Από τον Χρήστο Ελευθεράκο
Ο Φρόιντ ήταν γιατρός, νευρολόγος για την ακρίβεια. Ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος με ευρύ πεδίο γνώσης που περιελάμβανε από λογοτεχνία και φιλοσοφία μέχρι μυθολογία και αρχαιολογία.
Στην εποχή του ήρθε αντιμέτωπος με ένα σημαντικό θέμα που για να πούμε την αλήθεια παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα. Η σωματοποίηση ψυχικών προβλημάτων ήταν η απαρχή του πεδίου ερευνών του και ένας από τους βασικούς τομείς δράσης του. Στην συνέχεια προχώρησε στην διατύπωση μιας θεωρίας η οποία είχε τον άνθρωπο σαν βασικό της χαρακτηριστικό διεισδύοντας σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Είναι αλήθεια ότι ο Νίτσε έκανε την αρχή και ο Φρόιντ αποτελείωσε την έννοια του θεού βάζοντας τον άνθρωπο σαν τον μοναδικό υπεύθυνο για τα προβλήματα της καθημερινότητας του. Κάτι τέτοιο σίγουρα αποτέλεσε ένα μεγάλο ηθικό άλμα και την φλόγα για την έκρηξη κινημάτων τέχνης και φιλοσοφίας. Είμαι αρκετά περίεργος για το τι θα συνέβαινε αν ο Φρόιντ αγνοούσε την ιατρική του ειδικότητα και παρέμενε ο φιλόσοφος που σαν τέτοιος προέβαλε μέσα από τα πολλά κείμενα του, η εξέλιξη της ψυχανάλυσης θα ήταν σίγουρα διαφορετική. Με λίγα λόγια, πως θα ήταν τα πράγματα αν ο Φρόιντ δεν ήταν γιατρός;
Για να απαντηθεί ένα τέτοιο φανταστικό ερώτημα θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ορίσουμε την ιατρική σαν επιστήμη και στην συνέχεια να προσδιορίσουμε την σχέση της ψυχανάλυσης με την ιατρική. Όπως πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε το φανταστικό ερώτημα μετατρέπεται σε επιστημολογικό και η κατάσταση αρχίζει να γίνεται αρκετά πολύπλοκη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή εξετάζοντας ένα από τα βασικά τεχνάσματα του Σίγκμουντ Φρόιντ, την μεταφορά.
Η ιατρική επιστήμη είναι μια φυσική επιστήμη η οποία ασχολείται με την εμπειρική έρευνα του φυσικού-υλικού κόσμου (ανθρώπινου σώματος) έχοντας ως κύρια μέσα ακριβείς μεθόδους έρευνας και συγκεκριμένες τεχνικές. Οι εμπειρικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα η ιατρική είναι συνυφασμένες με τον υλικό κόσμο, με την μελέτη γεγονότων, με το πώς τα πράγματα παρουσιάζονται. Από την άλλη, η ψυχανάλυση ασχολείται με αυτά που κρύβονται πίσω από τα φαινόμενα, με αόρατες νοητικές διεργασίες. Έχοντας αυτό σαν αρχή, βλέπουμε ότι θα ήταν προβληματικό να δηλώσουμε ότι υπάρχει επιστημονική θεωρία, με την εμπειρική έννοια, η όποια διερευνά «άυλες» οντότητες και ηθικά θέματα όπως η αρετή, η νόηση, η ψυχή, ο χαρακτήρας, η ομαλότητα.
Αυτά είναι για τη λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία, δηλαδή πράγματα που ο Φρόυντ γνώριζε αρκετά καλά. Ο Φρόιντ έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντικειμενοποιήσει το πεδίο μελέτης του βγάζοντας τις έννοιες από την χαοτική αόρατη σύσταση τους. Το κατάφερε χρησιμοποιώντας μια τεχνική που είναι αρκετά γνωστή στους λογοτέχνες και τους ποιητές, την μεταφορά. Με απλά λόγια, βάφτισε υλικό κάτι που είναι άυλο και στην συνέχεια χρησιμοποίησε την ιατρική επιστημονική μέθοδο για την εξέταση του. Είναι σαν να βάφουμε με ιώδιο το νερό κόκκινο και στη συνέχεια να του κάνουμε αιματολογικές εξετάσεις…
Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι η νόηση, σε αντίθεση με την καρδιά για παράδειγμα (της οποίας η λειτουργία είναι μετρήσιμη με το πιεσόμετρο, η με το καρδιογράφημα) δεν μπορεί να μετρηθεί εμπειρικά. Η λειτουργιά της καρδιάς είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο μην αφήνοντας περιθώρια για φιλοσοφίες περί καρδιολογίας. Ο εγκέφαλος από την άλλη, δηλαδή η υλική δομή της νόησης, αφήνει ορθάνοικτη την φιλοσοφική του πόρτα.
