Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Χωρίς πρόλογο. Δε θέλω να χαρίσω παραπάνω λέξεις στους φασίστες. Δε θέλω να αφιερώσω ούτε έναν φθόγγο σε όντα που στήνουν τον κόσμο τους γεωγραφικά σε έναν τόπο που μια τυχαιότητα τους γέννησε και που οι ίδιοι κατά μια -διαστρεβλωμένη έννοια- κακοεκφέρουν λέξεις όμοιες με αυτές που άλλοι για μερικές χιλιάδες χρόνια χρησιμοποιούν στον ίδιο περίπου χώρο. Δεν έχω περίσσευμα γραμμάτων για τύπους που ο πολιτισμός τους σταματάει εκεί που το χρώμα του δέρματος αλλάζει, που υψώνουν τείχος σε οτιδήποτε δεν είναι πολύ αντρικό, πολύ εθνικό, πολύ νταβραντισμένο, πολύ αμόρφωτο. Δε θέλω ρε παιδί μου! Εμένα ο πολιτισμός μου δεν είναι straight, body builder, ναζί και Έλληνας.
Για αυτό σου λέω:
Φασίστα, σε σιχαίνομαι. Σιχαίνομαι τις δήθεν εκδηλώσεις αγάπης σου με αιμοδοσίες μόνο για Έλληνες, με μοίρασμα λαχανικών μόνο σε Έλληνες, με γιαγιούλες που τις περνάς το δρόμο, που τις πηγαίνεις στα ΑΤΜ, που ξαφνικά ανακάλυψες. Για πες μου ναζί, πού είσαι, όλα αυτά τα χρόνια στους ξενώνες φιλοξενίας αστέγων, πού είσαι στη βοήθεια, στήριξη, περίθαλψη τοξικοεξαρτημένων; Πού είσαι σε υπερήλικες μόνους, πόσα κοινωνικά ιατρεία έκανες, πότε ήρθες να στήσεις ένα κοινωνικό παντοπωλείο; Για πες μου ναζί, πότε έδωσες το χέρι σε έναν Έλληνα (που τόσο λιβανίζεις) όταν μπροστά δεν ήταν η κάμερα; Ποια δουλειά τον βοήθησες να βρει που να μην είναι με όρους ξεφτίλας, που να μην επαναφέρει τη δουλεία με σύγχρονους όρους, που να μην είναι ενοικίασή του σε έναν εφοπλιστή κάπου στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη; Ξέρεις ναζί για πού λέω, για εκεί που προσπάθησες να σκοτώσεις τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ με τα καδρόνια γεμάτα πρόκες.
Φασίστα, σε σιχαίνομαι. Αφού έσφαξες τον Λουκμάν και κανείς δεν ασχολήθηκε, αφού είχες κάνει καθημερινότητά σου τα πογκρόμ σε γειτονιές και λαϊκές, αφού οι λάμες σου γυάλιζαν στις νυχτερινές περιπολίες σε Παντελεήμονα και πλατεία Αμερικής, σε Κυψέλη και Μενάνδρου και οι νυκοκοιραίοι σιωπηλά επικροτούσαν, δυνατά σιωπούσαν, δολοφόνησες και τον Φύσσα. Και μετά ήρθε η δίκη και μετά κανείς δεν είδε κανέναν, κανείς δε γνωρίζει κανέναν, κανείς δεν υπήρξε ποτέ. Χρυσή Αυγή και Ρουπακιάς; Άγνωστοι μεταξύ τους. Λαγός και Μιχαλολιάκος και γνώστες και εντολείς και ηθικοί αυτουργοί; Ξένα σώματα. Μπάτσοι και άπραγοι και «ήμασταν λίγοι τι να κάναμε»; Ηθοποιοί σε παράσταση μπροστά σε δικαστές. Ναζί, σε σιχαίνομαι γιατί όταν έρχεται η ώρα δεν έχεις καν το θάρρος να υπερασπιστείς τον πάτο που διάλεξες ως σημαία σου.
