Στη χώρα μας διαχρονικά η συζήτηση για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν περιστρέφεται γύρω από τα πραγματικά προβλήματα των ιδρυμάτων και των φοιτητ(ρι)ών τους. Είναι πραγματικά σπάνιο να βρει κανείς μία πολιτική τοποθέτηση που να αναλύει τα ουσιαστικά προβλήματα των ελληνικών ΑΕΙ. Παρόλα τα προβλήματα αυτά, που σχετίζονται πρωτίστως με τη την έλλειψη κρατικής χρηματοδότησης για έρευνα και φοιτητική μέριμνα, ένας μεγάλος αριθμός των ελληνικών ΑΕΙ καταλαμβάνει υψηλές θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις.
- Ηλίας Μπελχίτερ και Αντώνης Γουναλάκης – Rosa
Δυστυχώς, στα ελληνικά ΜΜΕ τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα γύρω από το κέντρο της Αθήνας όπως το ΟΠΑ (πρ. ΑΣΟΕΕ), ΕΜΠ κλπ., προβάλλονται κατά κόρον όταν προκύπτουν ζητήματα «νόμου και τάξης» με την ευρεία έννοια και με σκοπό την κατασυκοφάντηση τους. Ο πρωταρχικός στόχος της ολικής και οριστικής κατάργησης του ακαδημαϊκού ασύλου, που ήταν η πηγή όλων των δεινών για τους νεοφιλελεύθερους και ακροδεξιούς κυβερνώντες, επετεύχθη αρχικά το 2011 με Υπουργό την Άννα Διαμαντοπούλου και μετά της επαναφοράς του από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ξανακαταργήθηκε το 2019, εν μέσω θέρους σε ένα από τα πρώτα νομοσχέδια της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης.
Το τελευταίο νομοσχέδιο αποτελεί ένα ξεκάθαρο παράδειγμα παρασιτικού καπιταλισμού
Οι εικόνες με παράτυπους μετανάστες, παραεμπόριο, τοξικοεξαρτημένους, αστυνομικές επιχειρήσεις και συγκρούσεις επί της Πατησίων, οι οποίες πλημμυρίζουν συχνά τους τηλεοπτικούς μας δέκτες εργαλειοποιούνται για να επιρρίψουν την ευθύνη στο άσυλο και στη φοιτητική κοινότητα, αποσιωπώντας τελείως τις αιτίες που δημιουργούν αυτά τα προβλήματα, ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας. Δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη ότι τα φαινόμενα αυτά αναπόδραστα οξύνθηκαν κατά τη 12ετία της οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης που συνεχίζει ακάθεκτη εν έτει 2020, ούτε φυσικά το γεγονός ότι η άρση του ασύλου ουδέποτε έδωσε «λύση» στην αντιμετώπιση τους. Άλλωστε, τα προβλήματα των αστέγων, των τοξικοεξαρτημένων, των παράτυπων μεταναστ(ρι)ων και προσφύγων είναι ζητήματα που χρειάζονται τη συνδρομή κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς η αστυνομία ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να τα «επιλύσει».
Τι το καινό κομίζει ο συγκεκριμένος νόμος;
- Καταρχάς την, πέρα από κάθε ακαδημαϊκή και επιστημονική καλή πρακτική, εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων μεταξύ αποφοίτων ΑΕΙ και ιδιωτικών ΙΕΚ/κολλεγίων (ΚΕΜΛΕ).
- Την εισαγωγή ενός «κόφτη» ο οποίος θα περιορίζει την εισαγωγή φοιτητ(ρι)ών σε πανεπιστημιακές σχολές.
- Την εγκαθίδρυση ενός αστυνομοκρατούμενου καθεστώτος εντός των πανεπιστημίων.
- Την διαγραφή των επί πτυχίω φοιτητ(ρι)ών. Για άλλη μία φορά ούτε λόγος για την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων.
Ούτε λόγος για την δημιουργία ενός επενδυτικού πλάνου εκσυγχρονισμού των υποδομών, ενίσχυσης της βασικής έρευνας και βελτίωσης της φοιτητικής μέριμνας.