Η νόηση είναι αυθαίρετο σχήμα, μετριέται μόνο μεταφορικά εκτός και αν πιστεύεις στα ψυχομετρικά τεστ που με μια πρόχειρη εξέταση αποδεικνύουν πλήρως την αμφιλεγόμενη βάση τους. Ψυχο-μετρικό, τι ακριβώς μετράμε, την ψυχή; Η ψυχή είναι αυθαίρετο σχημα, δεν μετριέται. Ασυνείδητο, τι είναι το ασυνείδητο; Κάδος ανακύκλωσης; Ακόμα και τώρα χρησιμοποιούμε μεταφορές, δεν ξέρουμε τι είναι, που είναι, αν μετριέται. Το μοναδικό που ξέρουμε είναι να κάνουμε μεταφορές και φιλοσοφικές υποθέσεις. Παραμένουν όμως υποθέσεις, δεν χωρούν στα πλαίσια των θετικών επιστημών.
Η προσπάθεια του Φρόιντ δεν δραπετεύει από τα ανά τους αιώνες μεταφορικά συστήματα μελέτης της ανθρώπινης νόησης. Οι άνθρωποι ανέκαθεν προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα ψυχικά φαινόμενα και τις νοητικές διεργασίες βασιζόμενοι σε συστήματα μεταφοράς. Ο βασικός λόγος της ύπαρξης των συστημάτων μεταφοράς είναι ότι τα ψυχικά φαινόμενα σε αντίθεση με τα οργανικά δεν είναι προσβάσιμα δια γυμνού οφθαλμού η επιστημονικού οργάνου.
Τα μεταφορικά συστήματα ανάλογα με τις τάσεις της κάθε εποχής ερμήνευαν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τον εγκέφαλο ποικιλοτρόπως. Ξεκινάμε με το θρησκευτικό μεσαιωνικό σύστημα όπου ερμήνευε την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν υποχείριο δαιμονικών και αγγελικών δυνάμεων. Υπάρχει το συμπεριφοριστικό σύστημα μεταφοράς που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη συμπεριφορά σαν ένα σύνολο νευρώνων που με την κατάλληλη επιβράβευση η τιμωρία πράττει ανάλογα.
Υπάρχει το γνωσιακό σύστημα μεταφοράς που βλέπει τον εγκέφαλο σαν ένα λογισμικό που επεξεργάζεται πληροφορίες και ανάλογα με τα γνωσιακά του σχήματα έχει ανάλογες αντιδράσεις. Στην εποχή του Φρόυντ επικρατούσαν οι θεωρίες των εγκεφαλικών βλαβών (lesions), μια ντετερμινιστική εξήγηση των νευρολογικών παθήσεων (π.χ. Βλάβη στον κροταφιαίο λοβό προκαλεί αλλαγή της συμπεριφοράς και επιληπτικές κρίσεις).Ο Φρόυντ πολύ απλά μετέφερε τον ντετερμινισμό στα ψυχικά φαινόμενα («fixation» στο πρωκτικό στάδιο προκαλεί την τάδε χαρακτηριολογική δομή). Στην ουσία δημιούργησε μια νέα γλώσσα που εξηγούσε την ανθρώπινη συμπεριφορά καλύτερα από οποιονδήποτε προκάτοχο του.
