Τρία ποιήματα από την υπέροχη ποιητική συλλογή του Φάνη Παπαγεωργίου ”Η θάλασσα με τα 150 επίπεδα”
Σεισάχθεια στον ήλιο
Μπορούσες να διακρίνεις τις ώρες
1520 ακριβώς
από την πλημμυρίδα του φωτός
τα άνθη είχαν λυγίσει τη μέση τους
η γη δεν ήταν παρά μόνο κοντά
κι εκείνη βρισκόταν ήδη τόσο μακριά
που θα την άγγιζες
έστω και μέσα από σχισμή στα κάγκελα
είχε προλάβει να απορρίψει λέξεις όπως
επιστροφή, ερημιά, επωδός
και δεν θα σε γνώριζε. Είχε άλλες
εκόμα, εσφαλώς, ερμονία
σε λίγο ο δρόμος θα ξεφόρτωνε οχήματα
ο ουρανός θα ξεφόρτωνε άστρα
ο λόφος θα ξεφόρτωνε βουνά
το χρέος θα ξεφόρτωνε ανθρώπους
η γη θα ξεφόρτωνε την κίνηση της
μόνο φως κι ούτε σκιά
ούτε φιλιά ούτε τίποτα
το Βερολίνο δεν υπήρχε
ούτε και το τείχος
Σημειώσεις ενός σημείου στίξης
Ο κόσμος κατέβηκε στο κεφάλι του
είχε καταβροχθίσει τους γείτονες του
και στρογγύλευε συνέχεια
σε κάθε βήμα τσουλούσε πάνω στα χορτάρια
δεν μπορούσε να ανέβει ούτε στις χαραμάδες
και δεν περνούσε τις σχισμές
και σε κάθε άνοιγμα των χειλιών
κάποια λέξη θα προέκυπτε
ταιριαστή θα ήταν
σήμερα, ίσως, αυτή, εγώ, πέρα, θέλω
Θα κοίταζε οτιδήποτε σφαιρικά
Θα μιλούσε οπωσδήποτε σφαιρικά
Θα έφτιαχνε σκιά αναμφίβολα σφαιρική
Με σφαιρικό τρόπο όλα τα προηγούμενα
Είναι μια τελεία
Κοπανάει τον αέρα
με τον τρόπο που όσοι μετεωρίζονται
μεταξύ άλλων ανθρώπων
σχηματίζουν το τέλος
Μέσος ή Μεστός
Δυο κτήρια, αν αγγίζονταν
θα τα αποκαλούσαμε μεσοτοιχία
με τον ίδιο τρόπο που ένα τυχαίο
άγγιγμα ανθρώπων θα το λέγαμε
μεσοβέζικο
και τη θάλασσα μεταξύ ηπείρων
μεσόγειο
το κατάρτι μέσα σε αυτήν
μεσιανό
και φωτισμένο ίσως,
μεσημέρι
στην μεγάλη τρύπα
από την ανατολή μέχρι τη δύση
μέσα της δεν έβλεπε
τα μάτια της ήταν μεστά μέσα στο βάδισμα τους
και τα χέρια της δεν τον οδηγούσαν στις σπηλιές
στο μέσα των δαχτύλων της
κι είχε μια μέση ξύλινο δοκάρι
για να βαστάει το μεστό της στόμα
είχε μέσο και σκοπό να την παγιδεύσει
στα μεσαία κύμματα που εξέπεμπε από το κεφάλι του
δεν ήταν δα και μεσόκοπος
το κενό μεταξύ τους ήταν κομήτης
μεσουρανούσε