**Από τις Ναταλία Ζαχαρτζή και Μελίνα Βλαχοπούλου
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Μέρος Α΄: Οι ετεροτοπίες του M. Foucault
Σύμφωνα με τον Φουκώ, κατά πάσα πιθανότητα, δεν υπάρχει πολιτισμός στον κόσμο που να μην συγκροτεί ετεροτοπίες. Ετεροτοπία είναι αυτός ο άλλος τόπος, ο υπαρκτός, ένα είδος αντί-τοποθεσίας στα πλαίσια του οποίου πραγματώνεται μια ουτοπία, ενώ λειτουργεί παράλληλα με τον υπόλοιπο κόσμο, σε ένα καθεστώς αναπαράστασης, αμφισβήτησης και αντιστροφής (Σταυρίδης, 2006). Αντίθετα με τις ουτοπίες που αποτελούν εικονικές αναπαραστάσεις του ιδανικού μιας κοινωνικής δομής, οι ετεροτοπίες είναι τόποι πραγματικοί εντός της κοινωνίας που εμπερικλείουν αντιθέσεις – χώροι στους οποίους αναδύονται σταθερά και εμφατικά οι αντιθέσεις των δομών της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Η έννοια της ετεροτοπίας, πραγματεύεται εξ ορισμού την έννοια του χώρου. Ξεκινώντας από το Μεσαίωνα, ο χώρος ήταν πραγματικός, αυστηρά προσδιορισμένος, ενώ όλα είχαν τη φυσική τους θέση. Στην εποχή του Γαλιλαίου δόθηκε στην έννοια του χώρου μια απεραντοσύνη, κίνηση, ταχύτητα, χρόνος. Στις μέρες μας η έννοια του χώρου αποτελεί μια ευρεία έννοια, που προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο δημογραφικά μέσω του χώρου που μας αναλογεί με βάση τον αριθμό του πληθυσμού της χώρας ή την ιδιοκτησία μας. Ο χώρος όμως δεν είναι κάτι φυσικό που μπορεί κανείς να μετρήσει γεωμετρικά αλλά προσδιορίζεται από τα υποκείμενα που τον αξιοποιούν ή τον βιώνουν (Λαδά, 2003). Έτσι, τόσο στη φωτογραφία 1 όσο και στη φωτογραφία 2 διακρίνουμε ένα χώρο που βιώνεται ως χώρος εξάρτησης από τα υποκείμενα που τον χρησιμοποιούν. Ο χώρος βέβαια, όπου βρίσκονται, βιώνεται ταυτόχρονα και ως χώρος αναψυχής από άλλα υποκείμενα. Διαφαίνεται λοιπόν η αμφίδρομη σχέση χώρου και ατόμου – ο χώρος αποκτά διαφορετική υπόσταση ανάλογα με τα άτομα που τον βιώνουν, αλλά και τον σκοπό για τον οποίο τον αξιοποιούν. Ένα πάρκο συμπαραθέτει περισσότερες από μια χωροθεσίες, που μπορούν να χαρακτηριστούν ασύμβατες μεταξύ τους. Στις φωτογραφίες 1 και 2 τα άτομα κάνουν χρήση παράνομων ουσιών και άρα καθιστούν το χώρο σε χώρο εξάρτησης. Ταυτόχρονα όμως ένας τέτοιος χώρος, χρησιμοποιείται και ως χώρος αναψυχής από γονείς, παιδιά, νέους, φοιτητές, ηλικιωμένους, ΑΜΕΑ κ.α.
