Από τους Γιώργο Τσιρίδη και Δημήτρη Παπανικολόπουλο
Το ερώτημα «πώς έπεσε η χούντα» έχει απασχολήσει τους κοινωνικούς επιστήμονες της μεταπολιτευτικής γενιάς, χωρίς όμως, κατά τη γνώμη μας, να έχει δοθεί ικανοποιητική απάντηση. Όχι τόσο γιατί ενδεχομένως κάποιες κρίσιμες πληροφορίες που αφορούν τις «υψηλές» επαφές εγχώριων και διεθνών παραγόντων δεν είναι σε ικανοποιητικό βαθμό γνωστές, αλλά διότι υπάρχει τουλάχιστον ένας παράγοντας που δεν έχει ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν: Ο λαός. Όχι ο λαός ως οργανωμένη ή ανοργάνωτη πολιτική δύναμη, αλλά ο λαός ως στρατός. Δηλαδή, δεν έχει συνυπολογιστεί στην πολιτική εξίσωση του Ιουλίου του ’74 ένας από τους πλέον κρίσιμους παράγοντες: Οι επίστρατοι.
Είχε προηγηθεί η πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης του στρατεύματος την επομένη της στρατιωτικής ήττας στην Αφρική. Η ελληνική χούντα είχε ήδη αντιμετωπίσει κινδύνους προερχόμενους από το στράτευμα (βασιλικό αντικίνημα, αποστασία αντιτορπιλικού “Βέλος”), ενώ μόνο την τριετία ’67-’70 είχε αποστρατεύσει 970 αξιωματικούς του Στρατού Ξηράς. Και “γενικά ήτανε λίγο φοβισμένοι με τους νέους” που ενέτασσαν κατά χιλιάδες στο στράτευμα για να τους “αναμορφώσουν”, όπως θυμάται ο Αντώνης Σαχπεκίδης, που είχε πάει για “αναμόρφωση”. Οι φόβοι, λοιπόν, του καθεστώτος για απείθεια του στρατεύματος δεν ήταν αβάσιμοι και επανήλθαν με την επιστράτευση που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη μαζική ένταξη στο στράτευμα μεγάλου αριθμού δημοκρατών πολιτών, η οποία δημιούργησε εκ νέου τις προϋποθέσεις για επανεμφάνιση αμφισβητησιακών καταστάσεων.
Στον χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η επιστράτευση δεν κλιμακώνονται τα γεγονότα στο στρατιωτικό μέτωπο, αλλά στο πολιτικό μέτωπο. Η στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου είναι γεγονός και όλα βαίνουν προς εκτόνωση της κρίσης και στρατιωτική ανακωχή μεταξύ των εμπόλεμων. Οι δικτάτορες στρέφονται τότε στο ζήτημα του μέλλοντος του καθεστώτος, προσπαθώντας να διερευνήσουν τις δυνατότητες διατήρησής του. Γιατί συνέβαινε αυτό; Ποιος απειλούσε το καθεστώς; Ύστερα από τη διενέργεια σειράς συνεντεύξεων με επίστρατους του ’74, συλλέξαμε στοιχεία που υποστηρίζουν μια διαφορετική εξήγηση για την πτώση της χούντας: Την απειλή των επίστρατων.
