Από τον Old Boy
Με αφορμή το “Alien: Covenant” του Ρίντλεϊ Σκοτ & το «Άφτερλωβ» του Στέργιου Πάσχου
Πρώτη δημοσίευση: elculture
Δυο ταινίες που δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές μεταξύ τους, αν όχι για λόγους που ανάγονται στην πρόθεση των δημιουργών τους, σίγουρα για λόγους αντικειμενικούς, για λόγους ανάγκης: από τη μια δηλαδή ένα έργο σαν το «Alien: Covenant» με μπάτζετ 97 εκατομμυρίων δολαρίων και στόχο να μαζέψει στα ταμεία πολλά περισσότερα κι από την άλλη, ένα έργο σαν το «Άφτερλωβ» φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά και προϋπολογισμό γύρω στα 97 εκατομμύρια δολάρια χαμηλότερο. Από τη μια μια ταινία που προσπαθεί να αξιοποιήσει όλες τις τεχνολογικές δυνατότητες του μέσου για να προσφέρει ένα πλούσιο θέαμα κι από την άλλη μια ταινία που για να γυριστεί της αρκούσε να δείξει μόνο έναν άντρα, μια γυναίκα, ένα σπίτι, άντε κι ένα σκυλί που το λένε Λέιλα. Κι όσο αδόκιμο είναι να μπουν και οι δύο στο ζύγι κι όσο ανόμοια μεγέθη κι αν είναι, στο τέλος της ημέρας όταν κάθεσαι σε μια κινηματογραφική αίθουσα να τις δεις, τότε είναι ταινία εναντίον ταινίας και εκτός από τη δεδομένη διαφορά στη «χειρονομία», προκύπτει ξεκάθαρα και μια διαφορά στο τελικό αποτέλεσμα και, ω ναι, είναι το «Άφτερλωβ» η ταινία που έχει κάτι να σου πει και κάτι να σου αφήσει, ενώ το “Alien: Covenant” δεν σε απογοητεύει απλώς, σε θυμώνει για αυτά που αντιπροσωπεύει, σε θυμώνει για αυτά που είναι, σε θυμώνει για το είδος του κινηματογράφου που ενσαρκώνει.
Κι όχι δεν πήγα προκατειλημμένος να δω το νέο Άλιεν, ούτε περιμένοντας να απογητευτώ. Πριν λίγα χρόνια το τρόπον τινά πρίκουελ του, ο «Προμηθέας», δεν με είχε χαλάσει. Μολονότι ποντάριζε κι αυτό στο fracnchise των Άλιεν, ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε φτιάξει μια ταινία που κατάφερνε να διατηρήσει μια αυτάρκεια και κυρίως είχε μια εικαστική δύναμη και μια ατμόσφαιρα η οποία σε έκανε να λες ότι είδες κάτι αξιοπρεπές, κάτι που άξιζε τον κόπο. Αλλά το “Alien: Covenant” συνοψίζει ό,τι πάει στραβά με το εμπορικό σινεμά που πριμοδοτούν τα μεγάλα στούντιο. Λίγο νωρίτερα, στα «προσεχώς», μια ακόμη ταινία της Μάρβελ που, αν κατάλαβα καλά, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ ως Tόνι Στάρκ δίνει τη σκυτάλη σε έναν νέο Σπάιντερμαν, ενώ παίζει κι ο Μάικλ Κίτον, γιατί το μόνο που δεν έχουν κάνει ακόμα τα στούντιο είναι να φτιάξουν έναν υπερήρωα βασισμένο στον “Βirdman“.