Στις φωτογραφίες μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που ορίζει ο Φουκώ ως ετεροτοπίες παρέκκλισης. Οι ετεροτοπίες παρέκκλισης ή απόκλισης είναι οι τόποι που απευθύνονται σε άτομα με συμπεριφορά αποκλίνουσα από τη νόρμα που ορίζει η κοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας οδήγησε το άτομο στη θεοποίηση της ύλης και σε ένα μόνιμο κυνήγι του ευδαιμονισμού μέσω των χρηματικά αποκτηθέντων αγαθών. Η επικοινωνία, οι ουσιαστικές σχέσεις, η αλληλεγγύη είναι έννοιες που αγγίζονται μόνο επιφανειακά και οι άνθρωποι κλείνονται μέσα σε ένα “εγώ”, που για να επιτύχει πρέπει να παράγει και να καταναλώνει αφειδώς. Οι πρωταγωνιστές στις φωτογραφίες 1 και 2 είναι άνθρωποι που δεν ταιριάζουν στους κόλπους μιας τέτοιας κοινωνίας. Είναι εξαθλιωμένες φιγούρες, χωρίς όνομα και ταυτόχρονα χωρίς οντότητα, χωρίς σκοπό ύπαρξης και χωρίς κοινωνικούς δεσμούς (Μάτσα, 2006). Οι εικόνες αυτές αντιτίθενται στη λάμψη που θέλει να ορίζει ο κόσμος του χρήματος, της πληθώρας αγαθών και των χαμογελαστών προσωπείων. Μέσα σε μια τέτοια εικονική πραγματικότητα, η ετεροτοπία της πιάτσας μοιάζει σαν ο μόνος χώρος όπου ο εξαρτημένος νοιώθει την άνευ όρων αποδοχή, μπορεί ελεύθερα να εκφραστεί χωρίς να νοιώθει απόρριψη, φόβο ή αποστροφή. Είναι ένας τόπος “κοινωνικής εξορίας μέσα στις ίδιες τις πόλεις μας” (Γαζγαλίδης, 2009).
Η πιάτσα βέβαια, ως χώρος εξάρτησης και χρήσης δεν είχε διαχρονικά ούτε αυτή την εικόνα, ούτε αυτή τη χρησιμότητα. Το 19ο αιώνα το όπιο ήταν μια νέα ουσία που θεωρούνταν φαρμακευτική καθώς λειτουργούσε ως αναλγητικό. Η χρήση λοιπόν ήταν νόμιμη και γινόταν ευρέως στον ιατρικό κόσμο. Η ίδια ουσία χρησιμοποιούνταν και από τον αγροτικό πληθυσμό στον Ελλαδικό χώρο ως υπνωτικό για τα παιδιά – έβαζαν τα παιδιά για ύπνο, για να μπορέσουν να πάνε στις αγροτικές του εργασίες. Από την ποινικοποίηση του και μετά θεωρήθηκε κοινωνικός κίνδυνος και η χρήση του γινόταν κυρίως από τον ανδρικό πληθυσμό, που ανήκε στα λαϊκά ή κατώτερα στρώματα αλλά και από τον “καλλιτεχνικό κόσμο” ο οποίος οριζόταν ως αντισυμβατικός και επαναστατικός. Βλέπουμε λοιπόν ότι από την ποινικοποίηση της ουσίας και μετά, η χρήση περιθωριοποιείται και οι χρήστες θεωρούνται απόκληροι (νόμος περί αλητείας και επαιτείας – Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 1919), αλλά όχι αποκομμένοι από τους κοινωνικούς δεσμούς. Πολλοί από αυτούς κάνουν κάποιο επάγγελμα και είναι ενεργά μέλη της κοινότητας.
Η εποχή του Μεσοπολέμου ήταν το μεταβατικό στάδιο από τη χρήση στην εξάρτηση ως αναγνωρισμένου φαινομένου. Ταυτόχρονα οι χώροι χρήσης και εξάρτησης διαφοροποιήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Τότε ήταν οι λεγόμενοι “τεκέδες” για τους “χασισοπότες” και τους “πρεζάκηδες”, χώροι σαφώς οριοθετημένοι χωροταξικά εντός τοίχων. Στο πέρασμα των χρόνων ο χώρος της πιάτσας υπάρχει και στο εξωτερικό περιβάλλον σε περιοχές περιμετρικά της πόλης, μακριά από κατοικημένες περιοχές, περιοχές που χαρακτηρίζονταν υποβαθμισμένες ενώ οι άνθρωποι που πήγαιναν εκεί θεωρούνταν περιθωριακοί. Στην πάροδο των χρόνων όμως οι πιάτσες άρχισαν να μετακινούνται εντός του κέντρου της πόλης, σε περιοχές όπου συνυπάρχουν με τους “κοινωνικά ενταγμένους” πληθυσμούς και καθίστανται ορατές.
