του Νικήτα Φεσσά
Κινηματογραφική βιογραφία σκηνοθεσίας Άγγελου Φραντζή και σενάριο Κατερίνας Μπέη που εξιστορεί τη ζωή της ποιήτριας και στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ένα όνομα όχι πολύ γνωστό στο ευρύ κοινό, το οποίο ωστόσο κρύβεται πίσω από μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, και συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο γνωστούς και καταξιωμένους Έλληνες μουσικοσυνθέτες.
Η ζωή της Παπαγιαννοπούλου (η ταινία βασίζεται σε βιβλίο) είναι προφανώς συναρπαστική από μόνη της. Η κινηματογραφική μεταφορά της πάλι, όχι και τόσο. Καταρχάς πάσχει τεχνικά: από τον κακό ήχο και τη ‘διαφημιστική’ αισθητική, μέχρι τα ασφυκτικά κάδρα προκειμένου να μη φανεί οτιδήποτε μπορεί να προδώσει ότι η ταινία γυρίστηκε στην Αθήνα του σήμερα. Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες που έχει μια ταινία ή σειρά εποχής, αλλά η λύση είναι πολύ πρόχειρη.
Η ταινία του Φραντζή πάσχει επίσης από κακές ερμηνείες στα όρια της υστερίας, του κακού camp, και της παρωδίας τύπου Παπαθανασίου-Ρέππα, με εξαίρεση τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη που είναι όντως συγκινητικός, αλλά με ισχνό ρόλο για να δουλέψει. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ουρλιάζουν, κινούνται και χειρονομούν σαν νευρόσπαστα.
Γνωστές και γνωστοί ‘character’ ηθοποιοί υποδύονται, ή μάλλον μιμούνται σε στιλ Your Face Sounds Familiar, θρυλικές προσωπικότητες όπως ο Τσιτσάνης, ο Χατζηδάκις, η Μπέλλου, και η Βλαχοπούλου σε cameo περάσματα που μοιάζουν με παρέλαση σωσιών σε σόου εγχώριου Λας Βέγκας, σε fast forward.
Επίσης, όπως στις Άγριες Μέλισσες, η γλώσσα είναι συχνά άκαμπτη και επιτηδευμένη, γεμάτη από δήθεν παλιακές ή ιδιωματικές λέξεις όπως κοκόνα, γιαβρί, κ.ά., προκειμένου να μεταδώσει μια αίσθηση ‘εποχής’, αλλά η εκφορά είναι σύγχρονη, ενώ ουδείς μιλούσε έτσι π.χ. στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου εκείνων των χρόνων.
Οι δε διάλογοι και η σκηνοθεσία δίνουν την εντύπωση θεατρικής παράστασης (η Νένα Μεντή υποδύθηκε με επιτυχία την Παπαγιαννοπούλου στη σκηνή), ενώ η ταινία πηδάει από τη μια σκηνή στην άλλη την άλλη χωρίς να υπάρχει εμφανής σύνδεση. Ουσιαστικά πρόκειται περισσότερο για μια συρραφή περιστατικών που βγάζουν λίγο νόημα. Πριν προλάβει η/ο θεατής να χωνέψει τη μια τραγωδία στη ζωή της πρωταγωνίστριας, η μοίρα την έχει χτυπήσει με μια καινούργια.
Χαρακτήρες πάνε κι έρχονται, ή καλύτερα εξαφανίζονται, γερνάνε απότομα (και με κακό μακιγιάζ) ή πεθαίνουν, και εμείς πρέπει να συγκινηθούμε ενώ δεν έχουμε προλάβει να μάθουμε κάτι ουσιαστικό για αυτές και αυτούς. Για παράδειγμα η μητέρα της Παπαγιαννοπούλου, η οποία είναι προφανές ότι είχε κεντρικό ρόλο στη ζωή της, παρουσιάζεται ως ένας εντελώς διδιάστατος χαρακτήρας, αν όχι καρικατούρα βγαλμένη από ταινία με τη Βούρτση.
Το γενικό αποτέλεσμα είναι ότι, εάν κάποιος δεν έχει καλή γνώση προσώπων και γεγονότων πριν πάει να δει την ταινία, είναι σχεδόν αδύνατον να βγάλει άκρη για το τι συμβαίνει, ενώ βγαίνοντας από την αίθουσα έχει μάθει και καταλάβει ελάχιστα για την Παπαγιαννοπούλου, πέραν του ήταν γενικώς και αορίστως βασανισμένη, μανιώδης καπνίστρια και εθισμένη στον τζόγο, και σχεδόν τίποτα για το τι την έκανε αυτό που ήταν.
Οι ερμηνείες της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Κάτιας Γκουλιώνη, οι οποίες υποδύονται την Παπαγιαννοπούλου σε μεγαλύτερη και μικρότερη ηλικία αντίστοιχα, αγγίζουν τα όρια του drag. Η αφήγηση που πάει μπρος και πίσω είναι κουραστική, και το τέχνασμα με την Παπαγιαννοπούλου σε μεγαλύτερη ηλικία να ακούει σε νυχτερινό κέντρο τα τραγούδια που έγραψε σε διάφορες στιγμές της ζωής της λίγο πριν πέσει η αυλαία έχει κάτι το παρωχημένο και μοιάζει εύκολο, αν όχι φτηνό.
Τέλος, η αναίτια (εφόσον δεν λέγεται κάτι ουσιώδες) μεγάλη διάρκεια καθιστά επώδυνη την όλη εμπειρία.
Κρίμα, γιατί η Παπαγιαννοπούλου είναι προφανές ότι άξιζε καλύτερα.
*Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Λιλά για την φιλοξενία
Βαθμολογία 1,5/5