Σε κάθε περίπτωση δε θα πρέπει να μείνουν εκτός κάδρου και οι ευθύνες μιας μερίδας μελών ΔΕΠ που νέμονται την υπάρχουσα χρηματοδότηση, ιδιαίτερα όσον αφορά τους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων και Έρευνας (ΕΛΚΕ), στήνουν φάμπρικες διδάκτρων και φέουδα εξουσίας στα μεταπτυχιακά προγράμματα και αντιμετωπίζουν συνολικά το ακαδημαϊκό τους έργο ως πάρεργο.
Ο μύθος των αιώνιων φοιτητών
Όλα αυτά τα χρόνια ο μύθος των επί πτυχίω φοιτητ(ρι)ών καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της συζήτησης γύρω από το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων. Είναι όμως πλέον ξεκάθαρο και στον πλέον κακοπροαίρετο πως οι επί πτυχίω φοιτητ(ρι)ές δεν έχουν καμία αρνητική επίδραση ούτε στην καθημερινότητα της ακαδημαϊκής ζωής, ούτε στην κατανομή των οικονομικών πόρων των ιδρυμάτων ούτε και στην διαδικασία αξιολόγησής τους.
Πολύ πριν από το νόμο Γιαννάκου (2007) και το νόμο Διαμαντοπούλου (2011), οι επί πτυχίω φοιτητ(ρι)ές δεν δικαιούνταν καμία φοιτητική μέριμνα (δωρεάν σίτιση, δωρεάν στέγαση, συγγράμματα, πάσο) μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου χρόνου σπουδών (ν) ενισχυμένου κατά δύο έτη (ν+2). Το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας με έρευνά του αποδίδει το διπλασιασμό των επί πτυχίω φοιτητ(ρι)ών από 163.037 το 2003 σε 328.742 το 2014 σε παράγοντες που δεν αφορούν τους ίδιους τους/ις φοιτητ(ρι)ές.
Συγκεκριμένα, οι λόγοι που το Υπουργείο αναγνωρίζει ως παράγοντες ενίσχυσης του φαινομένου είναι η οικονομική αδυναμία των οικογενειών να στηρίξουν τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, το οποίο εντάθηκε στη δεκαετία και βάλε της κρίσης, η ανυπαρξία προοπτικής επαγγελματικής αποκατάστασης και η αναντιστοιχία μεταξύ των ακαδημαϊκών απαιτήσεων των σχολών με τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντα των φοιτητ(ρι)ών.
Το τελευταίο νομοσχέδιο αποτελεί ένα ξεκάθαρο παράδειγμα παρασιτικού καπιταλισμού από τον οποίο η χώρα μας οδηγήθηκε στην οικονομική καταστροφή.
Το πρώτο στάδιο είναι η εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων μεταξύ αποφοίτων των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων και αποφοίτων ιδιωτικών ΙΕΚ. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε πως σύμφωνα με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν υπάρχει «κολλεγιακή» βαθμίδα εκπαίδευσης. Ο όρος κολλέγιο αποτελεί εμπορικό όρο που αναφέρεται σε Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης (ΚΕΜΛΕ) ή ιδιωτικά ΙΕΚ. Με την εξίσωση αυτή το υπουργείο Παιδείας καθιστά τα ΙΕΚ/κολλέγια ως ισότιμο ανταγωνιστή των δημόσιων πανεπιστημίων.
