Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη
Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Από μία χορωδία και ένα κλασικό όργανο, το βιολί, στο πλευρό μεγάλων καλλιτεχνών και από εκεί με δικά του σχήματα, τους Sancho 003 και τους Σωτήρες. Ο Φώτης Σιώτας, είναι η βεβαιότατη απόδειξη πως η νέα γεννιά ψάχνεται, δραστηριοποιείται, αγαπάει αυτό που κάνει και συνεχίζει με πάθος να εξελίσσεται μέσα από αυτό και μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις, που όπως θα μας πει, αποτελούν σημαντικό σημείο, σε κάθε συνεργασία. Τρελές δοξαριές, ήχοι πειραγμένοι, επιρροές από την αφρικάνικη κουλτούρα, το punk, την παράδοση και πάνω από όλα πάθος για την μουσική.
Τρίτη βράδυ, λοιπόν, κάπου μέσα στο δύσκολο πρόγραμμά του, καταφέρνει να βρει χρόνο για να μας συναντήσει. Κατευθυνόμαστε στο μαγαζί της Γωγώς, δίπλα στο Σταυρό του Νότου, που αποτελεί στέκι για το φιλόμουσο – και όχι μόνο– κοινό και ξεκινά η συζήτηση.
Πώς ξεκίνησες με τη μουσική;
Μέσα από το τραγούδι. Μάλλον στο σπίτι πρέπει να τους ζάλιζα… Μετά μπήκα σε μία χορωδία, την παιδική χορωδία Αγίας Τριάδας κι από εκεί μαγεύτηκα που τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Σαν μικρό παιδί, σε κερδίζει η αίσθηση που έχουν οι φωνές της χορωδίας.
Μετά προέκυψε μέσα από τη χορωδία να μάθω ένα όργανο και διάλεξα το βιολί, σχεδόν με διάλεξε. Ήμουν περίπου δέκα-έντεκα χρονών, τέλη δημοτικού – μεγάλος σχετικά. Είχα πάει για να μάθω ακορντεόν, αλλά είδα κάποιον που έπαιζε βιολί και μου άρεσε πολύ, οπότε τότε αποφάσισα ότι θέλω να μάθω αυτό το όργανο.
Eίχες κάποιες μουσικές επιρροές…;
Δε θα το έλεγα. Οι γονείς μου άκουγαν ότι άκουγε η μέση ελληνική οικογένεια στα τέλη του ’70, αρχές ’80, δίσκους, κυρίως ελληνικά. Από τον αδερφό μου είχα κάποια ακούσματα, όσον αφορά την ξένη μουσική, αλλά μετά σε μεγάλο βαθμό ασχολήθηκα μόνος μου. Δε μπορώ να πω ότι είχα κάποια μουσικά ερεθίσματα από το στενό κύκλο της οικογένειας.
Πού μεγάλωσες;
Θεσσαλονίκη, στο Ντεπώ. Είναι μία περιοχή που ήταν παλιά αποθήκες και κάπως έτσι έμεινε η Γαλλική ονομασία. Εκεί ήταν η νομαρχία, το τάγμα τηλεγραφητών, που έμενε και ο Τσιτσάνης κάποια χρόνια. Ήταν μία γειτονιά που είχε μονοκατοικίες, σπίτια χειροποίητα. Τώρα είναι προάστιο. Έχουν αλλάξει πολλά – δεν υπάρχουν πλέον μονοκατοικίες, ένα ποτάμι που είχε, μπαζώθηκε και πλέον έχει γίνει η οδός Βούλγαρη…
Και έχω εικόνες και από την επαρχία. Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, οπότε πήγα σε αρκετά μέρη, λόγω των μεταθέσεων του. Έχω πάει σχολείο και στον Έβρο και στην Καβάλα, επίσης έχω μείνει στην Έδεσσα, στην Κύμη Ευβοίας…
Αλλά κράτησα τη σχέση μου με το ωδείο στη Θεσσαλονίκη. Όπου και να ήμουν πήγαινα μία φορά την εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη. Ας πούμε, όσο ήμασταν στην Καβάλα, έπαιρνα κάθε παρασκευή το ΚΤΕΛ για να πάω να κάνω μάθημα. Αν και το ωδείο γενικά δε μπορώ να πω πως ήταν το περιβάλλον μου, το θεωρούσα κάπως βαρύ. Είχα πολύ άγχος για τις εξετάσεις, ήταν μια βαριά σκιά, κατά κάποιο τρόπο.
