Η αρχική έμπνευση του κειμένου ήταν ένα αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου, που σαν σήμερα πριν από εικοσιένα χρόνια αποφάσισε να εγκαταλείψει έναν κόσμο που μέχρι την προηγούμενη ώρα ανταγωνιζόταν για το ποιος θα πληγώσει τον άλλον περισσότερο. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για αφιερώματα, φωτογραφίες και στιχάκια που ξυπνούν το underground στοιχείο ακόμη και σε όσους το θάβουν κάτω από τον υγιή καθωσπρεπισμό-η μόδα, οι ψυχαναλυτές, οι στρατηγικές επιτυχίες για έναν ευτυχισμένο βίο σου επιβάλλουν πλέον να το θεωρείς ξεπερασμένο, να το κοιτάς με αλαζονεία και με χαρακτηρισμούς σοβαροφάνειας και ευθύνης να χαμογελάς από συμπόνια για την ανώριμη κι άκαιρη εφηβικότητά του-βρήκα κάτι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Η Κατερίνα Γώγου στάθηκε έμπρακτα στο πλευρό δύο αγωνιστών, του Γιάννη Πετρόπουλου και του Κυριάκου Μαζακόπου. Τότε σκέφτηκα πως η Γώγου, όπως την έχω συλλάβει μέσα από τους στίχους της, θα μπούχτιζε από τα πολυσέλιδα με τάσεις αυτοδιαφήμισης αφιερώματα. Με αυτή την πεποίηθηση και με αφορμή την ίδια και τον αγώνα της νομίζω ότι είναι πιο ωφέλιμο να μιλήσει κάποιος για την ιστορία του Γιάννη Πετρόπουλου που κι η ίδια προσπάθησε να δημοσιοοποιήσει μέσα από επιστολές σε εφημερίδες.
Γεννήθηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 50 στην Μεσσηνία. Μία δεκαετία που βρήκε τους ανθρώπους χωρισμένους σε νικητές και ηττημένους, αριστερούς και δεξιούς και κάπου ανάμεσα οι αδιάφοροι, απογοητευμένοι κι οι συμβιβασμένοι αριστεροί που ασκούσαν ιδεολογία με μισόλογα στοιβαγμένοι στην εφημερίδα ”Καθημερινή”. Στα είκοσί του θα τον κλείσουν φυλακή για ένα έγκλημα τιμής. Σκοτώνει κάποιον Μιχαηλίδη γιατί ασελγούσε στην μητέρα του εκμεταλλευόμενος την αναπηρία του πατέρα του. Το στρατιωτικό καθεστώς της χούντας δεν του επιτρέπει το δικαίωμα της έφεσης και του επιβάλλει ισόβια κάθειρξη. Η γνώση όμως του κόσμου είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα, μέσα στα αναμορφωτήρια. Την πρώτη πιστοποίηση για το ”είναι” των ανθρώπων την είχε πάρει από τα δεκαοχτώ. Ο ίδιος θα πει :«Οι εξευτελισμοί, οι ταπεινώσεις, η βαρβαρότητα, η κτηνωδία, ο κανιβαλισμός που υπέστησα από δεκαοχτώ ετών, πρώτα στα αναμορφωτήρια, μετά στις φυλακές και αργότερα στο κάτεργο του θανάτου, στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου μέσα εκεί τσαλαπατιέται κάθε έννοια ανθρωπισμού, δολοφονείται κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μέσα στις σκληρές απομονώσεις και μέσα στα φοβερά πειθαρχία της, όπου μέσα εκεί διατηρούνται εν ενεργεία συνεχείς καθηλώσεις και αλυσοδεσίματα».
