Από τον Πάνο Χριστοδούλου
Πρόσφατα βγήκε στους κινηματογράφους η εξαιρετική ταινία μυστηρίου “Έτερος Εγώ” του Σωτήρη Τσαφούλια. Η ταινία πρόκειται για μια αριστουργηματική ιστορία μυστηρίου και εκδίκησης. Η πλοκή κρατά το θεατή σε διαρκή αγωνία, το σενάριο είναι ευρηματικό, χωρίς υπερβολές (στις οποίες είναι επιρρεπής αρκετές φορές οι ελληνικές ταινίες) και δένει αρμονικά την εξιχνίαση εγκλημάτων, τον Πυθαγόρα, την εγκληματολογία και το δίκαιο μέσα σε έναν άδικο κόσμο. Δεν είναι όμως μόνο το σενάριο αλλά και η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και οι ερμηνείες κινούνται σε υψηλό επίπεδο και δεν υπολείπονται πουθενά σε ταινίες του είδους που προέρχονται από το Hollywood. Η ερωτική τάση των ηρώων κινείται χωρίς υπερβολές και διακριτικά στο φόντο. Η πόλη της Αθήνας αποτυπώνεται χωρίς εξωραϊσμούς. Τα αισθήματα των πρωταγωνιστών κορυφώνονται σταδιακά με το ερώτημα πως απαντά κάποιος στην αδικία να μην εξαντλείται σε εύκολα κλισέ.
Ο συνδυασμός των παραπάνω δύσκολα συναντάται όχι μόνο σε ελληνικές ταινίες αλλά γενικότερα στο είδος το οποίο κατακλύζεται το τελευταίο διάστημα από κοινοτοπίες τόσο στη δράση όσο και στο σενάριο. Παρόλαυτα με αφορμή την ταινία θα επιχειρηθεί μια αναδρομή στην ελληνική φιλμογραφία που αφορά τις ταινίες μυστηρίου και νουάρ. Αρχικά ο Δράκος το 1956 του Νίκου Κούνδουρου με τον Ντίνο Ηλιόπουλο που θεωρείται πλέον από τις πιο σημαντικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου. Συνέχεια πάλι στη δεκαετία του 50 η πρώτη μεταφορά του αστυνόμου Μπέκα, με το Έγκλημα στο Κολονάκι το 1959 με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και τη Μάρω Κοντού. Παρά το δυνατό σενάριο η πλοκή εγκλωβίζεται αρκετά στο ερωτικό συναίσθημα που αναπτύσσεται μεταξύ των πρωταγωνιστών.
Στο ίδιο μήκος κύματος το Έγκλημα στα Παρασκήνια που αφορά άλλη μια ιστορία του Αστυνόμου Μπέκα το 1960 με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Μάρω Κοντού. Σε πιο πολεμικό κλίμα με απαρχές την αντίσταση και μια προδοσία αφορά η ταινία του Νίκου Φώσκολου “Ο Δολοφόνος Αγαπούσε Πολύ” του Νίκου Φώσκολου το 1964. Δύο χρόνια αργότερα έρχεται το Ζ του Κώστα Γαβρά το οποίο περιγράφει τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και την περιπέτεια στους δρόμους του κράτους και του παρακράτους για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Οι ταινίες των δύο αυτών δεκαετιών με απαρχή την περιγραφή της αστικής τάξης στις Ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα, έχουν εκτός από αστυνομική και πολιτική χροιά. Την ίδια δεκαετία εμφανίζεται η ταινία “Ο Δολοφόνος Θα Ξαναχτυπήσει”, η οποία είναι ίσως η μόνη που πλησιάζει σε αρτιότητα το “Έτερος Εγώ”. Πρόκειται για Ελληνοκυπριακή Παραγωγή με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας περιστοιχισμένος από ένα εξαιρετικό καστ και μια υποδειγματική σκηνοθεσία, εφάμιλλη των ταινιών νουάρ της περιόδου.
Σε αντίθεση οι επόμενες τρεις δεκαετίες δεν εμφανίζουν κάποια ουσιαστική προσπάθεια στο χώρου του εγκλήματος, τουλάχιστον στη μεγάλη οθόνη. Ιδιαίτερα η πολιτικοπολιτιστική παρακμή της δεκαετίας του 80 και του 90 αποτυπώνεται σε παρωδίες ταινιών που κατακλύζουν πλέον τους κινηματογράφους. Τη δεκαετία του 2000 εμφανίζονται ταινίες στο οποίο το έγκλημα συνοδεύεται με τη δράση και λίγες δόσεις κοινωνικού προβληματισμού: ο Όμηρος (2005), η Κάθαρση (2009) και το Hardcore (2004). Την ιδια περίοδο εμφανίζεται η Νήσος (2009) του Χρήστου Δήμα, με ένα πολύ δυνατό καστ. Η ταινία συνδυάζει σε καλές αναλογίες το μυστήριο, την κωμωδία, τον έρωτα και τη διαφθορά των τοπικών αρχών ενός νησιού. Η ταινία αποκτά και συνέχεια το 2013, η οποία επικεντρώνεται εντονότερα στο κωμικό πεδίο.