Μουσικά ακούσματα;
Ενώ ξεκίνησα με τις χορωδίες, όταν μπήκα στην εφηβεία και άρχισε να με ενδιαφέρει ευρύτερα η μουσική και οι δίσκοι – ήρθα σε επαφή και με το ραδιόφωνο, το κρατικό, τον Πετρίδη και τον Ζήλο – ξεκίνησα να γνωρίζω τις ροκ μπάντες.
Κάπως έτσι, άρχισα να ακούω πιο σκληρά πράγματα, και punk πολύ, Dead Kennedys, Ramones, Sex pistols, Clash, ειδικά στο Λύκειο. Όλα αυτά παράλληλα, βέβαια, με άλλες μουσικές. Μου άρεσε πολύ και η κλασική μουσική, γιατί είχα τη σχέση με το βιολί. Και μετά άνοιξε το πεδίο μου. Αλλά στην εφηβεία ήταν αυτό πιο πολύ. Έπαιξαν ρόλο και οι μπάντες της Θεσσαλονίκης, όπως οι Τρύπες.
Σε live πήγαινες;
Έχω πάει σε πάρα πολλά live, Τρύπες, εμβληματικά, στον Ελλήσποντο, που ήταν ένας κινηματογράφος απέναντι από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Έχω δει διάφορες μπάντες σαν πιτσιρικάς – όλα αυτά βέβαια σε τοπικό επίπεδο. Ήταν και αξιόλογη η ελληνόφωνη punk σκηνή στη Θεσσαλονίκη τέλος ’80, αρχές ’90. Υπήρχαν αρκετές μπάντες, οι Grover, Γκούλαγκ, Εκτός Ελέγχου, Πίσσα και Πούπουλα, Ναυτία…
Μετά, άνοιξε ο Μύλος, το ’93 και εκεί ήταν ακόμα καλύτερα τα πράγματα για εμάς, γιατί άρχισαν να έρχονται μπάντες, τις οποίες δε μπορούσες να διανοηθείς ότι θα δεις, όπως οι Residence, οι Sonic Youth, οι dEUS.
Σαν παιδιά παίζατε μουσική; Είχατε άτυπα στέκια;
Εννοείται. Κουβαλούσα πάντα τη θήκη με το βιολί και όπου καθόμουν έβγαζα το βιολί και έπαιζα. Αυτοσχεδιάζαμε. Ήμουν σε αυτή τη φάση αρκετά χρόνια.
Όσον αφορά τα στέκια, όλοι οι μουσικοί μαζευόμασταν στο Berlin, το Λούκι Λουκ και το Residence για να ακούσουμε μουσική. Επίσης, θυμάμαι ότι πολλοί πηγαίναμε σε ένα στη Μυροβόλου στην Πολύχνη και σε ένα που λεγόταν «Mουσική Bιταμίνη» – πήγαιναν όλοι οι μουσικοί εκεί, μετά τα ρεμπετάδικα. Εγώ πήγαινα τότε με τον Χρήστο τον Μυτρέτζη, τον μπουζουξή, κάναμε ξενύχτια και παίζαμε.