Με τον τρόπο αυτό, η ΝΔ φρόντισε για τη δημιουργία ενός παράλληλου ιδιωτικού συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από την πίσω πόρτα, παραβιάζοντας εν τοις πράγμασι το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Τώρα προχωράει στο επόμενο βήμα, ως αυθεντική εκπρόσωπος των ιδιωτικών συμφερόντων και στην εκπαίδευση και προσπαθεί να δημιουργήσει πελατεία και άρα να νομιμοποιήσει de facto τα ΚΕΜΛΕ. Η εισαγωγή της κατώτατης βάσης εισαγωγής είναι ένα φωτογραφικό μέτρο το οποίο έχει σκοπό να δημιουργήσει στρατιές νέων, αποκλεισμένων από τα δημόσια πανεπιστήμια, έτοιμων να πληρώσουν αδρά για να αποκτήσουν το δικαίωμα σε ένα καλύτερο μέλλον. Ο παραλογισμός των συγκεκριμένων διατάξεων είναι ξεκάθαρος. Με βάση ποια ακαδημαϊκή πρακτική κάποιος/α που σήμερα κρίνεται ως «μη άριστος/η» ώστε να εισαχθεί και να σπουδάσει στο ελληνικό πανεπιστήμιο, θα μπορεί αύριο να αποκτήσει το πολυπόθητο πτυχίο σε οποιαδήποτε ειδικότητα, αρκεί να πληρώσει αδρά τα ιδιωτικά ΚΕΜΛΕ που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια?
Το τρίτο μεγάλο πεδίο με το οποίο ο νόμος αυτός ασχολείται είναι τα φαινόμενα βίας και ανομίας. Για όσους ζουν, εργάζονται ή σπουδάζουν στο κέντρο της Αθήνας είναι οφθαλμοφανής η κυβερνητική προπαγάνδα γύρω από το ζήτημα. Η δυνατότητα της αστυνομίας να επέμβει στο πανεπιστήμιο και μάλιστα άνευ άδειας είναι υπαρκτή από το νομοθετικό πλαίσιο του 1268/82 για την τέλεση αυτόφωρων κακουργημάτων και αυτόφωρων εγκλημάτων κατά της ζωής (σε διαφορετική περίπτωση ήθελε άδεια από την Επιτροπή Ασύλου) . Το 2011 το άσυλο και η διάταξη αυτή καταργήθηκε και η αστυνομία μπορούσε να επέμβει νόμιμα, όποτε έκρινε η ίδια, άνευ άδειας από την πανεπιστημιακή κοινότητα. Κι όμως όλα αυτά τα χρόνια συνεχίσαμε να ακούμε για «άσυλο ανομίας» εντός των σχολών.
Οι τρεις μεγαλύτερες σχολές που εδρεύουν στο κέντρο της Αθήνας αντιμετώπισαν τα τελευταία χρόνια παρόμοια προβλήματα με την διακίνηση ναρκωτικών.
Η Νομική βρίσκεται δίπλα στην οδό Μασσαλίας, μία από τις κύριες πιάτσες ναρκωτικών στην Αθήνα. Το Ε.Μ.Π. είχε μάθει να ζει με την πιάτσα της οδού Τοσίτσα επί της Πατησίων. Τέλος το Ο.Π.Α. έζησε τη φρίκη της εκτεταμένης διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών πρώτα στην οδό Μαυροματαίων και το Πεδίον του Άρεως και στη συνέχεια στις οδούς Αντωνιάδου, Δεριγνύ και άλλων παραπλεύρων οδών.
Το κοινό στοιχείο και στις τρεις περιπτώσεις είναι πως ούτε η Οδός Μασσαλίας, ούτε η οδός Τοσίτσα, ούτε οι οδοί Μαυροματαίων, Αντωνιάδου, Δεριγνύ και προφανώς ούτε το Πεδίον του Άρεως προστατεύεται από το Πανεπιστημιακό Άσυλο.
Ουδέποτε η αστυνομία ή οι δημοτικές και κρατικές αρχές ενδιαφέρθηκαν να καταπολεμήσουν τα καθημερινά φαινόμενα χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών πλησίον των σχολών, αφήνοντας φοιτητ(ρι)ές και πανεπιστημιακούς έκθετους στους κινδύνους που υπήρχαν.