Αναλάβαμε, με λίγα λόγια, την ερευνητική πρόκληση που ο Αντώνης Λιάκος εισηγήθηκε σε πρόσφατη μαρτυρία του για τα γεγονότα της επιστράτευσης: «Η στιγμή όμως έχει τη σημασία της. Κι εκείνη η στιγμή κενού, ανάμεσα σε ένα καθεστώς που δεν υπήρχε πλέον και σε ένα άλλο που δεν είχε γεννηθεί ακόμη, έχει να κάνει με μια άλλη ιστορία που θα πρέπει κάποτε να διερευνήσουμε πιο συστηματικά. Ποια ήταν η κατάσταση του στρατού στις μονάδες μετά την επιστράτευση; Ποια σχέση έχει αυτή η κατάσταση με την άτακτη εγκατάλειψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς; Τι συνέβη στις μονάδες, στο πέρασμα από τη μία εξουσία στην άλλη;»[1]
Οι μαρτυρίες
Ο Γιάννης Κοροβέσης δίνει την εξής εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στο στράτευμα τις μέρες της επιστράτευσης:
«Από τη στιγμή που ο κόσμος που ήτανε στο Πολυτεχνείο μπήκε μέσα στο στρατό, στην επιστράτευση, είπε ‘εμείς δεν πολεμάμε γι’ αυτούς. Θα σας καθαρίσουμε μαλάκες’. Πράγμα το οποίο δεν το λένε. Δεν το λέει κανένας αυτό. Αυτοί που επιστρατεύσανε ήτανε μέχρι 40 χρονών. Μπαίνοντας λοιπόν αυτοί, που ήταν η γενιά που μεγάλωσε στη διάρκεια της χούντας, μπαίνοντας στο στρατό και βλέποντας μια διαλυμένη ιστορία, είπε ‘μαλάκες, έτσι και κουνηθείτε θα σας [πολεμήσουμε] εμείς με τα όπλα που μας δώσατε’. Αυτό δεν είναι που το λέω εγώ. Το είπανε σε αξιωματικούς, το είπανε σε έφεδρους. Η σύνθεση του στρατεύματος άλλαξε. Μπήκαν πολίτες μέσα οι οποίοι δεν είχανε καμία υποχρέωση. Αυτό το φοβήθηκε και ο Ιωαννίδης και οι Αμερικάνοι. Εκεί ο στρατός παρέδωσε τρέχοντας, γιατί φοβήθηκε μη γίνει κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό. […]Ο κόσμος αντίθετος και ο στρατός διαλυμένος. Είναι κίνδυνος άμεσος για κατάρρευση του καθεστώτος. Οι αξιωματικοί ήταν χεσμένοι. Τσιμουδιά»[2].
Την εικόνα αυτή επιβεβαιώνει και ο Θόδωρος Μαλικιώσης, που εκείνες τις μέρες έψαχνε σε όλα τα στρατόπεδα τον κουνιάδο του.
«Πήραν όλοι όπλα. Δεν λειτούργησαν τα γραφεία του στρατού που απομόνωναν τους αριστερούς. […] Ο στρατός είχε παραδοθεί τελείως στον κόσμο. Δηλαδή αν υπήρχε ένα συγκροτημένο επαναστατικό υποκείμενο…. Όχι υπερβολικά πράγματα, γιατί αυτό ενδεχομένως να φούντωνε. Η αίσθηση που δημιουργήθηκε στον κόσμο: πρώτα απ’ όλα υπήρχε μια ριζική μεταβολή της συμπεριφοράς: Αυτοί οι επικεφαλής των μονάδων είχανε γίνει αρνάκια. Προσπαθούσαν να μην οξύνουν τα πράγματα, να μην έρθουν σε συγκρούσεις με τους απλούς στρατιώτες. Είχανε χάσει τα αυγά με τα πασχάλια. Δεν ήτανε καθόλου προετοιμασμένοι για αυτή την υπόθεση. […]Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό η απειλή [μιας επανάστασης] λειτούργησε στο μυαλό κάποιων ανθρώπων. Γιατί μέσα στους στρατευμένους ήταν και σύντροφοι που είχαν φυλακιστεί, βασανιστεί, ήταν σε οργανώσεις. Η συμπεριφορά των αξιωματικών ήτανε ήπια. Ο τσαμπουκάς του λοχαγού και του λοχία δεν υπήρχε. Θυμάμαι πάντως ένα πλήθος ζωντανό στα κέντρα τα στρατιωτικά, όπου λες και ο απλός κόσμος που ήταν μαζεμένος ήταν ο κυρίαρχος. Από εκεί και πέρα κάποιοι αρμόδιοι αξιωματικοί απλώς δίνανε πληροφορίες. Η μάζα αυτή του κόσμου ήτανε κυρίαρχη».[3]
Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν οι επίστρατοι ή «ενεργές μειονότητες» στο εσωτερικό τους είχαν στο μυαλό τους να αντιπαρατεθούν ένοπλα με τους χουντικούς αξιωματικούς, ξεκινώντας ουσιαστικά μια επανάσταση, το σίγουρο είναι ότι είχαν αρθεί τα προσκόμματα για κάτι τέτοιο και κανείς δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Σταυρόπουλος, επίστρατος του ’74 σε μονάδα της Παιανίας,
«οι αξιωματικοί είχαν εξαφανιστεί, είχανε λουφάξει. Δε βρίσκαμε αξιωματικούς ανώτερους, μόνο κάτι κατώτερους, που μας φερόντουσαν δουλικά. […] Τους αξιωματικούς αυτούς δεν τους υπολογίζαμε, ό,τι θέλαμε κάναμε. […] Είχαμε ένα ένστικτο να είμαστε όλοι μαζί ενωμένοι, δεν τολμούσε κανείς να μας πει τίποτα»[4].