Με γνώση πως τίποτα δεν κατακτιέται με παθητικότητα βρίσκει διέξοδο στα βιβλία κι αρχίζει να δίνει μορφή στην ακατέργαστη μέχρι πρότινος αγωνιστικότητα και στο ενστικτώδες αίσθημα τιμής και αξιοπρέπειας. Τα ΜΜΕ τον παρουσιάζουν άγριο θηρίο, στγερό εγκληματία, φράσεις που ισοπεδώνουν την έννοια της δικαιοσύνης, συγκριτικής και μη. Δεν τον ξεχωρίζουν από τους βιαστές, τους νταβατζήδες, αυτούς που δεν υπολογίζουν την αξία της ανθρώπινης οντότητας. Γίνεται για την μάζα ίδιος, ένα πρόσωπο, το πρόσωπο ενός κρατούμενου που οφείλει να εκτίσει την ποινή του και να πει κι ευχαριστώ που οι νοικοκυραίοι φορολογούμενοι πληρώνουν την ύπαρξή του. Αποδρά και επιστρέφει όμως στο ”ιερό άντρο του νόμου’,’ στις φυλακές της Κέρκυρας. Ξανάρχεται αντιμέτωπος με την βαρβαρότητα και τον ευτελισμό και την εξουσιαστική διαστροφή. Μετατίθεται στις φυλακές Αλικαρνασσού. Αδύνατον να αντέξει τις συνθήκες, γιατί πια γνωρίζει, δεν προσπαθεί να αποδράσει από μία πραγματικότητα, αλλά να την αλλάξει. Από το 1987 ξεκινά εξεγέρσεις στις φυλακές. Αποτυγχάνει, βασανίζεται, καταφεύγει σε απεργίες πείνας και επανέρχεται να ξαναδιεκδικήσει το αυτονόητο. Τον Οκτώβριο του 1990 παράλληλες εξεγέρσεις σε διάφορες φυλακές της χώρας συνοδοιπορούν στον αγώνα του : “εγώ απ’ αυτή τη στιγμή διεκδικώ την ελευθερία μου που παράνομα μου έχετε αφαιρέσει και θα την πάρω. Και όσο εδώ θα είναι διευθυντής ένας βασανιστής και δολοφόνος, ο οποίος πνίγει όλα μου τα δικαιώματα, εγώ δεν πρόκειται να μπω στο κελί, έως ότου το υπουργείο στείλει κάποιον να μιλήσουμε.”
Για 45 μέρες οι κρατούμενοι είναι ανυποχώρητοι. Το σύνθημά τους “Εξεγερθήκαμε στους γδάρτες των ονείρων μας” βρίσκει ανταπόκριση στους αντιεξουσιαστικούς κύκλους, οι οποίοι δήλωσαν την αλληλεγγύη τους εμπράκτως: ”Εμείς που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν μαθημένοι να αντιμετωπίζουμε μόνο εχθρικές επιθέσεις, μείναμε άφωνοι, σαν κεραυνοβολημένοι, μπροστά σε εκείνα τα παιδιά που ερχόταν με την αγάπη στη καρδιά και μας λύγισαν αμέσως […] Μέσα σε λίγα λεπτά έξω από κάθε παράθυρο, έκαιγε από μία πύρινη φλόγα που έστελνε το φως της σε όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Το ίδιο έκαναν κι απέξω τα παιδιά που δυνάμωναν και πλήθαιναν τις εστίες της φωτιάς. Και ανάμεσά μας πέρναγαν τα κύματα της μουσικής που μετατρέπονταν σε μουσική των όπλων. Ενώ γύρω μας η εξουσία ταράχτηκε. Η πύρινη φωτιά που έκαιγε τις καρδιές μας τους τρόμαζε! Έσκιζαν το σκοτάδι οι χαρακιές των πληγών μας και λούφαξαν! Το πάθος τις καρδιάς μας για λευτεριά τράνταξε τα θεμέλια της φυλακής! Και τη γονάτισε”.