Οι κάτοικοι της Αθήνας γνωρίζουν πως εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες όσοι έχουν την ευθύνη της πάταξης των ναρκωτικών έχουν αποφασίσει να επιτρέψουν την λειτουργία κάποιων «κεντρικών» πιάτσεων σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης, τις οποίες μεταφέρουν ανά ένα ή δύο χρόνια όταν οι αντιδράσεις της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας φουντώνουν. Έτσι κατά καιρούς έχουν λειτουργήσει πιάτσες ναρκωτικών στη Ομόνοια, στο Μεταξουργείο, στο Μοναστηράκι, στο Παγκράτι, στην Νομική, στην Τοσίτσα και στο Πεδίον του Άρεως. Φυσικά τέτοιου είδους προβλήματα δεν πρόκειται να λυθούν με την δημιουργία πανεπιστημιακού αστυνομικού σώματος. Πολλώ δε μάλλον όταν το συγκεκριμένο σώμα και θα οπλοφορεί (με γκλοπ και αποθήκες οπλισμού εντός των πανεπιστημίων) και δεν θα έχει την υποχρέωση να αναφέρεται στις πρυτανικές αρχές. Είναι πρόδηλο τόσο από το πνεύμα του νέου νόμου όσο και από τις δηλώσεις διαφόρων κυβερνητικών στελεχών πως ο στόχος της ΝΔ είναι ο περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης των φοιτητ(ρι)ών και η εγκαθίδρυση ενός κλίματος κρατικής τρομοκρατίας και χαφιεδισμού μεταξύ των φοιτητών.
Ένα γεγονός που δεν έχει τονισθεί όλα αυτά τα χρόνια είναι πως τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι ίσως ο μοναδικός κοινωνικός χώρος στον οποίο ο φασισμός της Χρυσής Αυγής δεν ανέπτυξε ποτέ καμία δυναμική και φυσικά αυτό δεν είναι ασύνδετο με τη δυναμική και τη ριζοσπαστική και προοδευτική κατεύθυνση που διαπνέει διαχρονικά το φοιτητικό κίνημα.
Η εσωτερική λειτουργία των πανεπιστημίων
Η ομαλή εσωτερική λειτουργία των πανεπιστημίων είναι ζήτημα που θα πρέπει να συζητηθεί από όλους τους φορείς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Όμως οι «λύσεις» του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι και αντιδημοκρατικές και μακριά από την πρακτική που ακολουθούν τα πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Τέλος, μία κυβέρνηση που διατηρεί στις τάξεις της υπουργούς με αναγνωρισμένη βίαιη συμπεριφορά εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας (βλέπε Ρείντζερς, Κένταυρους, «τσεκουράτο» Βορίδη κλπ.), ενώ καλύπτει συνεχόμενα φαινόμενα δημιουργίας κυκλωμάτων αντιγραφών εντός των σχολών δεν μπορεί να κουνάει το δάκτυλο στην κοινωνία των πολιτών.
Αυτό που η κοινωνία μας έχει ανάγκη είναι ένας νόμος πλαίσιο που θα αλλάξει τα δεδομένα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα προς το καλύτερο. Ένας τέτοιος νόμος πρέπει να συνδυάσει ένα μεγαλόπνοο επενδυτικό πλάνο γύρω από τα πανεπιστήμια, με μία ανατρεπτική πολιτική ως προς τη λειτουργία των ιδρυμάτων.
Φυσικά πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η αύξηση της χρηματοδότησης προς τα ΑΕΙ και ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός των υποδομών τους (κτιριακές εγκαταστάσεις, υλικοτεχνικός εξοπλισμός, χρηματοδότηση για βασική έρευνα, φοιτητική μέριμνα) τους. Είναι αδιανόητο το 2021 φοιτητ(ρι)ες να κάνουν μάθημα σε αίθουσες χωρίς θέρμανση ή κλιματισμό, να μην έχουν τα εργαστήρια και τον εξοπλισμό που απαιτείται για να μάθουν το αντικείμενό τους ή να πρέπει να μένουν σε εστίες με σκουριασμένο νερό.
