Του Σταύρου Αντύπα
Ξημερώματα σε αξημέρωτους θαλάμους πύρινων σεντονιών, ενέσεις παρηγοριάς με μάτια που κοιτούν στο άπειρο, κουβέντες που ανταλλάχθηκαν γρήγορα στο ενδιάμεσο μιας πόρτας που κλείνει, τρέξιμο πανικού μη σωθεί το υγρό κάτω απ´ τη μύτη. Δασκαλεμένες φιγούρες που γλυκοκοιτάζουν με στοργή του κιλού, περγαμηνές που σκουπίστηκαν στο χαλί έξω απ´ την πτέρυγα εμφραγμάτων, αντισηπτικά των χεριών γεμάτα ξέφρενους οργανισμούς, δοχεία που κουβαλούν σε υφή νερουλή τη ζωή άνυδρη με οσμή αλκοόλης.
Βυθισμένες ρυτίδες ετών νεανικών, αγέννητα σχήματα σε πρόωρα γερασμένες εκφράσεις, πόθοι που έμειναν κρυμμένοι στο ράφι, αίμα που χώρεσε σε διάφανο μπουκάλι. Διάφοροι αδιάφοροι δήθεν λοξοκοιτούν, κουβέντα στο πόδι για πόνους αλλότριους το ίδιο πικρούς, τσιγάρα με διώροφη φόρα, τασάκι ο ουρανός, χαιρετούν διακριτικά μια εμφατική γνωριμία ενός αιώνια ανεπίστρεπτου αγώνα. Απρόσκλητες προσεγγίζουν οι δυνάμεις του άσπρου, περιβραχιόνια αρχηγικά στολίζουν τα μπράτσα φρουράρχων, ριγμένα με θόρυβο στα ζαρωμένα σεντόνια τα σύνεργα της πλαστικής, κόκκινοι σταυροί παρατάσσονται με στυλ στο γκρι ιδρωμένο μαξιλάρι.
Το παράθυρο κλείνει με απρόσωπη διαταγή, οξυγόνο εγκλωβισμένο σε βρογχικό παραλήρημα – ζητείται φροντίδα χωρίς αμοιβή – εξιτήριο που περιμένει με αγωνία τη σειρά του για το τελευταίο ταξίδι στην πηγή μιας κατακόκκινης αιμορραγίας. Άναλη η γεύση της, το στόμα πικρό, χείλη πνιγμένα σε μπαγιάτικο λάδι στην κάτω πλευρά της γαστρικής αντοχής, χολωμένες οι λέξεις μεταναστεύουν σε κορμιά δανεικά που μυρίζουν θυμάρι. Γραμμές άτονες, ψυχικά σθεναρές, συλλέγουν απ’ τις φλέβες τ’ αλάτι να μην μείνει σταλιά από αίμα να θυμίζει πως με ανάσες δεν γεννιούνται οι μάχες παρά μόνο έτσι κοπιαστικά χάνονται όταν το τελευταίο δάκρυ μοιάσει στο ξεβαμμένο χρώμα της κουρασμένης μαξιλαροθήκης.
Ο ήλιος εμφανίζεται σε όσους αξίζει στη λάμψη του να καούν. Κι οι άνθρωποι σπρώχνουν – τραβούν, τον γυρισμό του με κόπο πολύ περιμένουν. Μα υπάρχει ακόμη εκείνη η πρωτομαγιά που το ήμερο γένος των ανθρώπων θα αγγίξει με αγενή αγριότητα τη νίκη; Και που είναι τα χρόνια αυτά, που πρωτοστάτες επαναστατικών ονείρων θα όφειλαν να αποτινάξουν τους χάλκινους ζυγούς; Κατακερματισμένοι κυτταρικοί δείκτες, το μόνο που καταγράφουν ένα τελευταίο σκίρτημα νεκροφανών υποστάσεων. Καμία αντίσταση για τίποτα. Και τι είναι η πολιτική μας υπόσταση μπροστά στην τραγική μας; Απολύτως συνεχής. Και πως με λέξεις θα χτίσουμε το νέο κόσμο, όταν οι φιλόλογοι διώκτες ανακαλύψουν της ψυχής μας τις φυλακές και κλείσουν μέσα τους τα νήματα της εξέγερσης; Και το υλικό μας; Ποιος ποιοτικός έλεγχος ανέδειξε τη πρώτη ύλη σε μαγιά ανοιξιάτικων (μαγιάτικων δηλαδή) αντιστάσεων; Ποιος δοκιμαστής κρασιών πίνοντας τη πικροδάφνη του αίματός μας, δεν έφτυσε από αηδία μπροστά στη μέθη της πληγωμένης (αυτο) ικανοποίησης;
Έλα σήκω! Άσε τις ερωτήσεις, είναι Πρωτομαγιά (η). Φλεβόκομβοι του Κόσμου, ενωθείτε.