Το 2010 εμφανίζεται η ερασιτεχνική παραγωγή “Όλοι ήταν ένοχοι”, γυρισμένη στα βουνά της Άρτας και των Ιωαννίνων. Αν και εμφανώς ερασιτεχνική διαθέτει πολύ πρωτότυπο σενάριο και καθηλωτική πλοκή. Αντίστοιχη ερασιτεχνική προσπάθεια που συνδυάζει πάλι το μεταφυσικό με το θρίλερ και το έγκλημα είναι το Γιαγιά διώξε τους δαίμονες. Και στις δύο ταινίες η τιμωρία αποκτά θεϊκά χαρακτηριστικά. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται ο Θάνατος που Ονειρεύτηκα του Παναγιώτη Κραβά, με πιο γκοθ αισθητική και υπόθεση. Ακολουθεί “ο Εχθρός μου” το 2013 που δε καταφέρνει να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στο μυστήριο, το δράμα και τις υπερβολικές αντιδράσεις των χαρακτήρων. Προσπαθεί να αντλήσει έμπνευση από αντίστοιχες ταινίες εκδίκησης του εξωτερικού (Taken) χωρίς να καταφέρνει να τις αποδώσει στην ελληνική πραγματικότητα. Την ίδια αποτυχία αλλά σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό φέρει και η ταινία Μαριονέττες (2015), που παρά το εντυπωσιακό καστ (Κιμούλης, Γεωργούλης, Νούσιας, Δραγούμη, Σακελαρίου, κ.α.) αποτελεί περισσότερο μια παρωδία του Μάτια Ερμητικά Κλειστά.
Συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχει περιορισμένη φιλμογραφία στις ταινίες που παντρεύουν το θρίλερ με το έγκλημα, πόσο μάλλον σε πετυχημένες παραγωγές. Η τομή του Έτερος Εγώ αφορά τόσο το επίπεδο της πληρότητας όσο και την ουσιαστική πρωτοτυπία του σεναρίου: είναι το πρώτο ελληνικό μαθηματικό θρίλερ και ένα από τα λίγα παγκοσμίως. Η βάση του είναι ο Πυθαγόρας και η θεωρία περί φίλιων αριθμών (δύο αριθμοί που ο ένας προκύπτει από την πρόσθεση των διαιρετών του άλλου. Η θεωρία στο φιλοσοφικό επίπεδο των Πυθαγόρειων προσπαθεί να αποτυπώσει τη συμπληρωματική αρμονία στη φύση, προσπαθώντας να βρει τους συμπληρωματικούς αριθμούς και ίσως τους συμπληρωματικούς ανθρώπους. Σε αυτό το επίπεδο η ταινία προκρίνει τη φιλία ως πρωταγωνιστή σε σχέση με τον έρωτα, αναδεικνύοντας τη δυναμική των γυναικών: δεν περιορίζονται στη μεμψιμοιρία αλλά αναλαμβάνουν δράση.
Το αποτέλεσμα της δράσης βέβαια είναι διφορούμενο. Ο καθηγητής εγκληματολογίας δε μπορεί να απαντήσει με καθαρό τρόπο στο δίλλημα της αυτοδικίας, αν και η απάντηση που έμεσα δίνει στο τέλος δικαιολογεί την αυτοδικία όταν η δικαιοσύνη δεν αποδίδεται με θεσμικό τρόπο. Δικαιολογεί αλλά δεν ευνοεί ούτε υιοθετεί. Με το δικό του παράδειγμα αποδεικνύει ότι η απάντηση είναι θέμα επιλογής. Ο ίδιος υπερνικά τους προσωπικούς του δαίμονες και καταφέρνει να επιστρέψει στη ζωή, μέσα από την αγάπη και όχι την εκδίκηση. Βέβαια οι συγκρούσεις είναι ιδιαίτερα έντονες, η διαφθορά και η αδικία ακόμα πιο εμφανής οπότε κάθε απάντηση είναι δύσκολη και επώδυνη. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η προηγούμενη ταινία του τσαφούλια, ο Κοινός Παρονομαστής, που με αντίστοιχο δύσκολο και ευρηματικό τρόπο πραγματεύεται το σεξισμό και τις σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκα: οι οπτικές αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
Αξίζει τέλος να γίνει μνεία στη σειρά Οι ιστορίες του Αστυνόμου Μπέκα. Αν και αφορά τη μικρή οθόνη, ο τρόπος γυρίσματος, η διάρκεια των επεισοδίων και το βάθος και η συνέχεια των χαρακτήρων πλησιάζουν τη μεγάλη οθόνη. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι η εμπιστοσύνη στην πρωτοτυπία και την τόλμη ανοίγουν δρόμους και δημιουργούν μεγάλες ταινίες, ενώ προσεγγίζουν με πιο ολοκληρωμένο τρόπο κοινωνικά ερωτήματα. Αρκεί κάποιος να τολμήσει.