Από την Αφροδίτη Φανφάρες
υπέροχη αφορμή η άδεια αθήνα μήπως και ζήσουμε μια τζούρα απ’ τα φθηνά τσιγάρα
πότε θα σωθούν τα γράμματα στα κινητά αφής από την επανειλημμένη επαναληπτική φθορά του «σε θέλω»
πότε θα στείλουμε στο διάολο τις εργοστασιακές ρυθμίσεις και θα τη στήσεις έξω από την πολυκατοικία μου κάνοντας εναλλακτικό κάμπινγκ
πότε θα μπαρουτιάσουμε τη στάση που ο έρωτας δεν σου περνά με τον επόμενο πάλι
πότε θα κοκκινίσουν από δεύτερη νιότη οι ρόζοι στα χέρια αγαπημένων
πότε θα κάψουμε το μπουρδέλο τη βουλή να ξεκουράσουμε τον τσολιά στον άγνωστο στρατιώτη
πότε θα βαρέσεις προσοχή στο τσιγγανάκι που σου ζητάει 50 λεπτά
εσύ δεν έχεις ζητιανέψει για λίγο χρόνο;
πότε θα γίνω αμάν της αγανάκτησης στα χείλη κι αντί να μπουκάρουμε σε τράπεζες θα καίμε ο ένας τον άλλο χωρίς να βάλουμε τα γράμματα σε τάξη
πότε θα σταματήσουν τα συνέδρια στο ψυχολόγο γιατί θα έχω να πληρώσω το νοίκι
πότε θα παρατήσει την τέχνη του ο γκραφιτάς γιατί εκείνη που ζητά σ’ όλη την πόλη παρέκαμψε για την παρτάρα του το ήτα και τον θέλει
πότε θα ζωντανέψει το γκράφιτι που ψαχουλεύαμε στην ομόνοια μαζί και θα νικήσει η φωνή της τρέλας την μοναξιά σου την πόρνη
πότε θα σκάσουν οι τσακωμοί και θα ξεσαλώνει η οξυγονοκόλληση της γλώσσας πάνω στο δόντι
πότε θα καταπιούμε το πορτοκαλοκόκκινο που εκσπερματώνει κομπάζοντας ο ήλιος το δείλι
πότε θα πάμε στο au revoir να μου παραγγείλεις στον τζόγο
πριν aκόμη φτάσω
τ’αγαπημένο μου ποτό και να με χαζεύεις που χάζεψα πρώτη
πότε θα ξυπνάμε ξανά στις εφτά και θα σε μισώ αφού ούτε κι έτσι έχω έχω βρει τρόπο να σταματήσω να σ’ αγαπάω
πότε θα σου φέρω καφέ κάτω απ’ τη δουλειά χωρίς να με νοιάζει που φλερτάρω με την απόλυση αφού τώρα φλερτάρω μαζί σου
πότε θα ακούσουμε το άγριο ροκ των τζιτζικιών σε τραγούδι του αγγελάκα ξυπνώντας σαν εραστές
πάλι;
[..ανα/μαίνεται..]