Μέχρι εδώ η συνεισφορά του Φρόιντ φιλόσοφου δεν έχει να επιδείξει κάτι το επιζήμιο. Η ιατρική του ειδικότητα όμως έχει. Το περίεργο πάντρεμα μεταξύ ιατρικής και πιο συγκεκριμένα της ψυχιατρικής και της νευρολογίας με την ψυχανάλυση είχε έντονες κοινωνικές επιπτώσεις. Η ψυχανάλυση πέρα από την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς ασχολούνταν και με την μελέτη της ομαλότητας και της ανωμαλίας. Οι κοινωνικές επιπτώσεις εμφανίστηκαν όταν οι ψυχικοί μηχανισμοί και τα νευρωτικά συμπλέγματα άρχιζαν να διευρύνονται υπό το καθεστώς συνεργασίας της ψυχανάλυσης με την ψυχιατρική. Το αποτέλεσμα ήταν μια φρενήρης δημιουργία κατηγοριών και υποκατηγοριών από ταμπέλες η οποίες στην ουσία παθολογοποιουσαν την ομαλότητα.
Το εγχειρίδιο ψυχιατρικής (DSM), που τουλάχιστον σήμερα στην Αμερική είναι κάτι σαν best seller, έως τα τέλη της δεκαετίας του 70’ ήταν επηρεασμένο σε τεράστιο βαθμό από την ψυχαναλυτική θεωρία. Μια θεωρία όπως η ψυχανάλυση δεν μπορεί να μπει σε κλειστά μοντέλα ιατρικών διαγνώσεων και κατηγοριών με αποτέλεσμα την διείσδυση της ψυχοπαθολογίας στην καθημερινή ζωή και των στιγματισμό συμπεριφορών. Η επιρροή της ψυχανάλυσης στο εγχειρίδιο ψυχιατρικής άρχισε να μειώνεται όταν ο ορος νεύρωση βγήκε από το εγχειρίδιο ψυχιατρικής στα μέσα του 80’ σε μια προσπάθεια της Αμερικανικής ψυχιατρικής ένωσης να περιορίσει την ανεξέλεγκτη κατηγοριοποίηση συμπεριφορών προχωρώντας στην δημιουργία ενός συστήματος ταξινόμησης το οποίο μιμούνταν τα συστήματα των θετικών επιστημών (περιοδικός πίνακας). Το πρόβλημα βέβαια μ’αυτή την τακτική είναι πως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι όπως το ατομικό βάρος του χρυσού, μια σταθερά απαράλλακτη και δεδομένη.
Η αμερικανική ψυχιατρική ένωση στην προσπάθεια της να ξεπεράσει την ανεξέλεγκτη κατηγοριοποίηση χωρίς προφανή εμπειρικά κριτήρια αλλά και την κριτική από ομοφυλοφιλικές ενώσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ομοφυλοφιλίας ως ψυχιατρική ασθένεια προσπάθησε να επιβάλει μια τάξη στον προσδιορισμό του ψυχιατρικού συμπτώματος. Το κακό είχε ήδη γίνει. Η παθολογικοποίηση της καθημερινότητας εμφύτευσε τον φόβο για την ανθρώπινη κατάσταση οδηγώντας στον στιγματισμό της ομαλότητας. Φυσιολογικές αντιδράσεις και προβλήματα συμπεριφοράς που συνήθως έχουν υπαρξιακά αίτια μεταμορφώνονται σε ιατρικές οντότητες και χρίζονταν ως κατάλληλες για θεραπεία.
Ο Φρόιντ ίσως από άγνοια για την καυτή πέτρα που είχε ξεθάψει, ίσως όμως και από υπερβολική φιλοδοξία έδωσε την δυνατότητα της καταστολής ανεπιθύμητων κοινωνικών συμπεριφορών. Όσο πιο εξουσιαστική και απολυταρχική είναι η επικρατούσα κοινωνική ηθική, τόσο πιο βίαιες και απάνθρωπες θα γίνονται οι ψυχιατρικές παρεμβάσεις. Κάτι τέτοιο φαίνεται ξεκάθαρα αν ασχοληθούμε με την ψυχιατρική του Σταλινικού καθεστώτος αλλά και με την ψυχιατρική στις αρχές του αιώνα στην Αμερική των σκλάβων.