Ο Αντώνης Λιάκος μεταφέρει την ίδια εικόνα από τη μεταφορά του τάγματός του με καράβι από τη Θεσσαλονίκη μέσω Πειραιά με προορισμό την Κύπρο (τελικά άλλαξαν προορισμό για Μυτιλήνη).
«Εκείνο που θυμάμαι πάντως ήταν ότι οι θυμωμένοι επιστρατευμένοι είχαν κλείσει στο σαλόνι τους αξιωματικούς, που δεν τολμούσαν άλλωστε να ξεμυτίσουν». «Οι έφεδροι, αγανακτισμένοι όπως ήρθαν, έδωσαν τη χαριστική βολή στην πειθαρχία. […] Δεν λογάριαζαν τους αξιωματικούς και τους έβριζαν ανοικτά. […] Κυκλοφορούσαν σκοτεινές φήμες για εμφύλια σύρραξη, τις οποίες επέτεινε το γεγονός ότι οι αξιωματικοί είχαν κλειστεί στα βαγόνια τους, αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τους φαντάρους»[5].
Αυτή η αναμονή άραγε πόσο μπορούσε να κρατήσει; Αυτή η απείθεια πώς μπορούσε να μετατραπεί πάλι σε πειθήνια στάση;
Σε σχέση με αυτό το ερώτημα, καθώς και με τον προσδιορισμό του εξεγερσιακού δυναμικού εκείνη τη στιγμή, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μαρτυρία του Στέργιου Κατσαρού, ο οποίος βρέθηκε ως επίστρατος στο στρατόπεδο της Πτολεμαϊδας και ως μέλος των δυνάμεων της λεγόμενης «νέας» αριστεράς διερευνούσε τη δυνατότητα ένοπλης εξέγερσης εκ μέρους των φαντάρων. Γράφει χαρακτηριστικά για το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των φαντάρων:
«Στις συζητήσεις αποκαλύπτονταν αδύναμοι μικροαστοί που μόνη τους έγνοια ήταν πως άφησαν τις δουλειές τους, τις σπουδές τους, τις οικογένειές τους ή ακόμα και το χουζούρι τους. ωστόσο και μόνο η παρουσία τους στο στρατό δυνάμει μπορούσε να αποτελέσει μια φοβερή βόμβα για το ίδιο το σύστημα. Καταρχήν η ίδια η εμφάνισή τους ήταν ντε φάκτο άρνηση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Οι προσπάθειες της ιεραρχίας να αλλάξει αυτή την εμφάνιση συνάντησε αποτελεσματική αντίσταση. Κανένας δεν έκοψε τα μαλλιά ή το μούσι του. Η πατριωτική προπαγάνδα τους άφηνε αδιάφορους. Δεν έβρισκαν κανένα νόημα στον πόλεμο. Το μόνο που ήθελαν ήταν να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτή η ταλαιπωρία. Παρακολουθούσαν τις ειδήσεις και δεν έκρυβαν την απέχθειά τους για τις πολεμικές συγκρούσεις. Ήταν φανερό ότι σε περίπτωση σύρραξης, οι λιποταξίες καθώς και οι εκτελέσεις αξιωματικών θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Η διάλυση του στρατού που είναι και το πιο σημαντικό γνώρισμα της επαναστατικής κατάστασης, ήταν κάτι παραπάνω από φανερή»[6].