Πέραν όμως από αυτή την αναγκαία χρηματοδοτική ένεση πρέπει ο τρόπος λειτουργίας των ελληνικών πανεπιστημίων να αλλάξει. Η αδιαφάνεια και η αναξιοκρατία που επιτρέπει σε μερίδα μελών ΔΕΠ να λειτουργεί ανεξέλεγκτα (εκλεκτορικά, ερευνητικά προγράμματα, μεταπτυχιακά προγράμματα) και να αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο ως πάρεργο πρέπει να τελειώσει. Όσο αυτή η κατάσταση θα διαιωνίζεται τόσο θα συνεχίζεται το “brain drain” και πολλοί/ες νέοι/ες επιστήμονες που μπορούν και θέλουν να προσφέρουν θα απομακρύνονται. Επίσης πρέπει επιτέλους να εισαχθούν κριτήρια που να διέπουν τη σχέση φοιτητ(ρι)ών – καθηγητ(ρι)ών – διοικητικού προσωπικού.
Η καθηγητική αυθαιρεσία, η οποία έχει ενταθεί σε συνθήκες πανδημίας και εξετάσεων εξ αποστάσεως πρέπει να περιοριστεί και εδώ έρχεται ο ρόλος του φοιτητικού κινήματος, καθώς και των θεσμικών του οργάνων και εκπροσώπων να μην επιτρέψει την ασυδοσία που παρατηρείται σε πλείστες περιπτώσεις, ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία. Μερίδα μελών ΔΕΠ δεν ανταποκρίνονται σε ερωτήσεις φοιτητ(ρι)ών, καθυστερούν υπερβολικά στη βαθμολόγηση γραπτών, ενώ δεν ενδιαφέρονται για την παραγωγή ερευνητικού έργου, καθώς χρησιμοποιούν την έδρα ως εφαλτήριο για άλλες πιο προσοδοφόρες ασχολίες (ιδιωτικού τομέα, συμβουλευτικές, κυβερνητικές κλπ). Ηλεκτρονικές πλατφόρμες υποστήριξης (ηλεκτρονική γραμματεία, e-class) δυσλειτουργικές και ξεπερασμένες. Προγράμματα σπουδών καθηλωμένα στο παρελθόν που πολλές φορές δεν ανανεώνονται επαρκώς.
Η λίστα αυτή μπορεί να συνεχίσει με πολλά ακόμα προβλήματα
Έλλειψη καλλιέργειας πρακτικών δεξιοτήτων, γραφεία διασύνδεσης που δεν λειτουργούν, απουσία εναλλακτικών μορφών εξέτασης όπως οι εργασίες, αυθαιρεσία κατά τη διαδικασία της βαθμολόγησης. Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει πρυτάνεις ή πολιτικά στελέχη να μας μιλάνε για την εξωστρέφεια των ελληνικών ΑΕΙ και την καλή εικόνα που οι απόφοιτοί τους παρουσιάζουν στο εξωτερικό; Κι όμως σήμερα, ένας/μια φοιτητής/ρια σε ελληνικό πανεπιστήμιο δεν έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί ούτε ένα απλό πιστοποιητικό σπουδών στα αγγλικά, αλλά θα πρέπει να επωμιστεί το δυσβάσταχτο κόστος μιας επίσημης μετάφρασης. Αυτό το μικρό παράδειγμα αναδεικνύει και το κύριο πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με εκείνα του εξωτερικού.
Το όραμα μας για ένα Δημόσιο Δωρεάν Δημοκρατικό και Ανθρώπινο Πανεπιστήμιο περνάει μέσα από την τοποθέτηση στον πυρήνα όλων των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας με προεξέχοντα το ρόλο του/ης φοιτητή/ριας. Το Πανεπιστήμιο οφείλει να διαπλάθει ανθρώπους και συνειδήσεις και να αποτελεί ναό της κριτικής σκέψης συνολικά. Να πρωτοπορεί στην έρευνα και στην κοινωνία, δημιουργώντας συνθήκες για τη βελτίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το Πανεπιστήμιο που επιδιώκει ο νέος Νόμος είναι το πανεπιστήμιο του φόβου, της ιδιωτικοποίησης και της απάθειας. Είναι χρέος και καθήκον της φοιτητικής και της πανεπιστημιακής κοινότητας συνολικά να τον ανατρέψει στην πράξη και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να πλησιάσουμε στο Πανεπιστήμιο που ονειρευόμαστε και μας αξίζει.