“Γράφω όταν με πνίγει μια παλιά θύμηση, όταν με βαραίνει ο πόνος. Για μένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος για να ξεφύγω από τούτο το θλιβερό περιβάλλον. Στην ηλικία μου βλέπεις, ο άνθρωπος ζει με τις αναμνήσεις του. Και οι δικές μου είναι πολύ πικρές!”
Αντισυμβατικός, δυναμικός και ανεπιτήδευτος άνθρωπος και χαρισματική στιχουργός η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου χάραξε όσο λίγοι την πορεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού αναζητώντας μέσα από τους στίχους της τη διαφυγή από τις αναμνήσεις ενός κόσμου ξεριζωμού και προσωπικών παθών και μετατρέποντας τα ατομικά και συλλογικά βιώματα και καημούς σε αυθεντική λαϊκή τέχνη.
Γεννημένη το 1893 στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου, αργότερα Νικολαΐδου και τελικά Παπαγιαννοπούλου βίωσε σε νεαρή ηλικία τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό που τη συνόδευσε, οι οποίες και τη συγκλόνισαν. Μετά τον ερχομό της στην Ελλάδα η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα βιώσει τη φτώχεια και την προσφυγιά, αλλά θα καταφέρει να ακολουθήσει την αγάπη της για το θέατρο και θα λάβει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις ως ηθοποιός στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και στο Εθνικό, ενώ παράλληλα θα παρακολουθήσει και μαθήματα φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.
Το 1932 μετά τον θάνατο του πρώτου της συζύγου η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα παντρευτεί με τον συνταξιούχο αστυφύλακα Γεώργιο Παπαγιαννόπουλο, από τον οποίο θα λάβει και το επίθετό της. Το 1960 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα βιώσει την απώλεια της πρωτότοκης κόρης της, η οποία θα τη συνταράξει και θα οδηγηθεί σταδιακά στον εθισμό στα χαρτιά και στο τζόγο σε μια προσπάθεια διαφυγής.
“Πολλοί γνωρίζουν τα τραγούδιά μου, λίγοι το όνομά μου!”
Απαρχή της καριέρας της ως στιχουργού θα αποτελέσει η γνωριμία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη και η μελοποίηση των στίχων «Στα σκαλοπάτια σου γυρίζω» και «τα Καβουράκια, που επρόκειτο να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία. Θα ακολουθήσουν πολλές επιτυχίες όπως: Αντιλαλούνε τα βουνά, Δυο πόρτες έχει η ζωή, Είμαι αητός χωρίς φτερά, Ηλιοβασιλέματα , Γυάλινος κόσμος, Όνειρο απατηλό, Σε τούτο το παλιόσπιτο, Συρματοπλέγματα βαριά, Περασμένες μου αγάπες και η συνεργασία με μεγάλους συνθέτες (Τσιτσάνης, Καλδάρας, Χατζιδάκις, Χιώτης, Ξαρχάκος κα) και λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής (όπως με τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, τον Αγγελόπουλο και τη Μοσχολιού).
Παρά την ανάδειξή της ως μίας από τις αυθεντικότερες στιχουργούς του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και τη μελοποίηση των στίχων της που επρόκειτο να χαράξουν την πορεία της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα έμενε στην αφάνεια μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας (πολλοί μάλιστα συνθέτες θα ιδιοποιηθούν τους στίχους της παρουσιάζοντας τους ως δικούς τους) αντιπαλεύοντας τον εθισμό της στον τζόγο, τα προσωπικά της πάθη και κακουχίες και ζώντας φτωχικά μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου μέσα από την πολυτάραχη ζωή της θα βιώσει τη φτώχεια, την προσφυγιά και την περιθωριοποίηση των γυναικών στο πλαίσιο μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, αλλά η ιστορία της θα συνδεθεί με την ψυχή ενός ολόκληρου λαού, που μέσα από τους στίχους της ένιωθε να εκφράζονται όλοι οι καημοί και οι ελπίδες του. Εξάλλου, και η ίδια η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα προσπαθήσει συνειδητά να εκφράσει μέσα από τους στίχους της, που συχνά μάλιστα θα γράψει λόγω της στιγμιαίας έμπνευσης τους ακόμα και σε πακέτα τσιγάρων, τα βάσανα, τα πάθη και τους καημούς τόσο της ίδιας όσο και των φτωχών λαϊκών ανθρώπων τη ζωή των οποίων και μοιράστηκε. Γιατί όπως επέμενε να λέει:
“Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι’ αυτό είναι αληθινό, γι’ αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει όμως ν’ αδειάσεις ψυχή και πνεύμα για να το πιάσεις. Πρέπει να ζυμωθείς με τον λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική”.