Και στις δύο φωτογραφίες, οι απεικονιζόμενοι κάνουν χρήση παράνομων ουσιών μέσα σε πάρκο. Οι απεικονιζόμενοι και στις δύο φωτογραφίες βρίσκονται σε χώρο εντός πόλης και ικανοποιούν την έξη τους όντας στον ετεροτοπικό τους χώρο, αλλά ταυτόχρονα ορατοί από τους άλλους. Ο χώρος όπου βρίσκονται και ο χώρος που δημιουργούν είναι εκρηκτικά ετερόκλητοι. Πρόκειται για τη δημιουργία της αταξίας μέσα σε ένα πλαίσιο ευταξίας (Σταυρίδης, 2006). Τούτο ίσως οδηγεί στον ισχυρισμό ότι τα υπο-κείμενα, που ανήκουν στις πιάτσες, ελέγχονται πιο εύκολα όταν βρίσκονται εντός – γιατί είναι ορατές. Όλοι γνωρίζουν πού είναι, ποια είναι τα μέλη της, τις ώρες που δραστηριοποιούνται. Εμβαθύνοντας στη λογική του ελέγχου βέβαια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η διατήρηση της χρήσης και η “νομιμοποίησή” της μέσω της αποδοχής της συνύπαρξης με τους άλλους, αλλά στο περιθώριο, καθιστά εφικτό και μιας άλλης μορφής έλεγχο (Μάτσα, 2006). Δείχνει μια φαινομενική αποδοχή και ταυτόχρονα διασφαλίζει ότι ο εξαρτημένος δε θα μπορέσει ποτέ να χωρίσει από την ουσία, η αναζήτηση της θα αποτελεί τη μόνη του έννοια και έτσι η συντήρηση της εξάρτησης γίνεται τρόπος ζωής τόσο για τον ίδιο όσο και βαθιά οικείο για τον περίγυρο. Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πιάτσες μετακινούνται είτε ακούσια, είτε εκούσια σε περιοχές της πόλης οι οποίες για κάποιους λόγους (πολιτικούς ή οικονομικούς) χρειάζεται να χαρακτηριστούν ως υποβαθμισμένες για ένα χρονικό διάστημα.
Η ετεροτοπία του πάρκου ως χώρος εξάρτησης θα μπορούσε να ενέχει και τον ορισμό της ετεροχρονίας. Ως τοπικά ορισμένος χώρος, το πάρκο συνιστά έναν χώρο που χρησιμεύει για χαλάρωση, απεμπλοκή από την καθημερινότητα και τα προβλήματα που τη διέπουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας χώρος που χρησιμοποιείται από τα υποκείμενα για να σταματήσουν για λίγο το χρόνο και την πίεση που προκαλεί η έλλειψή του. Μέσα στο χώρο της πιάτσας βέβαια συντελείται και μια δεύτερη ετεροχρονία. Η χρήση αυτή καθεαυτή γίνεται με στόχο την αποφυγή της πραγματικότητας, την απάλυνση του ψυχικού πόνου που βιώνει ο εξαρτημένος στον πραγματικό χρόνο, την άμβλυνση του συναισθήματος (Μάτσα, 2007). Η χρήση μπορεί να φέρει τον εξαρτημένο σε απόλυτη ρήξη με τον πραγματικά βιωμένο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν κάποιος μπαίνει σε θεραπεία απεξαρτησης, ο πραγματικά βιωμένος του χρόνος υπάρχει μέχρι την ηλικία εγκαθίδρυσης της εξάρτησης. Από εκεί και πέρα μπορεί να υπάρχει η έννοια του χρόνου όπως την κατανοούμε οι “υγιείς” άνθρωποι, αλλά ο χρόνος αυτός δεν αποτελεί ούτε καν μνήμη για τον εξαρτημένο.