Πώς νιώθεις που από πιτσιρικάς ακροατής βρέθηκες στη σκηνή;
Προσπαθώ να διατηρήσω την αίσθηση ότι ακόμα παίζω. Νομίζω, όμως, ότι είμαι αρκετά τυχερός που πέσαμε στη φάση του Μύλου τότε και που μεγάλωσα Θεσσαλονίκη, γιατί είναι ένας τόπος που ευνοεί τις μπάντες, τις παρέες, τη μουσική. Είναι εύκολο να βρεις ανθρώπους να παίξεις. Να σκεφτείς ότι πίσω από τα Λαδάδικα έχει κάτι πολυκατοικίες που έχουν πολλά διαμερίσματα, πρώην τυπογραφεία ή παλιά δικηγορικά γραφεία και είναι όλα στούντιο, ακόμα και σήμερα. Πηγαίναμε εκεί και παίζαμε.
Πριν παίξω επαγγελματικά με το Φάμελλο και τους Ποδηλάτες, έπαιζα και με άλλες μπάντες, όπως τους Boomstate, που ήταν μια φοβερή μπάντα στη Θεσσαλονίκη. Και με διάφορα άλλα σχήματα, τζαμαρίσματα, απόπειρες διάφορες, κόσμος πολύς. Μετά γνώρισα τον Ζιάντ Ρατζάμπ, τον ουτίστα τον Σύριο, έπαιζα μαζί του ένα χρόνο, έμαθα διάφορα πράγματα για την αραβική μουσική – με την οποία, βέβαια, δε μπορώ να πω πως έχω ασχοληθεί τόσο – αλλά με βοήθησε στο να ανοίξουν κι άλλο οι μουσικοί μου ορίζοντες, το ότι είχα έναν άνθρωπο που γνώριζε αυτό το είδος. Είχα διάφορα ερεθίσματα. Γνώρισα επίσης το ρεμπέτικο, δούλεψα σε μαγαζιά, εκεί στην «Όμορφη νύχτα», με το Γιώργο και το Μανώλη Χουλιάρα.
Αργότερα, είχαν έρθει ο Chris και η Carla από τους Walkabouts, κάναμε μια μπάντα, παίξαμε και στο Μύλο, και κυκλοφορήσαμε και ένα δίσκο με τη Γερμανική Gliterhouse, το Nights Between Stations. Ήμουν 22 χρονών και βρέθηκα να παίζω μαζί τους.
Σε έχουμε δει να παίζεις με πολλούς καλλιτέχνες και μπάντες και κάθε φορά ενσωματώνεσαι με απίστευτη ευκολία…
Πιστεύω πως είναι περισσότερο η αγάπη για το υλικό που θα αντιμετωπίσω στην κάθε μουσική πρόκληση. Το υλικό με ενδιαφέρει και το αγαπώ για διαφορετικούς λόγους, επειδή έχω και εντελώς διαμετρικά αντίθετες μουσικές προσλαμβάνουσες και λόγω οργάνου και λόγω πορείας. Οπότε πιστεύω ότι είναι περισσότερο η αγάπη για το υλικό και φυσικά, η σχέση με τους ανθρώπους.
Ειδικά, η σχέση με τους ανθρώπους είναι πάνω από όλα. Για παράδειγμα, με το Μπάμπη Παπαδόπουλο, είμαστε φίλοι από παλιά εκτός του ότι παίζουμε μουσική τα τελευταία δεκεπέντε χρόνια. Με το Σωκράτη γνωριζόμαστε από το ’93 και έχουμε μια σχέση πολύ δυνατή. Μου αρέσει στα πράγματα που εμπλέκομαι να υπάρχει αυτή η αίσθηση της σχολικής μπάντας. Και οι συνεργασίες που έκανα δεν είχαν τον ψυχρό μανδύα του σέσιον, κυρίως γιατί και οι άνθρωποι που συνεργάστηκα δεν είχαν αυτή τη νοοτροπία. Υπήρξε μια σχέση, δεν ήταν απλά δουλειά.
Αυτοί οι άνθρωποι με έχουν διαμορφώσει. Και όχι μόνο οι δημιουργοί. Και οι ηχολήπτες και οι τεχνικοί, είναι μεγάλοι δάσκαλοι – ειδικά, για τις δουλειές που γίνονται στα στούντιο. Και είχα την τύχη να δουλέψω και στην Θεσσαλονίκη και εδώ με μεγάλους ηχολήπτες, με τον Γιώργο Πετζίκη, τον Χρήστο Μέγα, τον Τίτο Καρυωτάκη, τον Χρήστο Χαρμπίλα και τον Βαγγέλη Λάππα.
