, υποχρηματοδότησαν και εμπορευματοποίησαν. Οι πολιτικές όλων τους οδήγησαν στη γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα υγείας που έκανε την πανδημία “ευκαιρία” για νέα κέρδη», καταλήγει στο σχόλιό της η συνομιλήτριά μου.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγείται και η κουβέντα μου με τον Ηλία Κονδύλη, αναπληρωτή καθηγητή στο Εργαστήριο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Γενικής Ιατρικής, Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία στο ΑΠΘ. Για τον κύριο Κονδύλη, παρά την πανθομολογούμενη κοινωνική σημασία των δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η στήριξή τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρξε πλημμελής. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του ο καθηγητής ανέφερε τα στοιχεία της πρόσφατης έρευνας του ΚΕΠΥ, βάσει της οποίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα νοσοκομεία του ΕΣΥ ενισχύθηκαν με μόλις 321 άτομα μόνιμο υγειονομικό προσωπικό. «Το παράθυρο ευκαιρίας για την ενίσχυση του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν αξιοποιήθηκε. Το δε μεσοπρόθεσμο σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προβλεπόμενη περιοριστική δημοσιονομική πολιτική της επόμενης τετραετίας, καταδεικνύουν ότι αυτό το παράθυρο ευκαιρίας χάθηκε οριστικά».
ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΙ; ΤΟ ΕΣΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ
Αυτή η ευκαιρία στην οποία αναφέρεται ο κύριος Κονδύλης ίσως είναι το κλειδί στην επιχείρηση απάντησης που θέτει το ερώτημα του υπότιτλου. Τι θέλω να πω; Για την Νέα Δημοκρατία και ένα συγκεκριμένο μπλοκ συμφερόντων η πανδημία ποτέ δεν αποτέλεσε παράθυρο για τη δημιουργία ενός σύγχρονου Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Θυμηθείτε τι έλεγε ο κύριος Στουρνάρας τον Μάιο του 2019 για τον ορισμό της Υγείας:
«Ο ευρύς αυτός ορισμός- σ.σ. του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας- που ξεπερνά αυτόν που συνήθως δίνεται από τις εθνικές πολιτικές Yγείας, – ενδέχεται- να αυξήσει τις ατομικές προσδοκίες σε επίπεδο που να σημαίνει όση περίθαλψη χρειαζόμαστε και θέλουμε, στον χρόνο που τη θέλουμε. Οι προσδοκίες (…)αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον ως ιδανικές, παρά ως ρεαλιστικές».
Τώρα, θα πει κάποιος, αυτά είναι ντοκουμέντα του 2019, η Νέα Δημοκρατία σήμερα εξαγγέλλει προσλήψεις χιλιάδων εργαζομένων στο ΕΣΥ την επόμενη τετραετία. Για να καταλάβω και εγώ τι ισχύει, απευθύνω το ερώτημα στον κ. Κονδύλη. Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, σύμφωνα με τον ίδιο, εξηγώντας ότι «το Υπουργείο Εσωτερικών υπολογίζει ότι κάθε έτος αποχωρούν από το δημόσιο σύστημα υγείας 3-3.5 χιλιάδες εργαζόμενοι, σε βάθος δηλαδή τετραετίας 12-15 χιλιάδες. Αν συνυπολογίσει δε κανείς ότι οι εξαγγελλόμενες προσλήψεις θα γίνουν δια της απορρόφησης των 11 χιλιάδων επικουρικών εργαζόμενων που ήδη υπηρετούν στο σύστημα υγείας, εύκολα μπορεί να συμπεραίνει κανείς ότι το ΕΣΥ στο τέλος της επόμενης τετραετίας (βάσει των προεκλογικών εξαγγελιών) θα έχει το ίδιο ή έως και 15 χιλιάδες λιγότερες εργαζόμενους σε σχέση με αυτούς που υπηρετούν σήμερα».
Και η λύση απέναντι στην αντιμετώπιση της Υγείας με όρους «Benefit- cost ratio» και τις τραγικές εικόνες με την απώλεια ανθρώπινων ζωών λόγω έλλειψης υγειονομικού προσωπικού ή μέσων, ρωτώ για τελευταία φορά τον συνομιλητή μου. «Δεν μπορεί παρά να ελπίζει κανείς ότι η παρέμβαση του οργανωμένου εργατικού και λαϊκού κινήματος θα ανακόψει αυτή τη δυσοίωνη προοπτική».