“It’s the end of the world as we know it and I feel fine”
REM
“If the end of the world was near
Where would you choose to be?”
Billie Eilish
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Μάγια έβαλε χαβιάρι στο κράκερ, αλλά δεν έφαγε.
“Λοιπόν”, είπε στ’ αδέλφια. “Ποιος ήρωας απ’ τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών θα θέλατε να είστε;”
“Ο Άραγκορν”, είπε ο μεγάλος χωρίς να το σκεφτεί.
“Εγώ Γκάνταλφ”, είπε ο μικρός.
“Πιο πολύ θα σου πήγαινε για χόμπιτ”.
“Α γαμήσου”.
“Κακές λέξεις; Θα το πω στη μαμά.”
Εκεί τους χάλασε η διάθεση. Δεν μπορούσε να το πει στη μαμά. Του μικρού του μπήκε ένα σκουπιδάκι στο μάτι. Ο μεγάλος ήπιε λίγο κρασί κι άναψε τσιγάρο. Έβηξε, δεν το ‘χε συνηθίσει ακόμα.
“Εσύ, Μάγια, τι θα ‘σουν;” ρώτησε ο μικρός λίγο μετά.
“Η τέτοια, το ξωτικό, η γκόμενα του Άραγκορν”, είπε ο μεγάλος.
“Η Άργουεν; Μπα, θα θελα να μουν… Ο Γκρίμλι.”
“Ο νάνος;”
“Δεν μπορώ τις γυναίκες με μούσια”, είπε ο μεγάλος και γελάσανε.
Με τα γέλια έσβησαν το κερί. Ο μεγάλος το ξανάναψε με τον ζίππο που είχε βρει τις προάλλες.
“Είμαστε τόσο ρομαντικά”, είπε κι έπιασε το χέρι της Μάγιας. Εκείνη δεν το τράβηξε αμέσως.
“Νόμιζα ότι θα ‘ναι σαν το Μαντ Μαξ”, είπε ο μικρός δυνατά για να διακόψει.
“Το ποιο;”
“Μαντ Μαξ”, είπε η Μάγια. “1979. Αυστραλία. Σκηνοθεσία και σενάριο Τζορτζ Μίλερ. Με τον Μελ Γκίμπσον.”
“Είσαι νερντ κι εσύ”, της είπε ο μεγάλος. “Γι’ αυτό ταιριάζετε.”
Και γέλασε με το γέλιο του πατέρα.
Ο μικρός το μισούσε αυτό το γέλιο, ειδικά όταν το έκανε ο αδελφός του. Εκείνος προτιμούσε τους τρόπους της μητέρας του. Ο μεγάλος τον έλεγε μαμόθρεφτο. Παλιά.
“Τελικά μια μαλακία είναι και το χαβιάρι”, είπε ο μεγάλος. “Ψαρίλα βρωμάει.”
“Τι ήθελες; Αυγά οξύρρυγχου είναι.”
“Αυγά οξύρρυγχου είναι. Μαλάκα.”
Έκανε ότι θα του δώσει φάπα. Ο μικρός τραβήχτηκε πίσω.
Αν ζούσαν στην Αμερική ο μεγάλος θα φορούσε το μπουφάν της κολεγιακής ομάδας φούτμπολ. Ήταν πάντα πρώτος στ’ αθλήματα, στους καβγάδες και στα κορίτσια.
“Καλές οι κονσέρβες τρούφα και το χαβιάρι”, είπε η Μάγια, “αλλά πεθύμησα μια πίτσα.”
“Μήπως πεθύμησες και κάτι άλλο που αρχίζει από πι;” έκανε ο μεγάλος
Ο μικρός χτύπησε τα χέρια στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος.
“Τι;” είπε ο μεγάλος. “Πατάτα εννοούσα.”
“Πρέπει να είσαι πάντα τόσο κάφρος;”
“Έλα τώρα, πλάκα κάνω, χαλάρωσε. Τι θες; Αν τα πάρουμε όλα στα σοβαρά… Κοίτα γύρω σου.”
Του έδειξε το σκοτεινό σούπερ μάρκετ όπου είχαν στήσει το τραπεζάκι τους και τρώγανε ντελικατέσεν. Ήταν άδειο. Το ίδιο άδεια ήταν κι η υπόλοιπη πόλη. Ίσως κι ο υπόλοιπος κόσμος.
“Αγόρια, μη τσακώνεστε”, είπε η Μάγια.
“Μην ανησυχείς, τσακωνόμαστε τα τελευταία δεκάξι χρόνια. Από τότε που γεννήθηκε αυτό.” Έδειξε τον μικρό. Εκείνος δεν μίλησε.
“Πάω να βρω κάνα κρέας”, είπε ο μεγάλος. Πήρε τον φακό και προχώρησε στους διαδρόμους.
“Συγνώμη”, είπε ο μικρός.
“Δεν έγινε τίποτα.”
“Μου τη σπάει. Μου τη σπάει πολύ.”
“Δούλεψε το, γιατί είμαστε λίγοι για να τσακωθούμε. Θες κρασί;”
Ο μεγάλος στους διαδρόμους έβριζε. Όλα είχαν γίνει σκατά, πάνω που τα είχε καταφέρει. Με τη δεύτερη κατάφερε να περάσει στη γυμναστική ακαδημία. Επιτέλους θα έφευγε απ’ το σπίτι. Μόνος στην Αθήνα, φοιτητική ζωή, πάρτι, κορίτσια.