Στη συνέχεια μπήκε μαζί με τους άλλους επίστρατους του τάγματός του σε αρματαγωγό με προορισμό την Κύπρο (τελικά κατέληξαν στην Κρήτη), όπου, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «οι ιωαννιδικές μονάδες καθηλώθηκαν στην Κρήτη, περικυκλωμένες από επίστρατους Κρητικούς που η νομιμοφροσύνη τους στη δημοκρατία γενικά είναι γνωστή»[7]. Στη διάρκεια του ταξιδιού (και σε αυτή την περίπτωση) οι επίστρατοι έδειξαν τις εχθρικές τους διαθέσεις στους αξιωματικούς[8].
Οι αξιωματικοί
Ποια είναι όμως η αναπαράσταση των αξιωματικών για την κατάσταση αυτή; Θα είχε ενδιαφέρον να τη γνωρίζουμε προκειμένου να διακριβώσουμε το μέγεθος της απειλής που οι ίδιοι ένιωθαν και να είμαστε πιο σίγουροι για τις αποφάνσεις μας. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδεικνύεται διόλου εύκολο για τους εξής λόγους:
α) οι απόστρατοι αξιωματικοί που ήταν βαθμοφόροι κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης αρνούνται συνήθως να παραχωρήσουν συνέντευξη,
β) οι αναφορές και τα ημερολόγια των διαφόρων σωμάτων στρατού, που απόκεινται στη βιβλιοθήκη του ΓΕΣ, δεν δίνουν την παραμικρή ενδιαφέρουσα σχετική πληροφορία,
γ) η Στρατιωτική Επιθεώρηση, το περιοδικό του στρατού, που επίσης βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του ΓΕΣ, δεν κατέγραψε καμία σχετική μαρτυρία.
Κατά συνέπεια, η άποψη που διατυπώσαμε πιο πάνω, σύμφωνα με την οποία σπάνια οι (στρατιωτικές εν προκειμένω) ελίτ παραδέχονται τους φόβους τους σε επίσημα κείμενα και, άρα, σπάνια αφήνουν τέτοια τεκμήρια, φαίνεται βάσιμη.
Παρόλα αυτά εξασφαλίσαμε τη μαρτυρία ενός έφεδρου αξιωματικού, του Μπάμπη Σαχτούρη, ο οποίος υπηρέτησε στη Χίο και επιστράτευσε ένα λόχο από ντόπιους πολίτες, καθώς και το 528ο τάγμα από το Αμύνταιο, που έφτασε στη Χίο στις 23 Ιουλίου. Με την επιστράτευση επικράτησε «χάος» και «δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει κανένας μας, αν οι Τούρκοι κάνανε μία απόβαση», ισχυρίζεται ο Μ.Σ. Στις συζητήσεις τους με τους χουντικούς αξιωματικούς, μας βεβαιώνει, οι στρατιωτικοί πίστευαν ότι θα κυβερνούσαν για χρόνια ακόμα, μέχρι να δρομολογήσουν μία μετάβαση στα πρότυπα της Τουρκίας. Δεν πίστευαν ότι θα έχαναν τον έλεγχο, συνεχίζει ο Μ.Σ. ακόμα και όταν θα ερχόταν ο κοινοβουλευτισμός, ενώ πίστευαν ότι οι Αμερικανοί θα τους προστάτευαν απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Όμως «με το ξεκίνημα της επιστράτευσης, ο λαός εξοπλίστηκε. Δηλαδή πήρανε όπλα στα χέρια τους και άνθρωποι που δεν ήταν ελεγχόμενοι από το καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, η χούντα, δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο. Έ, και τότε αναγκάστηκαν να καλέσουν τον Καραμανλή»[9].