Ωστόσο, με κάθε σχήμα που εμφανίζεσαι, υπάρχουν κομμάτια που έχεις κάνει «κτήμα» σου, που ανεβαίνεις στη σκηνή και περιμένει ο κόσμος να ακούσει, το «Σαν παιδί», το «Αερικό»…
Ήταν και ο πρώτος δίσκος που έκανα μόνος μου ενορχήστρωση. Τον κάναμε τρία χρόνια με το Θανάση, τον «Ελάχιστο εαυτό», αρκετά εργαστηριακά, οι δυο μας, με λίγους μουσικούς, οπότε ήταν και πρόκληση και ωραία κατάσταση.
Οι Sancho 003 πώς προέκυψαν;
Το Sancho 003 προέκυψε μέσα από την παρέα με τον Κώστα. Ξεκινήσαμε να παίζουμε σε σπίτια που μαζευόμασταν. Στήναμε τους ενισχυτές και παίζαμε για την ευχαρίστησή μας. Μετά κληθήκαμε πριν κάνουμε δίσκο, να κάνουμε μουσική για κάποιες παραστάσεις χορού με τους Sine qua non, όπου τελικά επειδή παίζαμε αρκετά άναρχα, θα μπορούσες να πεις ότι οι χορευτές σκηνοθέτησαν τη μουσική – τα κομμάτια έβγαιναν μέσα από τις παραστάσεις. Στη συνέχεια, κάναμε ένα δίσκο, ακολούθησε ένας δεύτερος, αρχίσαμε να παίζουμε. Το θέλαμε πολύ, θέλαμε να παντρέψουμε τις επιρροές που έχουμε, με κοινό τον τρόπο που παίζουμε, με τις λούπες σε πραγματικό χρόνο, και να τις συγχρονίσουμε ή να κάνουμε συνθέσεις και έτσι να φτιάξουμε ηχοτοπία. Οπότε το πράγμα ξεκίνησε από αυτές τις φάσεις και προσπαθήσαμε να το εξελίξουμε.
Οι Σωτήρες; Ποια η σχέση με την Κύπρο;
Είναι Κυπριακή η εταιρεία και ο μπασίστας, με τον οποίο έχουμε γράψει και τα κομμάτια, ο Λευτέρης Μουμτζής. Οι άλλοι είμαστε από Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Κύπρος.
Με το Λευτέρη έπαιζα στα δικά του τα project, που κάνει ως J. Kriste. Είχαμε μία πολύ καλή σχέση και πάντα λέγαμε ότι θέλουμε να κάνουμε κάτι και ήρθε αυτή η ευκαιρία. Όταν κατέβαινα Κύπρο, καθόμασταν σπίτι του και για δύο χρόνια, σε ένα υπόγειο, γράφαμε πράγματα πάνω σε αυτό το υλικό. Μετά μπήκε στην παρέα και ο Κώστας Παντέλης, που παίζουμε στους Sancho και ο Βασίλης Μπαχαρίδης στα τύμπανα, που παίζαμε στους Επισκέπτες και είμαστε φίλοι από παλιά. Και κάπως έτσι, δημιουργήθηκαν οι Σωτήρες.
Όσον αφορά την Κύπρο, έχει μία γοητεία, είναι ας πούμε η Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, έχει κάποιες γειτονιές, κάτι μαγαζιά που σε ταξιδεύουν. Ξεκίνησα πριν 6 χρόνια να πηγαίνω πιο συχνά. Πήγαινα και παλιά σαν σέσιον μουσικός, για συναυλίες, αλλά οι εικόνες που είχα ήταν περισσότερο από το κέντρο, από την πράσινη γραμμή – πηγαίναμε το βράδυ, παίζαμε και ξαναφεύγαμε. Επομένως, δε μπορούσα να έχω αποκρυσταλλώσει άποψη σχετικά.
