Από το Πρόβατο όχι Αρνί
-Άσε λίγο τους έρωτες! Πόσο καιρό έχεις να γράψεις ένα πολιτικό κείμενο, ένα κείμενο άλλων ευαισθησιών;
-Έχω καιρό λες, ε; Τράβηξα την κουρτίνα του έρωτα και δεν κοιτάζω πίσω της νομίζεις; Θες να τη μαζέψεις κι εσύ και να κοιτάξεις έξω απ’ το παράθυρο; Κάντο και κοίτα μακριά, εκεί στο μαζεμένο πλήθος. Ναι, εκεί. Εγώ είμαι. Έλα, λοιπόν, να με βρεις να μιλήσουμε από κοντά.
Ήρθες; Ωραία! Πάμε σε μια γωνιά να σου πω. Πάμε να σου πω για πιτσιρίκια που χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι τους προσπαθούν να ζήσουν την εφηβεία τους πατώντας σε χαλίκια κάποιων καμπ, βολτάροντας ανάμεσα σε σκηνές και κοντέινερ. Πάμε να σου πω για νιάτα που οριοθετούν τις ανάσες τους στο μεσοδιάστημα συγκεκριμένων γευμάτων, στην προσπάθεια να συνεννοηθούν σε μια παράξενη γλώσσα, στη θέληση να μην τα παρατήσουν, να συνεχίσουν να προχωράν, να παίζουν, να μαθαίνουν. Πάμε να σου πω για οικογένειες πίσω που νομίζουν γιους πεθαμένους γιατί δεν επικοινώνησαν μήνες, που μαθαίνουν ότι ο μικρός είναι σε κράτηση και θα μείνει καιρό γιατί δεν υπάρχει θέση σε έναν ξενώνα σε ολόκληρη τη χώρα, που ακούν από γνωστούς ότι το καλό τους παιδί άλλαξε συνήθειες μακριά τους, ψάχνει εύκολα χρήματα, κυνηγιέται με τους νόμους, που κλαίνε και σβήνουν σαν σε τασάκι την τελευταία τους ελπίδα να ξεφύγουν απ’ την ακραία φτώχια.
-Όχι άλλο για πρόσφυγες! Ή για έρωτες ή για αυτούς θα μας μιλάς. Τυφλώθηκες; Πού είναι η υπόλοιπη ζωή; Δεν βλέπεις τίποτα άλλο στον κόσμο;
-Τυφλώθηκα ώστε. Εσύ που τα μάτια σου είναι ορθάνοιχτα, κοίτα και γίνε σαν βοηθητικός σκύλος ο οδηγός μου. Πες μου, δίπλα μου, αυτούς τους ανθρώπους τους βλέπεις;
Τους βλέπεις. Πες μου, τι κάνουν; Έχουν αφήσει στην άκρη και προσωπική ζωή και οικογένεια και διασκέδαση και άδειες και τις μέρες και τις νύχτες τους; Πες μου, πώς να πληρωθεί αυτών των ανθρώπων η δουλειά; Πες μου για την οργή τους στο πεδίο και το κλάμα τους στα κατά μόνας γιατί ξέσπασαν, γιατί νόμισαν ότι φάνηκαν λίγοι, γιατί θεώρησαν ότι μπορούσαν λίγο καλύτερα, λίγο παραπάνω. Πες μου για το πώς βλέπουν τα παιδιά που φροντίζουν, για το τι νιώθουν σε ένα καλό νέο για το σχολείο τους, για τα χαρτιά τους, για μια ζωγραφιά που έκαναν ως ευχαριστώ σαν και να είναι έξι χρονών; Πες μου, για το εικοσιτετράωρο αλέρτ τους, για τα πάντα ανοιχτά τηλέφωνά τους, για το σπάσιμό τους στα κρασιά τους, για τους ώμους που ψάχνουν να τα πουν όλα, όλα όμως. Πες μου, είναι αυτοί οι άνθρωποι ζωή; Είναι μέσα σε αυτούς κάτι από το υπόλοιπο που δε βλέπω; Είναι λόγοι να αντέχω δίπλα τους κι εγώ, να μην τα παρατάω, να λέω ότι εν τέλει θα τα καταφέρουμε, θα τον αλλάξουμε το μικρόκοσμό μας;
-Καλά, πάλι όμως στα ίδια με γυρίζεις. Πού είναι σ’ αυτά η διασκέδαση, η τέχνη, η ομορφιά, η χαλάρωση, ο λόγος να πας παρακάτω, να ψάξεις, να δημιουργήσεις;
-Πάρε την απόφασή σου. Θες να ακούς για έρωτα ή όχι;
Μιλάω μόνος κι ας μην ακούς πια. Κι ας έφυγες. Έρωτας είναι εκείνος ο στίχος του Μαγιακόφσκι. Είναι η βεβαιότητά του ακόμη κι αν έχει αποφασίσει να ζήσει αλλού με άλλον. Με άλλον άνθρωπο, με άλλον τόπο, με άλλο φως στα μάτια. Έρωτας είναι το ξεροκέφαλο των λέξεων του ποιητή κι η διάθεσή του για άπειρη αναμονή κι άπειρη πάλη στο “δεν έχεις καμιά ελπίδα, τελειώσαμε” των δικών της λέξεων:
“Έτσι κι αλλιώς κάποτε θα σε πάρω μαζί μου. Μόνη σου ή μαζί με το Παρίσι”.**
*Η φωτογραφία είναι της Ιωάννας Πετρίτση
** Ο στίχος είναι του Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι από την Επιστολή προς την Τατιάνα Γιακόβλεβνα.