Η πέμπτη αρχή των ετεροτοπιών προϋποθέτει να υπάρχει πάντα ένα σύστημα διάνοιξης και περίκλεισης, το οποίο να τις καθιστά εξίσου απομονωμένες και προσβάσιμες. Και στις δύο φωτογραφίες ο χώρος όπου γίνεται η χρήση είναι ανοιχτός και άρα προσβάσιμος από όλο το κοινωνικό σύνολο. Παρόλα αυτά, για να ενταχθεί κανείς στο μικρόκοσμο της πιάτσας, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να ανήκει. Αυτό προϋποθέτει τόσο την προσήνεια στην εξωτερική εμφάνιση, όσο και στο λόγο ή στις ανάγκες που εξυπηρετεί η εν λόγω ένταξη. Ένας άνθρωπος που δεν συνοδεύεται από αυτά τα χαρακτηριστικά, αν προσεγγίσει τότε θα θεωρηθεί απειλή για το μικροσύστημα των μελών της πιάτσας και φυσικά ανεπιθύμητος.
Τέλος, ως ετεροτοπία των “ψευδαισθήσεων” η πιάτσα βρίσκεται στο χώρο του πάρκου αμφισβητώντας έτσι τον ορθολογισμό του, μέσα από συνυπάρξεις: της ευημερίας με την παρακμή, του “καλού” και του “κακού”, των αντιθέσεων σε ένα μόνο πραγματικό τόπο. Το πάρκο είναι χώρος χαλάρωσης, χαράς όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να περάσουν όμορφα, να χαρούν τον ήλιο, να γυμναστούν να ψυχαγωγηθούν, να έρθουν σε επαφή με τη φύση όντας μέσα στην πόλη. Η ύπαρξη και μόνο της πιάτσας ως χώρος διακίνησης και χρήσης παράνομων ουσιών, έρχεται να αμφισβητήσει τη δομή της κοινωνικής πραγματικότητας λειτουργώντας όπως το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ – μια κοινωνία που στην επιφάνεια είναι όμορφη αλλά στο εσωτερικό της σαπίζει και αργοπεθαίνει.
* Συντετμημένη εκδοχή εργασίας, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού «Ποινικό Δίκαιο και Εξαρτήσεις» του ΑΠΘ.
** Εργαζόμενες στο Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Δ. Θεσσαλονίκης «ΣΕΙΡΙΟΣ»
Βιβλιογραφικές Πηγές:
iefimerida. (2013, 11.5). iefimerida ellada. Ανάκτηση 1 7, 2018, από Οι ναρκωμανείς και τα σκέκια της Αθήνας – Εικόνες του φωτογράφου Δημήτρη Μπούρα που προκαλούν φόβο : https://bit.ly/2DSyHBI
Γαζγαλίδης, Κ. (2009, 5 14). Η πιάτσα. ΑΥΓΗ , σσ. 1-2.
Λαδά, Σ. (2003). ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ: Αρχικές προσεγγίσεις και νέα ερωτήματα ή μεταξύ ορατών και αοράτων. Το φύλο, τόπος συνάντησεις των επιστημών: Ένας πρώτος ελληνικός απολογισμός (σσ. 1-8). Μυτιλήνη: Πανεπιστημίο Αιγαίου.
Μάτσα, Κ. (2006). Κοινωνικός αποκλεισμός και τοξικομανία: Όψεις της βιοπολιτικής εξουσίας. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ , 66-76.
Μάτσα, Κ. (2007). ΨΑΞΑΜΕ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΒΡΗΚΑΜΕ ΣΚΙΕΣ… ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑΣ. ΑΘΗΝΑ: ΑΓΡΑ.
Σταυρίδης, Σ. (2006). Ο χώρος της τάξης και οι ετεροτοπίες: ο Φουκώ ως γεωγράφος της ετεροτοπίας. Ουτοπία , 145-158.