Έξι χρόνια πριν που γνώρισα τα παιδιά ξεκίνησα να αποκτώ δεσμούς με τον τόπο, έπεσε και πάνω στη φάση εκείνη που η Κύπρος βίωνε μια οικονομική ύφεση, οπότε όλα τα ταλαντούχα άτομα από την Κύπρο, άνθρωποι που ασχολούνται ευρύτερα με την τέχνη, ξεκίνησαν να μένουν στην Κύπρο, αντί να φεύγουν για το Λονδίνο ή την Αθήνα. Μουσικοί, φωτογράφοι, παραγωγοί, έμειναν εκεί, με αποτέλεσμα, τα τελευταία έξι χρόνια, να δημιουργηθεί ένας πυρήνας ωραίος που κάνει πράγματα. Και μέσα σε αυτά τα παιδιά είναι και η Λουβάνα, η εταιρεία που βγάλαμε το δίσκο, η οποία, δραστηριοποιείται και στο χώρο της διοργάνωσης φεστιβάλ, όπως ο Φέγγαρος, το μουσικό χωριό, το loop φεστιβαλ.
Είδα έχεις γράψει και στίχους σε κομμάτια σας…
Έχω γράψει αρκετά, ναι. Τα πέντε από τα εννιά που έχουν στίχους και έχουμε και ένα οργανικό. Στην στιχουργική, όμως, πιστεύω πως είμαι ακόμα στα σπάργανα.
Οι στίχοι προέκυψαν και κάπως αυθόρμητα, για να είμαι ειλικρινής. Έχει σχέση και με μια παράσταση που κάναμε μουσική με τον Κώστα Παντελή, σε ένα έργο που έκανε σκηνοθεσία ο Μανώλης Μαυροματάκης, του Φίλιπ Ρίντλεϊ, που λέγεται «Καταστρούπολη». Πηγαίναμε εκεί, και μέχρι να μπει η μουσική, καθόμασταν και παρακολουθούσαμε τις πρόβες. Το έργο πραγματεύεται μία μεγάλη καταστροφή, όπου έχει καταστραφεί ο κόσμος και η πρώτη σκηνή δείχνει ένα μισογκρεμισμένο σπίτι με ένα παιδάκι μέσα και μία γιαγιά. Σε αυτό το σκηνικό εμφανίζονται πέντε διαφορετικοί χαρακτήρες, οι οποίοι δε θυμούνται ποιοι είναι, ούτε τι έχει γίνει. Στην προσπάθειά τους να κάνουν το παιδί να μη κλαίει και να το ηρεμήσουν, του λένε κάποιες ιστορίες, όπου μέσα από αυτές βρίσκουν τους εαυτούς τους. Από αυτή την εμπειρία και επειδή καθόμουν στις πρόβες, άρχισα και έγραφα τα στιχάκια και κάπως έτσι δημιουργήθηκε το υλικό των τραγουδιών.
Οι «Σωτήρες» πώς προέκυψαν σαν όνομα…;
Εκεί που παίζαμε στο υπόγειο, είχε ένα γάτο ο Λευτέρης που τον έλεγαν Σωτήρη. Και λέγαμε «οι Σωτήρες», για πλάκα, στην αρχή. Μετά, όμως, απέκτησε και ένα σαρκαστικό χαρακτήρα. Τι γίνεται με όλους εκείνους που περιμένουν κάποιον να τους σώσει; κατά πόσο πρέπει να περιμένουμε σωτήρες;
Πιστεύεις ότι η μουσική μπορεί να σώσει;
Δε ξέρω αν η μουσική ή η τέχνη ευρύτερα, μπορεί να σώσει, αλλά είναι σίγουρα παρηγορητική.