Κτηνωδίες βασιζόμενες στην επιβολή της κοινωνικής ομαλότητας έφτασαν το αποκορύφωμα τους όταν η ανακάλυψη της λοβοτομής από τον πορτογάλο νευρολόγο Egas Moniz, ο οποίος παραδόξως βραβεύτηκε με το νόμπελ νευρολογίας, άρχισε να ξεφεύγει από τα σύνορα των μικρών ψυχιατρείων. Ο Αμερικανός Φρημαν λανσάροντας την λοβοτομή σαν θεραπευτική τεχνική και χρησιμοποιώντας έναν παγοκόφτη, κατέστρεφε τον κροταφιαίο λοβό των ασθενών προκαλώντας τους μόνιμη εγκεφαλική βλάβη πετυχαίνοντας ταυτόχρονα την δια βίου καταστολή τους. Τα κριτήρια για την συγκεκριμένη «χειρουργική επέμβαση» δεν είχαν τίποτε το επιστημονικό, ήταν μια μέθοδος βασανισμού την οποία υφίστανται όσοι είχαν την ”τύχη” να βρεθούν στο δρόμο του Φρημαν και φυσικά την συναίνεση των συγγενικών τους προσώπων.
Η ψυχανάλυση έπρεπε να παραμείνει μια φιλοσοφική θεωρία, η σύζευξη της με την ιατρική μόνο κακό προκάλεσε. Η ματαιοδοξία του ιατρού Φρόιντ ήταν ένα από τα τρωτά του σημεία. Το παράδειγμα της Ρώσικης ψυχιατρικής επιβεβαιώνει τον ανάλογο ισχυρισμό. Κατά την διάρκεια των κομμουνιστικών χρόνων υπήρχαν διαγνώσεις παραφροσύνης για πολιτικούς αντιφρονούντες, συγκεκριμένα η προσπάθεια ανατροπής του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν μια μορφή ψύχωσης που έπρεπε να εξαφανιστεί. Από την παθολογικοποίηση δεν ξέφυγε όμως ούτε η Αμερικανική ψυχιατρική.
Κατά την διάρκεια των περίφημων σκλαβοπάζαρων στην «παλιά» Αμερική, υπήρχε η περίφημη διάγνωση της «δραπετομανίας», δηλαδή η παραφροσύνη του μαύρου σκλάβου που ήθελε να φύγει από την απάνθρωπη σκλαβιά και σκληρή εργασία. Αναφέρω τα παραπάνω καθώς θέλω να δείξω πως όταν το ηθικό πλαίσιο αλλάζει, αλλάζουν και οι επιστημονικές τακτικές. Το ίδιο φυσικά θα μπορούσε να συνέβαινε σε οποιαδήποτε επιστήμη, η διαφορά όμως στην περίπτωση μας έχει να κάνει με την δυσδιάκριτη σύσταση της κατηγοριοποίησης αλλά και την διείσδυση στην καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων.
Το πρόβλημα βέβαια παραμένει μέχρι και σήμερα ένα ζήτημα ηθικής. Ο γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιασπερς είχε εντοπίσει την συγκεκριμένη διεργασία και προσπάθησε να βάλει μια τάξη στο επιστημολογικό χάος που προκλήθηκε. Όρισε με αρκετή σαφήνεια την επιστήμη και πρόσθεσε των ορισμό κοσμοθεωρία. Κατά την άποψη του η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση, λειτουργούν, εν αντίθεση με άλλες επιστήμες όπως η φυσική και τα μαθηματικά, κάτω από ένα ηθικό πέπλο, ένα σύνολο κοινωνικών κανόνων οι οποίοι ορίζονται από το υπάρχον πολιτικό η κοινωνικό κατεστημένο. Ο επιστήμονας η ο φιλόσοφος που ασχολείται με την μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και ο ίδιος μέτοχος σε ένα κοινωνικό-πολιτικο σύστημα το οποίο συμμετέχει ενεργά στην διαμόρφωση της προσωπικής του φιλοσοφίας και ηθικής.