Για 45 μέρες έζησε το ντελίριο της επανάστασης. Στην κορύφωση του αγώνα, όταν κατέστρεφαν τα κελιά τους απόλαυσε την ηδονή της ελευθερίας: ”«Αυτή για εμάς ήταν μια μεγάλη στιγμή, καθώς συνειδητά γκρεμίζαμε ό,τι το χειρότερο σκέφθηκε ποτέ το ανθρώπινο μυαλό: το ίδιο το ΚΕΛΙ! Αυτήν την ομορφότερη μέρα της ζωής μου δε θα τη ξεχάσω ποτέ! Ω, φώναξα. Φυλακισμένοι όλων των χωρών, γευτείτε τη γλύκα αυτής της αιωνίας, της μοναδικής στιγμής! Γκρεμίστε, συντρίψτε, τσακίστε τα δόντια των εξουσιαστών, ξεμασελιάστε τα ανθρωποκτόνα κελιά τους! Ξεπατώστε τις φοβερές αυτές κάσες, τους νεκροθάφτες των ζωντανών ψυχών όλων των καταπιεσμένων και κυρίως των πρώτων αρνητών της Γης!”.
Η επανάσταση κατέρρευσε και οι εξεγερμένοι μπήκαν ξανά στα επισκευασμένα κελιά τους. Πέντε χρόνια αργότερα θα αποφυλακιστεί ο Γιάννης Πετρόπουλος
Σε όλο το διάστημα της κράτησης έγραφε, μιλούσε για την ανθρώπινη φρικαλεότητα που έζησε, αλλά δεν πέρασε ποτέ στον κυνισμό και την αποκτήνωση. Με ευαισθησία και σεβασμό μίλησε για την Γυναίκα, την κοινωνία, τα όνειρα. Τέσσερα βιβλία του ήδη κυκλοφορούν, ”Το Τριαντάφυλλο”, ”Γδάρτες ονείρων”, ”Η Σκέψη” και ”Ο Χάρης Δεσμώτης”. Το τελευταίο και πιο πρόσφατο (2008) είναι αφιερωμένο στον φίλο του Χάρη Τεμπερεκίδη, άλλη μία ειλικρινή φιγούρα εξέγερσης, ευαισθησίας και τραγικότητας.
Χωρίς επίλογο, γιατί δεν μπαίνει επίλογος στην αξιοπρέπεια, την δικαιοσύνη και τις μορφές που τις υπερασπίζονται, κλείνω το κείμενο με λόγια του Πετρόπουλου με την ελπίδα ότι ίσως κινήσουν εντός μας άχρονα ένστικτα συμπαράστασης και θαυμασμού σε ενσαρκωμένες πράξεις ανθρώπινης ουσίας μαζί με μία παράλληλη σκέψη της Κατερίνας Γώγου:
Στη διάρκεια της φυλάκισής μου ανακάλυψα ότι σήμερα πρέπει να είσαι βρόμικος, ανήθικος, ελεεινός, σάπιος και προδότης, γιατί μόνον αυτούς τους ανθρώπους είδα να αγκαλιάζει, να προστατεύει και να χαϊδεύει αυτή η κοινωνία. Όσοι άλλοι αρνήθηκαν να δεχτούν σαν τρόπο ζωής αυτές τις σάπιες αξίες, υπόστηκαν και υφίστανται αυτή τη στιγμή όλα τα σύγχρονα βασανιστήρια. Εμένα προσωπικά αυτές οι αξίες δεν μου αρέσουν, και αυτή την κοινωνία, που αναγνωρίζει αυτές τις αξίες σαν πραγματικές, τη σιχαίνομαι και τη φτύνω στη μούρη. Εμένα έτσι κι αλλιώς με έχουν καταστρέψει σωματικά, ψυχολογικά, πνευματικά και κοινωνικά, αλλά αυτό το λίγο που έχει μείνει μέσα μου το έχω φυλάξει βαθιά και, όσο θα αναπνέω, δεν θα σταματήσω ποτέ με όση δύναμη μου έχει απομείνει να το εξωτερικεύω με οποιοδήποτε τρόπο και να αγωνίζομαι για την ελευθερία μου…”. (Γ. Πετρόπουλος)
“Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ’ του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν’ αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία. […]
(Κατερίνα Γώγου)
Της Γ. Στεργίου