Με τους Σωτήρες τι θα δούμε στα προσεχώς; Ακούσαμε το νέο σας δίσκο, τώρα που θα σας δούμε;
Βγάλαμε το δίσκο, και το βίντεο live at the library. Τώρα ετοιμάζουμε συναυλία στις 9 του μηνός. Έπίσης, έχουμε κανονίσει να πάμε να παίξουμε στο Βερολίνο στις 13 Μαΐου, τώρα για το καλοκαίρι θα δούμε. Το σημαντικό είναι να δουλέψουμε κι άλλο τον ήχο μας, να τον βρούμε.
Έχοντας ήδη παίξει και σε πόλεις του εξωτερικού, πώς είναι η εμπειρία των live εκεί; Ο κόσμος;
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω μεγάλη εμπειρία από το εξωτερικό. Τώρα έχω ξεκινήσει. Η πρώτη μεγάλη βόλτα ήταν με τον Αλκίνοο, είκοσι μέρες. Πήγαμε από Ζυρίχη, Παρίσι, όλη την Γερμανία, Ελβετία, Λουξεμβούργο. 13 πόλεις σε 21 μέρες.
Από αυτά που έζω ζήσει, όμως, με το Σωκράτη ή με τον Αλκίνοο και με το Θανάση παλαιότερα, μπορώ να πω πως υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός. Το κοινό είναι κυρίως Έλληνες, οι οποίοι έχουν πάει εκεί για να σπουδάσουν, αλλά τα τελευταία χρόνια είναι και πολλοί που έχουν εγκατασταθεί από ανάγκη. Οπότε δεν έχουν προσαρμοστεί. Μπορεί να μην έχουν βρει δουλειές, να είναι στο ψάξιμο – είναι σκληρά κι εκεί τα πράγματα – οπότε υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός, αγάπη, συγκίνηση. Αυτό το ένιωσα σε μεγάλο βαθμό με τον Αλκίνοο που πήγαμε την τελευταία φορά. Επίσης, λένε ότι έχει πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των Ελλήνων, έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε κάθε πόλη σε σχέση με τον αριθμό, που ήταν για παράδειγμα πέντε χρόνια πριν.
Παρατηρείς επικαιρότητα;
Όσο μπορώ ναι.
Ένας μουσικός επιβιώνει στην Ελλάδα της κρίσης;
Κοίτα σαν επάγγελμα, λίγοι είναι εκείνοι που ζουν από τη μουσική πλέον, όσον αφορά τους οργανοπαίκτες. Στο τέλος θα είναι ανέκδοτο σαν δουλειά. Νομίζω ότι είμαστε ελάχιστοι οι τυχεροί, ας το πούμε. Γενικά, το πράγμα εξελίσσεται πολύ άσχημα. Όπως και με πολλά άλλα ελεύθερα επαγγέλματα.
Καθημερινότητα… Περπατάς; Πώς βιώνεις την κατάσταση;
Κυκλοφορώ πολύ, περπατάω. Η βόλτα στην πόλη είναι κάτι το οποίο κάνω και έκανα και στη Θεσσαλονίκη. Και στην Αθήνα, όταν ήρθα επειδή δεν είχα αυτοκίνητο στην αρχή, γνώρισα με τα πόδια το κέντρο, τις κεντρικές συνοικίες. Ξεκινούσα και χανόμουνα. Μου αρέσει να παρατηρώ. Από την άλλη υπάρχουν και φορές που μπορεί να περπατάω και να χάνομαι στις σκέψεις μου.
Η κατάσταση είναι πιεσμένη πολύ. Αυτό που βλέπω είναι μία θολούρα, είμαστε όλοι σε μία κατάσταση σαν να μας έχουν δώσει κάποιο χάπι, για να είμαστε ήρεμοι. Είναι σαν να είμαστε λίγο πριν το εγκεφαλικό, είμαστε σαν χαμένοι. Όλο αυτό το πράγμα που ζήσαμε τα τελευταία τρία χρόνια, η «ελπίδα» και το δημοψήφισμα, ίσως και το γύρισμα όλης αυτής της κατάστασης, σακάτεψαν πολλούς ανθρώπους, μας έφεραν σε μία κατάσταση ομιχλώδη και αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί τείνουμε να προβατοποιηθούμε και να ανέβουν οι λύκοι στην εξουσία.