Η ανακύκλωση, της ανακύκλωσης, ω ανακύκλωση. Και να προσπαθεί απεγνωσμένα να δοθεί και μια χροιά βάθους, με επίκληση του «Οζυμανδία» του Σέλλεϊ, την ώρα που ένα από τα καλύτερα επεισόδια τηλεοπτικής σειράς όλων των εποχών ήταν ο Οζυμανδίας του Breaking Bad. Kι όταν σερβίρεις και ξανασερβίρεις ad nauseam το ίδιο πράγμα, χάνεται σταδιακά και η όποια έμπνευση. Τίποτα από όσα συμβαίνουν στην ταινία του Σκοτ δεν μοιάζει αληθινό, αλλά και τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μοιάζει έστω σαν παιχνίδι και αναφορά. Ούτε κάτι πρωτότυπο στήνεται, ούτε κάτι που να πηγαίνει τη μυθολογία των Άλιεν παραπέρα. Όσο για την τελική ανατροπή, πρέπει να είναι από τις πιο προβλέψιμες των τελευταίων δεκαετιών και το γεγονός ότι την άφησαν να περάσει έτσι, δείχνει πόσο πολύ έχει πέσει ο πήχης, πόσο πολύ αδιαφορούν για τον θεατή, πόσο πολύ θεωρούν ότι απευθύνονται σε πρόβατα που δεν έχουν ξαναδεί σινεμά. Το πρόβλημα του “Alien: Covenant” δεν είναι ότι κοπιάρει. Είναι ότι κοπιάρει ανέμπνευστα, άσχημα, παραιτημένα. Σε αντιστοιχία με τα ανδροειδή που δίνουν και παίρνουν στην ταινία, θα μπορούσε να γίνει εδώ λόγος για «φιλμοειδή» έργα: μηχανές φτιαγμένες για να υπηρετούν το όραμα των παραγωγών να βγουν σίγουρα λεφτά, βασισμένα σε επιτυχίες του παρελθόντος, επιτυχίες που προήλθαν από αληθινές ταινίες.
Ο Ντάνι ΜακΜπράιντ, με καπέλο από το Τέξας, έχει ακριβώς το ρόλο που θα είχε αν γύριζε κάποια διαστημική παρωδία ο Σεθ Ρόγκεν. Οι σκηνές του στο “This is the End” είναι πιο σοβαρές. Άλλωστε εμφανίζεται και ο Τζέιμς Φράνκο ως πτώμα, πιθανώς για να εμφανιστεί στην επόμενη ταινία της σειράς, πιθανώς γιατί είδε φως και μπήκε, τι σημασία έχει άραγε, δουλίτσα να υπάρχει. Ο Μπίλι Κράνταπ πρέπει ανάμεσα στα ξαναγραψίματα των ντραφτς να έχασε όποιον χαρακτήρα του είχε δοθεί αρχικά. Σε κάποιο ντραφτ πρέπει να ήταν θρήσκος, σε κάποιο άλλο ένας ανασφαλής αρχηγός αποστολής, για να καταλήξει να τον μεταχειρίζεται στο τελικό σενάριο και ο Σκοτ σαν τερματικά ηλίθιο.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ κάνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια ταινίες χωρίς καμιά ψυχή. To κάνει τόσο συστηματικά και τόσο ως κανόνα, που μάλλον δεν μπορούμε να μιλάμε για έκπτωση, αλλά για αυτό που όντως είναι: ένας εξαιρετικός μάστορας του σινεμά, παρά ένας αληθινός δημιουργός. Ένας άνθρωπος που μπορεί να σου δώσει ένα αριστούργημα, αλλά που δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να γυρίσει μετά δέκα ταινίες που αναρωτιέσαι γιατί γυρίστηκαν. Το καινούριο με το “Αlien: Covenant” είναι ότι δεν σκηνοθετεί και καλά πια. Αν εξαιρέσεις τις σκηνές που τα Άλιεν σπλατεριάζουν το πλήρωμα και που έχουν την πλάκα τους, όλα τα άλλα γίνονται για να βγει το μεροκάματο. Μακάρι το “Blade Runner” στα χέρια του Βιλνέβ να καλοπέσει. Αλλά χρειαζόμαστε επειγόντως νέες ιστορίες, νέους μύθους, νέα Άλιεν. Και μιλάμε για αντίστοιχα Άλιεν, δεν μιλάμε για Ταρκόφσκι και Μπέργκμαν, μιλάμε για εμπορικότατο κινηματογράφο που όμως θα έχει να πατήσει σε μια νέα έμπνευση, σε ένα νέο όραμα. Όσο το εμπορικό σινεμά, το σινεμά των μπλοκμπάστερ θα στρέφεται στη σιγουριά και την απομύζηση, τόσο θα πέφτει πάνω στα σώματα παλιών σημαντικών ταινιών και θα βγαίνει από μέσα τους σαν Άλιεν, μέχρι να μην μείνει στο τέλος τίποτα άλλο, παρά η αίσθηση πως ό,τι είχαμε να δούμε το είδαμε, κλείστε το μαγαζί.
