Δύο καλοντυμένοι ηλικιωμένοι συζητάνε όρθιοι, πιασμένοι από τις χειρολαβές του βαγονιού με πλαστικές σακούλες λαϊκής στα πόδια τους ενώ το τραίνο τσουλάει νωχελικά στις ράγες.
Κινούμαστε με 600 χλμ/sec προς την κατεύθυνση του αστερισμού του Κενταύρου. Εγώ, ο πλανήτης, ο γαλαξίας ολόκληρος, μαζί με τους γειτονικούς του μάλιστα, σαν ουράνιος ποταμός, προς μια άγνωστη συγκέντρωση μάζας 147 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τη Γη. Αν και είναι καλυμένη από τη σκόνη του δικού μας γαλαξία και δε μπορούμε να την εξετάσουμε, τα νούμερα την θέλουν περίπου στις 5×1016 ηλιακές μάζες. Είναι κάτι σαν κοσμική ηλεκτρική σκούπα που καταπίνει γαλαξίες και το ονόμασαν Μεγάλο Ελκυστή.
Κοιτάνε προς τα πίσω, καυγάς στο βαγόνι, φωνές.
– “Ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;”
Συνεχίζουν την συζήτησή τους.
Η επιστήμη από τα γεννοφάσκια της, γέρασε ψάχνοντας να εξηγήσει την ύλη, τα άτομα, τα κουάρκς για να καταλήξει να μας πει οτι η μάζα οποιασδήποτε μορφής ύλης που μπορούμε να δουμε ή να αγγίξουμε ειναι απλώς μια παραμόρφωση του χωροχρόνου. Ένα τσαλάκωμα. Τίποτα παραπάνω τίποτα παρακάτω απο μια “ζάρα” στιγμιαίας και σημειακής βαρύτητας στο υφαντό της μίας οικουμενικής Συνείδησης που ονομάζουμε κόσμο.
Ένας νεαρός τους παραχωρεί τη θέση του και οι καλοντυμένοι άντρες γνέφουν ενα ευχαριστώ και χαμογελάνε.
Ψάχναμε τις απαντήσεις στην ύλη αντί για το χώρο. Στο περιεχόμενο αντί για το περιέχον. Θαυμάζαμε τις ερμηνείες των ηθοποιών και τα όμορφα κοστούμια τους μα το αληθινό θαύμα ηταν απλώς η σανιδένια σκηνή. Πέραν πάσης υποψίας. Αν ο θεός και ο διάβολος έπαιζαν ποδόσφαιρο θα κέρδιζε το γήπεδο.
Οι ράγες στριγγλίζουν.
Είναι λες και έμαθες ό,τι ήθελες να μάθεις εκτός από το ποιά είναι η σωστή ερώτηση. Οι απαντήσεις πάντα σωστές είναι, οι ερωτήσεις ήταν λάθος. Και σε κάθε λάθος ερώτηση της ανθρωπότητας, μαζί με την απάντηση έρχεται και η γέννηση ενός θεού που καλύπτει το κενό μεταξύ Αλήθειας και Κατανόησης.
Μεγάφωνα: “Παρακαλώ προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.”
Οι σωστές ερωτήσεις μας, έχουν κρυφτεί κάπου ανάμεσα σε εναν αχανή χωροχρόνο 11 διαστάσεων, με μόνη πυξίδα την εντροπία του και πολύ μακριά από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Πώς γίνεται να πολεμήσεις κάτι που δεν μπορείς να αντιληφθείς;
Μια όμορφη κοπέλα μπαίνει στο βαγόνι. Ο ένας από τους δύο σηκώνεται και της παραχωρεί τη θέση του. Εκείνη του χαμογελά και κάθεται. Μετά βγάζει ένα καθρεφτάκι από την τσάντα της και διορθώνει το κραγιόν στα χείλη της μασώντας τσίχλα.