Αυτό είναι πολύ σωστό που λες, ειδικά αν ως λύκους σκεφτούμε τα εθνικιστικά κινήματα που αναδύονται…
Γι’ αυτούς που παρακολουθούν τα νέα από την τηλεόραση, αυτή η σαπίλα, έχει βγει και φωνάζει κιόλας. Ωστόσο, όσοι κυκλοφορούμε, ξέρουμε ότι αυτό το πράγμα υπήρχε από τη δολοφονία Λαμπράκη και ακόμα παλαιότερα.
Αλλά, βέβαια, δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα μέσα σε αυτό το χάος. Άνθρωποι που έχουν σαν άξονα πράγματα πιο βασικά, την αγάπη, την αλληλεγγύη – όχι σαν τσίχλα μασημένη, όπως φερειπείν χρησιμοποιείται από τα κανάλια. Όχι δήθεν φιλάνθρωποι. Βλέπω ανθρώπους που μέσα σε αυτή την κατάσταση προσπαθούν να κάνουν πράγματα.
Τώρα από εκεί και πέρα νομίζω πως όλοι περνάμε και μία φάση αυτοκριτικής για το αν όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε να πάρουμε πιο ισχυρή θέση σε κάποια πράγματα. Νομίζω ότι αυτή η παθητικότητα είναι που μας έχει οδηγήσει σε αυτή τη σαπουνόφουσκα, σε αυτή τη θολούρα. Είμαστε σε μία φάση σαν να έχει γίνει κάποιο κακό, σαν να πενθούμε. Πρέπει να φύγουμε από αυτό το πράγμα, όσοι έχουμε σοκαριστεί. Και οι υπόλοιποι, που βλέπω, δυστυχώς, ότι είναι πολλοί, να αρχίσουν να αναλογίζονται τις δικές τους ευθύνες και να μη τους φταίνε ούτε οι ξένοι της Ευρώπης, αλλά ούτε και οι πρόσφυγες. Να αρχίσει λίγο το πράγμα να γίνεται πιο ανθρώπινο και να προχωρήσει. Δε μπορούμε να καταγγέλουμε, ειδικά άνθρωποι που δεν έχουν αποδείξει με τη στάση τους ότι έχουν αυτό το δικαίωμα.
Είσαι αισιόδοξος;
Όσο βλέπω τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα, να κάνουν αυτό που αγαπάνε, να προσπαθούν να εξελιχθούν μέσα από τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, με τις αξίες που προανέφερα – όπως η αγάπη, μέσα από τη σχέση με την τέχνη, μέσα από τη δουλειά τους, μέσα από τα όνειρά τους. Μόνο αυτό με αφήνει αισιόδοξο, ούτε η κοινωνική, ούτε η πολιτική κατάσταση, ούτε αυτή η μέγγενη που έχει απλώσει σε όλους τους λαούς του κόσμου. Γιατί μπορεί εμείς να το βλέπουμε τώρα, ή να λέμε, ας πούμε, πως είμαστε η αρχή ενός πειράματος, αλλά και στην Κεντρική Ευρώπη υπάρχουν δυσκολίες και στην Αμερική. Τι να πούμε όμως και για την Αφρική φερειπείν που ο κόσμος πεθαίνει εδώ και χρόνια, ακόμα και σε περιόδους που ο υπόλοιπος κόσμος βίωνε εποχές ευημερίας; Ποτέ δεν κάναμε κάτι για να βοηθήσουμε. Αυτός είναι ο κόσμος, αυτό είναι το παιχνίδι.