Φασίστα σε σιχαίνομαι. Ξερνάω που υπάρχεις. Το μπόι σου, το αξιακό σου μπόι, φτάνει ως τη βόμβα, νύχτα σε κτίριο που φιλοξενεί οικογένειες προσφύγων. Η μαγκιά σου, η βαρβατίλα σου, τα εθνικά σου μούσκουλα κάνουν την πασαρέλα τους πλάι σε ανατιναγμένα παιδικά παιχνίδια, σε ρούχα και τρόφιμα μαζεμένα απ’ το υστέρημα άλλων, Ελλήνων μεν, αλλά όχι αρκετά ώστε να ψηφίζουν, να είναι Χρυσή Αυγή. Ναζί, ποτέ δεν ήσουν για παραπάνω. Είσαι το στρατόπεδο συγκέντρωσης για Εβραίους, ρομά και γκέι, είσαι οι σφαίρες στον τοίχο της Καισαριανής, είσαι τα Καλάβρυτα, είσαι η βόμβα στο Ναγκασάκι, είσαι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, είσαι η Αμερική στο Βιετνάμ, η καθημερινή ισραηλινή εξόντωση των Παλαιστινίων, είσαι ο Ταλιμπάν που ανατινάζει παιδικές χαρές κι η Μπόκο Χαράμ που απάγει κορίτσια στη Νιγηρία. Ναζί, εκεί που τελειώνει ο άνθρωπος, εκεί που η εξέλιξη σταματά, που η λογική νικιέται απ’ τα νεαντερντάλια ένστικτα είσαι εσύ. Ναζί, ανατίναξες την κατάληψη της Νοταρά και την ξαναστήσαμε σε μια μέρα. Και ξέρεις ποιο είναι το τραγικό για ‘σένα; Ότι ποτέ δεν θα καταλάβεις πώς κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Να σου πω λοιπόν. Μαζί. Μαζί πολλοί το κάναμε. Αλληλεγγύη είναι η λέξη. Αλληλεγγύη, solidarity, solidarieta΄… Να το προχωρήσω; Σε ποια γλώσσα θα μπορούσες να έχεις νιώσει αυτή τη λέξη;
Φασίστα, σε σιχαίνομαι. Μπήκα σε ταξί πριν δυο μέρες στη Θεσσαλονίκη. Είχε τοπικό σταθμό. Ο δημοσιογράφος μιλούσε για τα παιδιά των προσφύγων και το ότι θα πάνε σε σχολεία απ’ την επόμενη βδομάδα. Για την ακρίβεια έλεγε: «ναι, φίλε ακροατή που με ρωτάς. Χτες το απόγευμα και για ώρες, μαζί με άλλους πολίτες ήμουν στο δημοτικό συμβούλιου του δήμου μου και έκανα αυτό που ένιωσα. Γιατί πέρα από δημοσιογράφος είμαι και πολίτης ενεργός. Και το Υπουργείο έχει αποφασίσει μετά τα πρωινά μαθήματα των παιδιών μας, τα σχολεία να δίνονται στα παιδιά των προσφύγων. Δε λέω, καλή η σκέψη να πηγαίνουν κι αυτά σε σχολείο αλλά πού; Όλοι ξέρουμε τι σχολεία θα παραδίδουν το μεσημέρι τα παιδιά μας και οι δάσκαλοί τους και τι θα παραλαμβάνουν το πρωί. Όλοι ξέρουμε πώς λειτουργούν αυτά». Ε, λοιπόν, ναι όλοι ξέρουμε. Μην κρύβεσαι φασιστάκο μου, όλοι ξέρουμε πώς λειτουργούν αυτά. Αν γινόταν μάλιστα να έβγαζες το σκασμό εσύ και όσοι όμοιοί σου δάσκαλοι υπάρχουν, όλοι θα ξέραμε πόσο όμορφα, πολύχρωμα και ζεστά θα άλλαζαν χέρια οι σκυτάλες της γνώσης.