Ευτυχώς, έχουμε παρηγοριά τα μαθηματικά. Φυσική και μαθηματικά είναι ίσως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Την ίδια αλήθεια εξιστορούν εξάλλου. Όπως αυτοί που ονομάζουν “θεό” και “διάβολο” ίσως στο τέλος του χρόνου παραδεχτούν ότι είναι μια μοναδική συνείδηση με σχιζοφρενικές διαταραχές που υποφέρει από παρανοϊκές παραισθήσεις σχετικά με ένα φανταστικό εχθρό.
Κι άλλες φωνές απο το πίσω μέρος του βαγονιού. “Σήκω τον κώλο σου να κάτσει η γυναίκα ρε σκυλάραπα!”
Αν ο θεός και ο διάβολος έπαιζαν ποδόσφαιρο θα κέρδιζε το γήπεδο.
Ο ένας σηκώνεται και μαζεύει τις σακούλες του και χαιρετά την όμορφη κοπέλα με ένα ανασήκωμα του καπέλου του και υπόκλιση του κεφαλιού χαμογελώντας της τρυφερά. Της ρίχνει τα τελευταία βλέμματα θαυμασμού, όσο ο άλλος τον τραβάει από το μπράτσο έξω απο το βαγόνι.
Έλα, γόη, μην κάνεις όνειρα. Για την δεσποινίδα αυτή, δεν ορίζεται καν η κυματοσυνάρτηση σου. Εξάλλου αμα σε πάρει χαμπάρι η γυναίκα σου, θα σε εξαϋλώσει σε μοριακό νέφος.
Δεν έλεγα τίποτα άλλο…
– “Πάλι χάζευες αχαΐρευτε, ε; Άντε πάμε γρήγορα γιατί έχω ενα σκασμό δουλειές.”
Βαδίζουν οι τρείς τους στο στενό πεζοδρόμιο, η γυναίκα περπατά αργά ψάχνοντας ταυτόχρονα στις σακούλες. Λίγο παραπέρα μια νεαρή ζητιάνα με μωρό παιδί να κοιμάται στην αγκαλιά της.
– “Είκοσι λεπτάκια καλέ κύριε να πάρω γάλα στο μωρό μου.”
Ο άνδρας σκύβει βγάζοντας ενα χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ, το αφήνει δίπλα της και ψαχουλεύει μέσα στο ποτηράκι με τα κέρματα της και παίρνει ρέστα από είκοσι λεπτά.
– “Τι κάνεις χριστιανέ μου στη γυναίκα; Σ’χώρα τον, κορίτσι μου, είναι τελείως βλαμμένος ο άνθρωπος, έχει ξεμωραθεί τελείως. Να πάρε και αυτά τα ψιλά που έχω. Καλά, ψωμί δεν πήρες; Ένα πράγμα σου είπα να πάρεις οπωσδήποτε και το ξέχασες!”
– “Δεν πειράζει ας φάμε παντεσπάνι.”
– “Μμμ… Όλο εξυπνάδες είσαι.”
– “Και εσύ είσαι η μόνη γέφυρα που έχω ανάμεσα στην μία και μοναδική Αλήθεια και την Κατανόηση, είσαι η μόνη εντροπία μου και το βέλος του χρόνου, η μόνη έγχρωμη υπόσταση σε ένα ολόκληρο πεδίο ορισμού απείρων αγνώστων τιμών.”
Η σύζυγος χαμογελάει, πλησιάζει και του χαϊδεύει τα χέρια. Του ισιώνει το καπέλο.
– “Τριάνταπόσα χρόνια τώρα, ποτέ μου δεν κατάλαβα μισή λέξη από όλες αυτές τις ασυναρτησίες σου. Αλλά και εγώ σ’αγαπώ.”
Ο δεύτερος ηλικιωμένος άνδρας στέκεται ακριβώς δίπλα τους και τους κοιτάει αμίλητος τόση ώρα.
Όταν την γνωρίσαμε ήξερα ότι είναι η γυναίκα της ζωής μου και ακόμα το πιστεύω. Αλλά τελικά ίσως να είναι καλύτερα που την κέρδισες εσύ.
– “Ναί ίσως να είναι καλύτερα”, λέει ο άνδρας με το καπέλο.
– “Τι λες πάλι; Σταμάτα πια να μιλάς μόνος σου και προχώρα αχαΐρευτε.”