Είχα κάποτε έναν φίλο, που τον λεγαν Φάνη.
Ο Φάνης ζούσε απ’ τη μουσική κι επιζούσε χάρη σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο που είχε κληρονομήσει. Αλλά είχε κι ένα όνειρο (ένα από ‘κείνα τα «μεγάλα όνειρα» που έχουν την απεχθή ιδιότητα να μην εκπληρώνονται): Να πουλήσει το ξενοδοχείο, να πάρει ένα μικρό ιστιοφόρο και να γυρίσει τον κόσμο.
Με τον Φάνη παίζαμε μουσική μέχρι τα ξημερώματα σ’ ένα παρακμιακό ροκ μπαρ της Νάξου, όπου συχνά οι κατσαρίδες ήταν περισσότερες απ’ τους θαμώνες. Μόλις έκλεινε το μαγαζί περνούσαμε από ένα σουπάδικο για να βάλουμε κάτι στο ταλαιπωρημένο μας στομάχι.
Ένα ξημέρωμα, μετά από ένα πετυχημένο τζαμάρισμα και μια εξίσου πετυχημένη μοσχαρόσουπα, σταθήκαμε έξω από το νεκροταφείο της Χώρας.
Το συγκεκριμένο νεκροταφείο βρίσκεται πίσω από ένα περίπτερο και δίπλα σ’ ένα μεξικάνικο εστιατόριο, στο κέντρο της Χώρας. Το εστιατόριο κλείνει τους χειμώνες. Το περίπτερο και το νεκροταφείο μένουν ανοικτά όλο το χρόνο.
Εκείνη το βράδυ είχαμε κι οι δυο μια ανεξήγητη αίσθηση απογοήτευσης. Μπορεί να ήταν επειδή γυρνούσαμε σπίτια μόνοι μας, εργένηδες κι ανέραστοι, πάνω στο άνθος της ηλικίας μας. Ή μπορεί να ήταν κάτι πιο βαθύ που να μας λέρωνε τη διάθεση, μια προαίσθηση του μέλλοντος που επιφύλασσε η μοίρα για τον έναν από τους δυο.
Συνηθισμένοι -απ’ τη μουσική- να συνεννοούμαστε χωρίς να μιλάμε, γυρίσαμε και μπήκαμε στο νεκροταφείο. Με ευλάβεια ξεκινήσαμε να περιηγούμαστε στα μνήματα, να κοιτάμε τις φωτογραφίες, να διαβάζουμε τις ηλικίες. Χαμογελούσαμε όταν βλέπαμε υπέργηρους, σφίγγαμε τα χείλη όταν η ηλικία των νεκρών ήταν κοντά στη δικιά μας, λίγα μόλις χρόνια παραπάνω. Μείναμε αποσβολωμένοι μπροστά στο μνήμα ενός μικρού κοριτσιού.
«Τι μας λείπει;» ρώτησα το Φάνη.
Εκείνος μόνο με κοίταξε. Ύστερα γύρισε να ψάξει για το φεγγάρι.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης μήνας, και ο ουρανός ξάστερος. Αν ήθελες θα μπορούσες να βουτήξεις και στη θάλασσα, τόσο ζεστά ήταν.
«Πόσες άνοιξες θα ζήσουμε ακόμα;» τον ρώτησα. «Μία, δέκα, πενήντα –το πολύ; Του χρόνου μπορεί να ‘μαστε κι εμείς εκεί κάτω.»
Κοιτάξαμε πάλι το μνήμα του κοριτσιού κι απομακρυνθήκαμε.
~~{}~~
Την επομένη ο Φάνης μου έδωσε το Γλάρο Ιωνάθαν. Το διάβασα απνευστί. Δεν είναι λογοτεχνία αξιώσεων, το ξέρω. Δεν είναι Προυστ ούτε Φώκνερ. Είναι ένα μικρό βιβλίο που το θυμάσαι όποτε βλέπεις γλάρους. Κι όταν θέλεις να πετάξεις μακριά.
Κι όμως. Το διάβαζα κι έκλαιγα, πράγμα που ποτέ δεν έκανα με τον Φώκνερ. Ήταν σαν κάποιες ταινίες της Ντίσνεϋ, που τις βλέπεις και κλαις και ταυτόχρονα αναρωτιέσαι γιατί κλαις -είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων, δεν είναι Ταρκόφσκι.
Το ίδιο βράδυ είδα ένα όνειρο: Ότι ο Καμπανέλλης με είχε πάρει τηλέφωνο και μου μιλούσε για το διήγημα που του είχα στείλει. Και μου έλεγε ότι είναι απαίσιο κι ότι καλύτερα θα ήταν να παρατήσω τη συγγραφή.