Ο Στέργιος Πάσχος μάς είχε γνωρίσει το Νίκο και τη Σοφία με την οκτάλεπτη ταινία του «Ο Έλβις είναι Νεκρός». Τότε ήταν ακόμα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, χώριζαν τα ξανάβρισκαν, αλλά τώρα πια έχουν χωρίσει για τα καλά. Κι έχει περάσει και καιρός. Αλλά ο Νίκος δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Βασικά δεν έχει καταλάβει. Να καταλάβει θέλει. Της Σοφίας δεν της άρεσαν ποτέ οι εξηγήσεις, λέει. Και θέλει να καταλάβει όχι ακριβώς γιατί χώρισαν. Οκ, χώρισαν επειδή απομακρύνθηκαν σταδιακά ο ένας από τον άλλο. Αλλά γιατί απομακρύνθηκαν σταδιακά, με αποτέλεσμα να φτάσουν να χωρίσουν; Τι χάλασε, τι έφθειρε, τι έφαγε τη σχέση τους; Οπότε αφού δεν του εξήγησε ποτέ ικανοποιητικά κι αφού έμεινε με την απορία να τον βασανίζει, συλλαμβάνει το εξής σχέδιο. Αφού η Σοφία δεν του εξήγησε με τη θέλησή της, θα του εξηγήσει με το ζόρι. Πώς; Θα την κλειδώσει μέχρι να του εξηγήσει. Πού θα την κλειδώσει; Σε μια βίλα ενός φίλου του που ο Νίκος φροντίζει για το καλοκαίρι, ποτίζοντας τα φυτά και ταΐζοντας το σκύλο. Έχει προσκαλέσει τη Σοφία να περάσουν μια εβδομάδα μαζί, της έχει υποσχεθεί ότι δεν την προσκαλεί για πονηρό σκοπό, εκείνη είχε ξεμείνει καλοκαίρι, λεφτά δεν έπαιζαν, πισίνα έχει η βίλα, οπότε δέχεται.
Όλη η πλοκή της ταινίας είναι αυτή που μόλις περιέγραψα και που χωράει σε ελάχιστες λέξεις: πρώην μαντρώνει την πρώην του για να του εξηγήσει τι πήγε στραβά με τη σχέση τους. Όλα όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτήν την πλοκή είναι επίσης λίγα: δεν θα μάθουμε ιδιαίτερα πολλά πράγματα ούτε για αυτούς τους δύο ανθρώπους, ούτε για την ιστορία της σχέσης τους. Κι όμως. Κι όμως η ταινία λειτουργεί και παραλειτουργεί, κι όμως η ταινία χτυπάει καρδιά. Μολονότι πιστεύω ότι και θα μπορούσε και θα έπρεπε να απλωθεί λίγο περισσότερο, μολονότι πιστεύω ότι αρκέστηκε σε υπερβολικά λίγα και ότι θα μπορούσε να είναι λίγο πιο πλούσια, λίγο πιο πλατιά, λίγο πιο γεμάτη, παρά ταύτα έχει πετύχει κάτι εντελώς σημαντικό. Δεν μας πειράζει που ξέρουμε λίγα για τον Νίκο και την Σοφία, δεν μας πειράζει που μαθαίνουμε λίγα για τα ντεσού της δικής τους σχέσης. Γιατί η αξία αυτού του ζευγαριού, αυτού του πρώην ζευγαριού, έγκειται λιγότερο στην εξατομίκευσή του, στη διαφοροποίησή του, στο να αποκτήσει ο καθένας τους τα εντελώς δικά του χαρακτηριστικά. Η αξία του έγκειται πολύ περισσότερο στο να είναι ένα ζευγάρι όπως όλα τα ζευγάρια που είχαν μια σχέση θυελλώδη και πολυκύμαντη και σημαδιακή και μετά χώρισαν. Ο χωρισμός είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του «Άφτερλωβ». Το τραύμα του. Το γιατί του. Το ανεξήγητό του. Όχι ο συγκεκριμένος χωρισμός του συγκεκριμένου Νίκου με τη συγκεκριμένη Σοφία. Ο χωρισμός κάθε Νίκου με την κάθε Σοφία, ο χωρισμός κάθε σημαντικής σχέσης.