Φασίστα, σε σιχαίνομαι. Ρατσιστής, ομοφοβικός, σεξιστής, απέναντι σε καθετί που χαλάει την τακτοποιημένη εικόνα ενός αποστειρωμένου κόσμου στον οποίο -δήθεν- πιστεύεις κι ακολουθείς. Μπάσταρδο των φοβικών ΜΜΕ, των φοβολάγνων οικογενειαρχών του καναπέ, των συναγερμών, των -με γεωμετρική πρόοδο αυξανόμενων- εταιριών σεκιούριτι, της αναζήτησης ενόχων για την κοινωνική μας κατρακύλα, της ολοένα και πιο λειψής μας παιδείας. Ναζί, μεγαλωμένο φίδι με τη φωλιά σου ήδη σε δημόσιες υπηρεσίες, σε αστικές συγκοινωνίες, σε γήπεδα, σε εκκλησίες. Ελεγκτή του ΟΑΣΘ στη Θεσσαλονίκη, του ΗΣΑΠ, του ΜΕΤΡΟ, του Προαστιακού, εσύ που για το 50% κέρδους του προστίμου για ένα μη επικυρωμένο εισιτήριο θα τραμπουκίσεις, θα βρίσεις, θα χτυπήσεις, θα χυδαιολογίσεις, ετσιθελικά θα προσωποκρατήσεις, και -γιατί όχι;- θα σπρώξεις και – ω, του ατυχήματος!- θα σκοτώσεις κιόλας! Παλιάνθρωπε, ανακατεύεις τα σωθικά μου. Δε με αφήνεις να ησυχάσω. Παλιάνθρωπε, αν δεν είμαι, αν δε γίνω ο εφιάλτης σου όπου σε βρίσκω δε θα ησυχάσω ποτέ.
Φασίστα, σε σιχαίνομαι. Ξερνάω στη γραβάτα σου άθλιε δημοσιογράφε του ΣΚΑΙ, Γιάννη Πιταρά. Δεν έχω καμιά καμπύλη να καλύψει τις γωνίες κάθε κατάρας που σου ‘χω ρίξει απ’ τη στιγμή που σε άκουσα να συγκρίνεις τη Μακρόνησο και τους αριστερούς κρατούμενούς της, τα εκεί βασανιστήρια, τους εκεί θανάτους, τις εμφυλιακές και μετεμφυλιακές εξορίες με την πασαρέλα εκατομμυρίων, καναλαρχών, υπόδικων εφοπλιστών, χρηματοδοτών της Χρυσής Αυγής και άλλων όμοιων που συμμετείχαν στο διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Φασίστα Γιάννη Πιταρά, ναι, στη Μακρόνησο είχε και θάλασσα. Για να βάζουν σε τσουβάλια τους κομμουνιστές μαζί με γάτες και να τους σέρνουν πίσω από καΐκια. Είχε και θάλασσα για να ξανοίγονται με τις βάρκες και να βυθίζουν τους νεκρούς. Φασίστα, τσιράκι, προπαγανδιστή, μην αναρωτηθείς ποτέ τι βρωμάει γύρω σου. Εσύ είσαι. Εσύ και το σινάφι σου.
ΥΓ. Ξεκίνησα να γράφω το κείμενο πριν περίπου δέκα μέρες, αμέσως μετά την επίθεση στην Στέγη Προσφύγων της Νοταρά. Προσωπικοί λόγοι κι ελάχιστος χρόνος από τότε με έκαναν κάθε μέρα να το αναβάλω. Αν το είχα γράψει τότε δε θα είχα συμπεριλάβει σε αυτό την επίθεση των ελεγκτών του ΟΑΣΘ στην κοπέλα χωρίς εισιτήριο, τον ραδιοφωνατζή και το παραλήρημά του για τα παιδιά των προσφύγων, τον Πιταρά του ΣΚΑΙ. Γεγονότα που γίνονται πια κάθε μέρα, που είναι δίπλα μας, παντού και βρωμάνε άγριο φασισμό (αυτές τις μέρες ξέσπασε το θέμα με πολιτικούς -και πίσω τους κατοίκους της Κρήτης- που τρομοκρατήθηκαν από ένα υποθετικό νούμερο 2000 προσφύγων που ίσως πάει στο νησί, νέο θέμα με ελεγκτή, αυτή τη φορά του προαστιακού προς Χαλκίδα, και πρόσφυγες, επίσης άλλο με τις δηλώσεις Μέρκελ-Ρέντσι για εξεύρεση τρόπων άμεσης επιστροφής στις χώρες τους μεταναστών που δεν έχουν δικαίωμα να βρίσκονται στην Ε.Ε. και σίγουρα άλλα που μου ξεφεύγουν). Τι θέλω να πω; Ότι δεν βρισκόμαστε απέναντι, δεν πολεμάμε ένα τέρας που εμφανίζεται πού και πού. Έχουμε έναν κανονικό πόλεμο, έναν καθημερινό πόλεμο, μια μάχη σε κάθε δρόμο, σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε παρέα με τα κτήνη του φασισμού. Δεν υπάρχει επανάπαυση, δεν υπάρχει «δεν είδα», δεν υπάρχει κανένα μεμονομένο περιστατικό. Υπάρχει σύγκρουση και μόνο αυτή.