Το πρωί σηκώθηκα αποφασισμένος. Θα πετούσα. Θα παρατούσα τη δουλειά και θα έφευγα. Θα πήγαινα στη Γαλλία –εκεί δεν πάνε όλοι οι επίδοξοι συγγραφείς;- για να γράψω. Και καθόλου δεν με ενδιέφερε πια η ενύπνια άποψη του Καμπανέλλη.
Το ανακοίνωσα στους φίλους κι όλοι χάρηκαν –ελπίζω όχι γιατί θα με ξεφορτώνονταν. Ο Φάνης μου είπε να περιμένω μερικές μέρες. Έπρεπε να διαβάσω ένα ακόμα βιβλίο προτού φύγω. Και μου έδωσε την «Αέναη ευφορία» του Μπρικνέρ.
Ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα του Ιωνάθαν. Σαν να βλέπεις μια ταινία κινουμένων σχεδίων σκηνοθετημένη από τον Γούντι Άλεν. Ο Bach σου έλεγε: «Πέτα!» Ο Μπρικνέρ σου έλεγε: «Οι πτώσεις είναι μέρος της πτήσης».
~~{}~~
Τη μέρα που έφευγα συναντήθηκα με τον Φάνη για να του επιστρέψω το βιβλίο -και να ιδωθούμε για τελευταία φορά.
«Χαίρομαι για σένα», μου είπε.
«Κι εσύ;» τον ρώτησα. «Το ιστιοφόρο;»
«Θα το κάνω… Κάποια στιγμή.»
Όμως δεν ήταν το ίδιο εύκολο για το Φάνη. Εγώ δεν είχα κληρονομήσει τίποτα. Αυτός είχε ένα ολόκληρο ξενοδοχείο δεμένο στο πόδι του, μαζί με τους γονείς του, μαζί με μια μικροκοινωνία.
«Ίσως να ‘ρθεις να με πάρεις από Μασσαλία», του είπα –μάλλον για να τον παρηγορήσω.
«Θα φτιάξω κι ένα μικρό στούντιο μέσα», είπε αυτός. «Και σ’ όποιο λιμάνι σταματάμε θα κάνουμε τζαμαρίσματα με τους ντόπιους.»
«Θα ήταν πολύ ωραία», του είπα.
«Ναι!» είπε αυτός. «Θα ήταν.»
Μετά μπήκα στο πλοίο κι έφυγα, προσπαθώντας να σκεφτώ τον καλύτερο τρόπο για να ξεκινήσει ένα μυθιστόρημα.
~~{}~~
Αυτόν τον τρόπο δεν τον βρήκα στη Γαλλία, ακόμα τον ψάχνω.
Απομονώθηκα στα γαλλικά Πυρηναία, ήπια αψέντι βλέποντας τα σύννεφα να πέφτουν σαν καταρράχτες, έγραψα μέχρι τα ξημερώματα, γύρισα πίσω, έζησα, δούλεψα, ερωτεύτηκα, γέννησα, έγραψα, απογοητεύτηκα, χάρηκα, γιόρτασα, μέθυσα, έγραψα, έπαιξα, διαδήλωσα, έπαθα κατάθλιψη, μεγάλωσα, τόσα πολλά ρήματα, αλλά τον καλύτερο τρόπο δεν τον βρήκα.
Μόνο έχασα. Ανθρώπους.
Λίγο καιρό μετά την τελευταία μας κουβέντα ένας βιαστικός καρκίνος χτύπησε τον Φάνη. Πέθανε γύρω στα τριάντα τρία -και νομίζω ότι ήταν άνοιξη.
Όταν ξαναβρέθηκα στην Νάξο πήγα και πήρα δυο μπύρες απ’ το περίπτερο. Έπειτα έψαξα για το μνήμα του Φάνη. Το αναγνώρισα από μακριά. Μια φίλη είχε αφήσει ένα μικρό ιστιοφόρο μπροστά στο καντήλι. Ήπια τη μια μπύρα κι έχυσα την άλλη στο χώμα δίπλα στο μάρμαρο.
Δεν πετούσαν γλάροι ούτε έγινε κάτι το μεταφυσικό. Απλά έπινα μπύρα μέσα στο νεκροταφείο. Μόνος.
~~{}~~
Μετά από μερικά χρόνια, μια άνοιξη, ο γιος μου –στην πρώτη δημοτικού- ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο, σαν άσκηση για τις διακοπές του Πάσχα. Και ξεκίνησε γράφοντας:
«Ήταν μια ανησυχητική μέρα.»
Ανησύχησα, ζήλεψα, χάρηκα και αναρωτήθηκα: «Πόσες άνοιξες ακόμα;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~