Ποια όμως ήταν η άποψη των υψηλόβαθμων χουντικών αξιωματικών; Η απάντηση έρχεται από την κορυφή της ιεραρχίας, από τον ίδιο τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων τη στιγμή της επιστράτευσης, στρατηγό Μπονάνο, ο οποίος γράφει στην μαρτυρία του τα εξής:
«…ο Ιωαννίδης αντελαμβάνετο πλέον και αυτός, ότι η επιστράτευσις ενήργει καταλυτικώς επί της παντοδυναμίας του και η ισχύς του εμειούτο ταχέως, καθώς οι επίστρατοι αξιωματικοί και οπλίται, εισερχόμενοι στας Ενόπλους Δυνάμεις, έφερνον μαζί των και ένα φιλελεύθερον πνεύμα, προσεγγίζον ενίοτε την απειθαρχίαν, αλλά πάντως υπονομεύον οπωσδήποτε την κυριαρχίαν των αφοσιωμένων εις αυτόν αξιωματικών»[10].
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στρατηγός Μπονάνος μήνες πριν τα γεγονότα της Κύπρου ισχυρίζεται ότι, μιλώντας στον Ιωαννίδη για τη δυσαρέσκεια του κόσμου απέναντι στη χουντική κυβέρνηση, τον είχε προειδοποιήσει με τα παρακάτω λόγια: «είναι ενδεχόμενον εις κάποιαν στιγμήν να αντιμετωπίσωμεν ‘πεζοδρόμιον’»[11].
Η επισήμανση αυτή του Μπονάνου φαίνεται να δικαιώνει την άποψη του Τάσου Σακελλαρόπουλου σχετικά με το λόγο για τον οποίο το σχέδιο επιστράτευσης που είχε καταρτίσει η χούντα εξελίχθηκε στη γνωστή σε όλους παρωδία. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος, το σχέδιο επιστράτευσης:
«είχε ουσιαστικό σκοπό, όχι την πολεμική ετοιμότητα απέναντι σε εξωτερική επίθεση, αλλά την απομάκρυνση των επίστρατων σε περίπτωση λαϊκών κινητοποιήσεων κατά του καθεστώτος από τα αστικά κέντρα και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα σε όφελος του καθεστώτος.Έτσι, λόγω των κρίσιμων καταστάσεων και της αδυναμίας των δικτατόρων, η έλλειψη επιχειρησιακής πρόβλεψης της επιστράτευσης, αντί να διαμορφώσει ένα στρατό ικανό να αντεπιτεθεί, μετέτρεψε τις μονάδες εκστρατείας σε μαζικά πολιτικά εργαστήρια κατά της δικτατορίας. Κοντά σε αυτό, ο κίνδυνος των περιστάσεων και οι πραγματικές συνθήκες πολεμικής απειλής οδήγησαν στην υποχρεωτική λειτουργία της ιεραρχίας στο στρατό και άρα στην ακύρωση του παρασκηνιακού δικτύου διοίκησης που έως τότε ίσχυε προς όφελος του ιωαννιδικού μηχανισμού»[12].
Το χάος που επικρατούσε στο στράτευμα το έμαθε και η κοινωνία. Ο Δημήτρης Αλεξόπουλος, φαντάρος άρτι απολυθείς με λευκό φύλλο πορείας τη στιγμή που έγινε η επιστράτευση, περιγράφει την κατάσταση:
«Ήμουνα στην Πάτρα και θυμάμαι την αναμπουμπούλα και ότι τις επόμενες ημέρες όλη η κοινωνία ένιωθε ότι αυτό ήτανε ένα φιάσκο. […]Αποδείχθηκε ότι όλο το στρατοκρατικό οικοδόμημα της δικτατορίας που προέβαλε την τάξη, τη στρατιωτική οργάνωση και τα λοιπά ήτανε μια μπούρδα. Γιατί ο μηχανισμός από κάτω ήτανε εντελώς διαλυμένος και διαβρωμένος. Άχρηστος. Με αποτέλεσμα να καταλήξει ένα φιάσκο η επιστράτευση. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που κλήθηκαν να επιστρατευτούν μετέφεραν σε όλη την κοινωνία ότι αυτό είναι διαλυμένο. Δεν υπάρχει στρατός. Αυτό ενίσχυσε και μια αισιοδοξία στην κοινωνία αφού δεν υπήρχε φόβητρο. Ούτε κανένας φοβερός μηχανισμός που θα έρθει με τις στρατιωτικές μονάδες τους και τα όπλα τους και θα επιβάλουν κτλ. Ένα μπάχαλο ήτανε»[13].