Κάπου εκεί, στη συζήτηση θα μπει η αγαπημένη μας, Γωγώ, ιδιοκτήτρια του μαγαζιού και εμβληματική φιγούρα για όλους όσους συχνάζουμε στο Σταυρό του Νότου και όχι μόνο, για να μας διδάξει, αλλά και για να επιβεβαιώσει πως ένας καλλιτέχνης, είναι περισσότερο από όσα λέει, εκείνα τα οποία κάνει τον κόσμο να αισθάνονται, μέσα από τις νότες, μέσα από τη μουσική του πορεία.
Γωγώ: Πώς βλέπεις την πορεία σου; Σε αφορά κάτι στον κόσμο γύρω σου; Σε αφορά αγάπη μου, γιατί είσαι ένας γλυκός άνθρωπος, που δεν έχει σκοπό να κάνεις εκπτώσεις. Ο Φώτης είναι κύριος με απόλυτη ευγένεια και όραμα. Με κόπο, δε ξοδεύεται.
Οτιδήποτε κάνουμε στη ζωή μας στην καθημερινότητά μας σε αυτό που γουστάρουμε, που είμαστε εμείς, αν δεν είναι κάτι από εμάς, από το είναι μας, από το σπέρμα μας, από τη χολή μας, το πάγκρεάς μας, δεν έχει νόημα. Πρέπει να κάνεις έρωτα με το είναι σου, μουσική από το βάθος της σάρκας σου. Πρέπει να είναι κάτι βαθιά εσωτερικό. Χωρίς αυτό δεν υπάρχεις. Αν δεν μπορείς να πάθεις από αυτό που είναι η έκφραση της ζωής σου, να πάθεις μουσική, να πάθεις αγάπη, να πάθεις έρωτα, είμαστε γελοίοι. Θα μας κάνει κουμάντο ο κάθε παπάρας δήθεν, από τον Παπανδρέου στο «γειά σας» με τη γκόμενα, μέχρι τον Άδωνι.
Αυτή είναι η αντίσταση η προσωπική μας, ότι στην προσωπική σου υπογραφή, είσαι απόλυτα τοποθετημένος, ότι εσύ είσαι έτσι. Είσαι η δοξαριά που δε παίρνει κουβέντα. Αυτό είσαι. Η απόλυτη δοξαριά ως απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξής σου. Είσαι σίγουρος ότι κάτι βάζεις ένα λιθαράκι σε αυτό. Μπορώ να είμαι μόνη μου, αλλά είμαι με παρέα για να είμαι λίγο καλύτερα, να εξελίσσομαι. Του Φώτη έχω ζήσει όλη την εξέλιξή του. Παίζει αυτό, είναι αυτό που δηλώνει ότι είναι. Με μία δοξαριά. Το κάνεις για να πας παρακάτω. Ο καθένας κάνει κάτι για να βρει την άκρη. Άλλος κάνει παιδιά, άλλος κάνει τάμα στο Θεό, άλλος κάνει πολιτική. Όλοι το ίδιο ψάχνουμε, την προσωπική μας νιρβάνα. Ακόμα και αυτοί οι δήθεν, ο Μπογδάνος, ο Άδωνις. Δε μου φταίνε αυτοί. Πάντα φταίμε εμείς και πάντα δε φταίμε εμείς, αλλά να μην το ανάγουμε σε φιλοσοφικό επίπεδο.
Αυτά είχα να πω, σας αγαπώ, γειά σας. Γωγώ.
Info:
Τους Sancho 003, θα τους δούμε στο Six d.o.g.s στις 21 Φεβρουαρίου με το Χρήστο Αλεξόπουλο και τη Μαρία Λατσίνη.
Τους Σωτήρες, θα τους δούμε στις 9 Μαρτίου στο six d.o.g.s. και 13 Μαΐου στο Maschinenhaus – Kulturbrauerei, στο Βερολίνο.
Ενώ, τον Φώτη Σιώτα μπορούμε να τον απολαύσουμε και με τον Σωκράτη Μάλαμα στο Σταυρό του Νότου τις ερχόμενες Παρασκευές και τα Σάββατα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 18.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.