Από τον Θανάση Ξένο
Συνάντησα ένα φίλο προχθές από τα φοιτητικά μου χρόνια. Είναι από εκείνους τους φίλους που μπορεί να κάνεις χρόνια να τους δεις αλλά σαν ξαναβρεθείτε ξεκινάς τη συζήτηση από το ίδιο ακριβώς σημείο που είχες σταματήσει την τελευταία φορά. Καμία παρεξήγηση αν δεν τον πήρα όλα αυτά τα χρόνια να του ευχηθώ στα γενέθλιά του, καμία κακία αν δεν με πήρε να δει απλώς τι κάνω.
Γνωριστήκαμε στα είκοσι περίπου και δεθήκαμε, όπως είναι σύνηθες σε αυτές τις ηλικίες, εν μέσω μιας έντονης ερωτικής του περιπέτειας. Και ναι είναι η ζωή που κύκλους κάνει και η μοίρα η αναπόφευκτη που ανταμώσαμε ξανά. Που ανταμώσαμε για να μου πει την ίδια ιστορία που μας ένωσε, με άλλους πρωταγωνιστές όμως. Στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν.
Δεν είναι όμως ούτε η ιστορία καθεαυτή που “έβλεπα” να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν έργο εκ νέου σκηνοθετημένο αλλά ούτε και οι πρωταγωνιστές της που με ξάφνιασαν τόσο όσο ένα ερώτημα που τέθηκε όπως τότε έτσι και τώρα. Ένα ερώτημα σαν άσκηση μαθηματικών, σαν τελευταίο θέμα εξετάσεων.
«Σύμφωνα με το Εξίσωση των Τριών όπου στους Ψ και Ω ενδιάμεσα ξάφνου εμφανίζεται ο άγνωστος Χ και γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα της εξίσωσης είναι η διαίρεση του Ψ και του Ω παρακαλούμε όπως αποδείξετε αν ο άγνωστος Χ ήταν η αιτία ή η αφορμή. Αιτία ή αφορμή της διαίρεσης, του χωρισμού του Ψ με τον Ω.»
Στα είκοσι είχε το θράσος να απευθύνει ο ίδιος το ερώτημα περιμένοντας την απάντηση που θα τον έχρηζε κατακτητή, που θα ανέβαζε το εγώ του και θα του χάριζε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Και πήρε όντως την απάντηση που γύρευε, ήταν η αιτία της διαίρεσης του Ψ και του Ω. Άσχετα αν υπήρχε έρωτας, συναίσθημα, αθωότητα και διόλου δόλος. Δεν ήταν όντως αυτοσκοπός του η διαίρεση αλλά το αποτέλεσμα ήταν αυτό. Ένα μήνα μετά ο κατακτητής έχασε το χαμόγελό του και έμαθε με το δύσκολο τρόπο πως όσο γρήγορα ανεβάζεις το εγώ σου σε πολλαπλάσια ταχύτητα γίνεται κομμάτια.
Στο τώρα, βρέθηκε ξανά να είναι ο άγνωστος Χ μα αυτή τη φορά το ερώτημα τέθηκε από την άλλη πλευρά και ευτυχώς για την καθαρότητα της συνείδησής του σε πολύ πρώιμο στάδιο του προβλήματος. Ένα πρόβλημα που ζητούσε λύση πριν καν προκύψει.
«Σε περίπτωση που υπάρξει διαίρεση ο Χ θα είναι αιτία ή αφορμή;»
Και ήταν εκείνη η στιγμή της συζήτησης που σκέφτηκα ότι ο μπαγάσας βρήκε την απάντηση, βρήκε τρόπο να τεκμηριώσει τη μια ή την άλλη λύση. Για άλλη μια φορά όμως ξαφνιάστηκα.
Για εκείνον τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Ο ίδιος δεν ήθελε να είναι ούτε αιτία ούτε αφορμή, δεν ήθελε να πάρει κανέναν από τους δύο ρόλους. Ήταν προφανές στη δική του σκέψη ότι αν κάποιος θέλει να βγει από μια σχέση ακούγεται το λιγότερο ως δικαιολογία να ψάχνει εξιλαστήριο θύμα ή κάποιον να του φορτώσει τυχόν ενοχές, να ψάχνει μια αφορμή. Δέχεται ότι δεν μπορούν όλοι να αποφασίζουν επιλέγοντας μαύρο ή άσπρο, όλα ή τίποτα αλλά ο ίδιος έδειχνε χαρούμενος με την επιλογή του να σταματήσει να μπλέκει σε τέτοια αδιέξοδα. Καμία διάθεση να γίνεται η αιτία, διαιρέτης. Σκληρό αλλά δεν ήταν πια διαθέσιμος για ανθρώπους που έχουν «εκκρεμότητες».
Μόνο που δεν έμεινε στην απόρριψη των δύο ρόλων. Ξέροντας ότι ακόμα και αν καταφέρεις να παραμείνεις ο ίδιος στην εξίσωση μετά την διαίρεση το πιθανότερο είναι να αποτελέσεις μια ενδιάμεση κατάσταση. Γιατί τελικά ο καθένας μας αυτό που αναζητεί δεν είναι να αποτελεί μέρος μια εξίσωσης, να εξαρτάται από κάποιον άλλο παράγοντα. Όλοι μας έχουμε ανάγκη να αυτοπροσδιοριζόμαστε, όχι να μας ορίζει μια συνθήκη ή ένας άγνωστος Χ. Όταν νιώσεις δυνατός να σταθείς χωρίς συν ή πλην και το ίσον είσαι εσύ ο ίδιος, τότε μόνο θα μπορείς να πας πιο πέρα. Εκεί που το ίσον θα είναι ο σύντροφός σου, χωρίς καμία άλλη συνθήκη.
Σε μια εξίσωση υπάρχουν κανόνες και πρέπει και ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένο. Στη ζωή του αυτά τα πρέπει δεν είχαν χώρο πλέον, το αποτέλεσμα κάθε μέρας που περνά είναι διαφορετικό και εκεί κρύβεται η μαγεία. Και στο τέλος ο εγωισμός που του έμεινε, εκείνος που επέβαλε να μη δέχεται συμβιβασμό, πρόσταζε να είναι αιτία και αφορμή για όλα όσα συμβαίνουν στο σύντροφό του, και το αντίστροφο.
Αιτία για το χαμόγελό του. Αφορμή για μια εκδρομή.
Αφορμή να λέει το σ’ αγαπώ. Αιτία να αγαπά!
Θανάσης Ξένος, για το Νόστιμον ήμαρ.