Για την αυτούσια μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς χωρίς την παρέμβαση προσωπικής ηθικής, ο Γιασπερς προτείνει τον μεθοδολογικό πλουραλισμό (methodological pluralism) και την απαγκίστρωση του ερευνητή από την προσωπική του ηθική η οποία τον εμποδίζει να δει τα στοιχεία της συμπεριφοράς που τον ενδιαφέρουν με απόλυτη αμεροληψία. Είναι πολλοί λίγοι όσοι κάνουν κάτι τέτοιο σήμερα αλλά και πάντα, οι περισσότεροι ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς κρίνουν βάσει ενός προσωπικού συστήματος ηθικής.
Το πλαίσιο που λειτουργεί η ψυχανάλυση την μετατρέπει αυτόματα σε μια κοσμοθεωρία, ένα σύνολο γλωσσικών κανόνων, συμπεριφορών και τρόπων ερμηνείας του κόσμου, κάτι ανάλογο του Μαρξισμού, χωρίς τις οικονομικές προεκτάσεις. Μια φιλοσοφία αρκετά ισχυρή και βαθιά αλλά σε καμία περίπτωση επιστήμη. Αυτό είναι η ψυχανάλυση, μια κοσμοθεωρία, ένας τρόπος εξήγησης του κόσμου αλλά όχι επιστήμη.
Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορώ να πω ότι η προσπάθεια του Φρόιντ ήταν τεράστια, παρόλα αυτά δεν κατάφερε να ξεπεράσει ένα βασικό φιλοσοφικό εμπόδιο το οποίο για να πούμε την αλήθεια αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση για την σημερινή ψυχιατρική, κλινική ψυχολογία και νευροψυχολογια. Ο διαχωρισμός μεταξύ πνεύματος και ύλης, και η υποκειμενικότητα της εμπειρίας, ο περίφημος Καρτεσιανός δυισμός τον οποίο ο Φρόυντ νόμιζε ότι ξεπέρασε με μια ευφυέστατη μεταφορά.
Σε πρακτικό κοινωνικό επίπεδο το ζήτημα της υποκειμενικότητας έχει τεράστιες προεκτάσεις κραυγάζοντας προς την κατεύθυνση την ανοχής. Ανοχής της διαφορετικότητας και μεθοδολογικός πλουραλισμός, προσπάθεια αναγνώρισης της διαφορετικότητας του άλλου και εξάλειψη του στιγματισμού της διαφορετικότητας. Μια ανάλογη ηθική ανόρθωση θα είναι ίσως η σημαντικότερη που έκανε ποτέ ο άνθρωπος. Η δυσκολία της εντοπίζεται στο γεγονός της προσωπικής ευθύνης, είναι ένα εσωτερικό ζήτημα που ποτέ μέχρι σήμερα δεν συνέβη.
Η απόπειρα του Φρόιντ ήταν ένα ιατρικό μαγικό που μεταμφίεσε τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, αρκούμαι να τα ονομάσω υπαρξιακά (μοιραίο του θανάτου, δυσκολίες επιλογής, ανεξαρτησία, ελευθερία επιλογών, μοναξιά) σε ιατρικές οντότητες έτοιμες για θεραπεία. Η ψυχανάλυση και η ιατρική είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι για να προσεγγίσεις την έννοια της «αρρώστιας». Η ιατρική ασχολείται με τις οργανικές παθήσεις και η ψυχανάλυση ασχολείται με την ανθρώπινη οδύνη, δυο διαφορετικές οπτικές γωνίες που δεν έπρεπε ποτέ να συγκεραστούν.
Από την στιγμή λοιπόν που η ψυχανάλυση ασχολείται με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και η ιατρική ως επιστήμη με τις οργανικές παθήσεις η ψυχανάλυση δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Ακόμα καλύτερα δεν μπορεί να είναι εμπειρική επιστήμη. Πιστεύω ότι ο διαχωρισμός μεταξύ κοινωνικών και φυσικών (θετικών) επιστημών πρέπει να γίνει πιο βαθύς και συγκεκριμένος. Η ψυχανάλυση και οι εκάστοτε ψυχοθεραπευτικές τεχνικές πρέπει να ασχολούνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας και η ψυχιατρική και νευρολογία με τις ξεκάθαρες εγκεφαλικές (οργανικές) βλάβες.
* Ο Χρήστος Ελευθεράκος είναι Ψυχολόγος