Το «Άφτερλωβ» είναι μια ταινία γεμάτη ερωτήσεις, όχι απαντήσεις. Και μάλλον το γεμάτη είναι υπερβολή. Μια βασική ερώτηση θέτει. Και όσο ο Νίκος ρωτάει, η Σοφία του απαντάει: αυτό νομίζεις ότι είναι; – όχι δεν είναι αυτό. Χωρίς να ξέρει και η ίδια τι ακριβώς είναι. Μένοντας τελικά και η ίδια με την απορία. Αποκλείονται σιγά σιγά όλες οι πιθανές ερμηνείες για να μείνει στη θέση τους το ανερμήνευτο: ναι, άνθρωποι που αγαπήθηκαν σφοδρά και που κλείδωσαν ο ένας με τον άλλο, μπορεί στην πορεία των ετών να ξεκλειδώσουν και να χωρίσουν. Άγνωστο το ακριβώς γιατί. Συμβαίνει.
Σπανίως ηθοποιός έχει κουβαλήσει στις πλάτες του τόσο πολύ ταινία όσο ο φοβερός και τρομερός Χάρης Φραγκούλης στο «Άφτερλωβ». Ο Πάσχος φτιάχνει μια ταινία απλούστερη από απλή, γυμνότερη από γυμνή, μακριά από την αρτιότητα, αλλά κοντά στην αλήθεια. Αλήθεια που πηγαίνει ακόμη πιο πέρα από το ανερμήνευτο των ερωτικών σχέσεων. Ναι, η πάλη η σωματική του Φραγκούλη με την Μπέζου, του Νίκου με τη Σοφία, είναι μια πάλη μεταξύ δύο κορμιών και δυο ψυχών που τους ένωσε ο έρωτας. Αλλά αυτός ο σπαραγμός που βγαίνει κολλάει σε κάθε βαθιά ανθρώπινη σχέση, είναι ένας ανερμήνευτος σπαραγμόςπου θα μπορούσε να κολλήσει και σε σχέσεις παιδιών – γονιών ή σε σχέση αδελφικών φίλων. Κι όλος αυτός ο σπαραγμός για τον οποίο μιλάω και ξαναμιλάω δεν είναι μόνος του, υπάρχει χιούμορ, υπάρχει τρυφερότητα, υπάρχει αποδόμηση όσων συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, υπάρχει μια θαυμαστή ακροβασία. Ο Νίκος και η Σοφία ακροβατούν στο σχοινί, μετά πέφτουν, τρώνε τα μούτρα τους, ξανασηκώνονται, τρώει ο ένας τα μούτρα του άλλου, κατασπαράζει ο ένας τον άλλο, φιλάει ο ένας τον άλλο, όλα είναι ανεξήγητα, όλα είναι ανθρώπινες σχέσεις, όλα είναι άνθρωποι που σημαδεύουν τις ζωές ανθρώπων.