Ο ένοπλος λαός
Μέσω τηλεφώνων όλη η ελληνική κοινωνία, σχεδόν από την πρώτη μέρα, έμαθε για την κατάσταση που επικρατούσε στο στράτευμα, με αποτέλεσμα να τεθούν όλοι/ες σε ετοιμότητα και εν αναμονή εξελίξεων. Επρόκειτο για μια «ενεργή αναμονή» συνδυασμένη από μια –έστω μη πολιτική- κινητικότητα. «Με την επιστράτευση, και αυτό είναι πολύ σημαντικό», αναφέρει η Παπαγκίκα, «ξαναβγήκε όλος ο κόσμος στο δρόμο. Βγήκε στο δρόμο και κοινωνικά.»[14]. Επίσης το πρώτο πράγμα που έκανε ο κόσμος ήταν να αδειάσει τα σουπερμάρκετ φοβούμενος ότι θα γίνει πόλεμος ευρείας κλίμακας. Με την αποτυχία της επιστράτευσης η χούντα είχε αγγίξει τα όρια της τέλειας απονομιμοποίησης. Μέχρι και οι πιο πειθήνιοι πολίτες πείστηκαν για την ανικανότητα της χούντας να διοικεί. Ακόμα και αν «η κοινωνική πίεση ήταν αντικειμενική και όχι αποτέλεσμα αγώνων», όπως επιφυλακτικά περιγράφει ο Αριστείδης Μανωλάκος, «η γενική επιστράτευση δημιούργησε τους όρους της κατάρρευσης»[15].
Η ριζοσπαστικοποίηση των (δημοκρατικών προφανώς) φαντάρων συντελέστηκε στη βάση των νέων απειλών και ευκαιριών που σηματοδότησε η επιστράτευση και σφραγίστηκε από την –ατελή έστω, αλλά σε κρίσιμο βαθμό- «κοινωνική ιδιοποίηση» του στρατεύματος. Εκτυλίχθηκε δε από την πρώτη στιγμή της επιστράτευσης, αν και φαίνεται πως επιταχύνθηκε μετά τη μεταβίβαση τη εξουσίας στους πολιτικούς. Η αποφασιστική δράση της κυβέρνησης Καραμανλή με σκοπό την «απενεργοποίηση» του χουντικού μηχανισμού εντός του στρατεύματος εκμεταλλεύθηκε σαφώς την αλλαγή των συσχετισμών που επέφερε η επιστράτευση στο στράτευμα.
Η επιστράτευση καθεαυτή ως ιστορικό γεγονός εντάσσεται στο αναλυτικό μας πλαίσιο σε μια σειρά σημαντικών κοινωνικών διεργασιών, όπως οι φοιτητικές εξεγέρσεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου, η δραστηριότητα των παράνομων αντιστασιακών δικτύων, οι νόμιμες πρωτοβουλίες αντίστασης της ΕΚΙΝ και της ΕΜΕΠ, αλλά και οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας από το 1970 και μετά. Το ειδικό της βάρος έγκειται στο ότι η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος, εχθρικού προς το καθεστώς, κατέστη εξαιρετικά πιθανή με επιπρόσθετη τη δυναμική της μετατροπής του σε ένοπλο με τη χρήση των κατεξοχήν συνεκτικών πλαισίων που προσφέρει το στράτευμα. Η επιλογή του Καραμανλή θεωρήθηκε η καλύτερη δυνατή για την εγκαθίδρυση μιας τάξης πραγμάτων που θα προστάτευε τους δικτάτορες. Η επιστράτευση ήταν το σημείο μη επιστροφής, το καταλυτικό γεγονός που δημιούργησε μια -με τα κριτήρια που έθεσε κάποτε ο Λένιν- επαναστατική κατάσταση: η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία, οι μάζες κινητοποιήθηκαν από τη δράση των ίδιων «των από πάνω», οι οποίοι δεν μπορούσαν πια, τη στιγμή που «οι από κάτω» δεν ήθελαν πλέον.
Ο λαός, λοιπόν, μπορούσε υπό προϋποθέσεις να μεταβάλει την επιστράτευση σε μαζικό κίνημα. Μια τέτοια εξέλιξη δεν φαίνεται απίθανη εξετάζοντας τις μαρτυρίες 40 χρόνια αργότερα, γεγονός που ενισχύει την υπόθεση πως το ενδεχόμενο μιας κινηματικής εξέλιξης δεν διέφυγε της προσοχής και των ίδιων των δικτατόρων. Ανάλογες εξελίξεις άλλωστε δεν είναι άγνωστες στην ιστορία. Αντιθέτως, μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, κοινωνικά κινήματα και επαναστάσεις έχουν προκύψει ακριβώς ύστερα από την επιστροφή του λαού από τον πόλεμο και/ή τη μαζική στρατιωτική θητεία, ύστερα από την επαφή του ή την εξοικείωση του με τα όπλα, ύστερα από την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ του σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο.
Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο είναι μέρος μελέτης που δημοσιεύτηκε στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 42, τον Ιούλιο του 2014 με τίτλο«Επιστράτευση 1974: ο καταλυτικός ρόλος των επίστρατων στην κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών», ενώ οι παρατιθέμενες συνεντεύξεις συμπεριλαμβάνονται σε υπό εκπόνηση διδακτορική διατριβή.
[1] Λιάκος Α., «Στρατιώτης τον καιρό του Πολυτεχνείου», Χρόνος (online περιοδικό), τχ 7, Νοέμβρης 2013
[2] Συνέντευξη: Κοροβέσης Γιάννης, 2012, Απρίλιος 19, Πέμπτη, Αθήνα
[3] Συνέντευξη: Μαλικιώσης Θεόδωρος, 2012, Ιανουάριος, 20, Παρασκευή, Αθήνα
[4] Συνέντευξη: Γιώργος Σταυρόπουλος, 2013, Ιανουάριος, 15, Τρίτη, Αίγιο
[5] Λιάκος Σ., ό.π.
[6] Κατσαρός Στ., Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης. Η γοητεία της βίας, εκδ. Μαύρη Λίστα, 1999, σ.315-316
[7] Στο ίδιο.
[8] Στο ίδιο.
[9] Συνέντευξη: Μπάμπης Σαχτούρης, 2013, Νοέμβριος, 25, Δευτέρα, τηλεφωνική σύνδεση με Χίο.
[10] Μπονάνος, Η αλήθεια, 1986, σ.249
[11] Στο ίδιο, σ.174
[12] Σακελλαρόπουλος Τ., «Η μεταπολίτευση στο στρατό: Ιούλιος 1974 – Φεβρουάριος 1975», Αρχειοτάξιο, 15, Σεπτέμβριος 2013, σ.15
[13] Συνέντευξη: Αλεξόπουλος Δημήτρης, 2012, Φεβ, 15, Τετάρτη, Αθήνα
[14] Συνέντευξη: Παπαγκίκα Κατερίνα, 2012, Φεβρουάριος, 14, Τρίτη, Αθήνα
[15] Συνέντευξη: Μανωλάκος Αριστείδης, 2012, Ιανουάριος, 21, Σάββατο, Αθήνα