“Κωλοκινέζοι”, είπε. Έδωσε μια κι έριξε κάτω τις κονσέρβες. Μες στον άδειο χώρο ακούστηκε σαν έκρηξη.
“Είσαι καλά;” η φωνή του μικρού.
“Μια χαρά. Alive and kicking. Έρχομαι.”
Μάζεψε μια κονσέρβα με μορταδέλα και δύο λάντσιον μιτ απ’ το πάτωμα. Απ’ την άλλη άκρη του διαδρόμου, πίσω απ’ τη λαστιχένια πόρτα ακούστηκαν θόρυβοι. Ο μεγάλος δεν έδωσε σημασία. Σκεφτόταν τα πάρτι που έχασε.
~~
Άνοιξε άλλο ένα πακέτο κρακεράκια με τις κονσέρβες.
“Να ‘χαμε και λίγο ψωμί”, έκανε η Μάγια.
“Μπορούμε να μάθουμε να φτιάχνουμε”, είπε ο μικρός.
“Σιγά.”
“Αυτός σίγουρα μπορεί”, είπε ο μεγάλος. “Πάντα ήταν ο τζίνιους της οικογένειας. Προορισμένος για γιατρός απ’ τα τρία του. Τι έλεγες ότι θα γίνεις; Χειρούργος;”
“Χειρουργός”.
“Χειρούργος, χειρουργός, τώρα δεν θα γίνεις ούτε ξυλουργός. Χειρότερα δεν γίνεται”, έκανε ο μεγάλος κι άρχισε να του ανακατώνει τα μαλλιά.
Η Μάγια ξεκίνησε να γελάει και δεν σταματούσε.
“Τι;” έκαναν τ’ αδέλφια.
“Είναι μια σκηνή απ’ τη ταινία Σίμπσονς”είπε η Μάγια. “Λέει ο Μπαρτ: Είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η Μαρτζ σκουντάει τον Χόμερ να πει κάτι στο παιδί τους, να το παρηγορήσει. Κι ο Χόμερ λέει στον Μπαρτ: Η χειρότερη μέρα της ζωής σου, ως τώρα.”
Γέλασαν και τ’ αγόρια. Ο μεγάλος άνοιξε κι άλλο κρασί.
“Ας το γιορτάσουμε λοιπόν.” Τους γέμισε τα ποτήρια. “Στη χειρότερη μέρα της ζωής μας…”
“Ως τώρα!” είπαν κι οι τρεις μαζί και τσούγκρισαν.
“Λέτε να ‘χει επιβιώσει κανείς;” ρώτησε η Μάγια.
“Στην πόλη αποκλείεται. Τόσο καιρό θα είχαμε δει κάποιον.”
“Μπορεί αλλού. Στην… Αυστραλία.”
“Μπα, εκεί άρχισε πιο νωρίς.”
“Λέτε να ‘μαστε οι τελευταίοι;”
Άνοιξαν μια σαμπάνια. Έπιναν ό,τι ακριβότερο είχε το σούπερ.
“Πάντως”, έκανε ο μεγάλος, “αν είμαστε οι τελευταίοι έχουμε ένα… καθήκον.”
“Μην αρχίσεις πάλι αυτές τις μαλακίες”, έκανε ο μικρός.
Έσφιξε τις γροθιές του τόσο που άσπρισαν.
“Γιατί; Έτσι πρέπει. Να διαιωνίσουμε το είδος.”
“Σταμάτα.”
“Είμαστε δυο άντρες και μια γυναίκα.”
“Κόφ’το.”
“Φυσικά ως μεγαλύτερος πρέπει…”
Ο μικρός πετάχτηκε πάνω κρατώντας το μαχαίρι. Ο μεγάλος σοβαρεύτηκε. Για λίγο κοιτιόντουσαν στα μάτια.
“Άρη, ηρέμησε”, έκανε η Μάγια. “Έλα, ηρέμησε.” Άπλωσε και του πήρε το μαχαίρι. Τον έβαλε να κάτσει.
Άδειασαν τη σαμπάνια χωρίς να μιλάνε. Λίγο μετά η Μάγια χάιδεψε το χέρι του μικρού.
“Εντάξει”, είπε η Μάγια, “ο Στέλιος δεν έχει άδικο.”
“Τι λες;”
“Όχι για τη διαιώνιση, δεν έχω καμιά διάθεση να γίνω μάνα σ’ αυτά τα σκατά, σαν την Έμιλι Μπλαντ. Αλλά… Εντάξει, σεξ θα κάνουμε κάποια στιγμή, δεν θα κάνουμε; Θα μας κακολογήσει κανείς; Δεν έχει μείνει κανείς.”
Ο μεγάλος δεν είπε τίποτα, αλλά φαινόταν ότι πάλευε να μη χαμογελάσει.
Τ’ άφησαν όλα όπως ήταν και σηκώθηκαν.
“Τι χρειαζόμαστε για το σπίτι;”
“Μπαταρίες”, είπε η Μάγια. “Θέλω και μικρές, για το γουόκμαν.”
Πήγαν απ’ τον διάδρομο που είχε τις κονσέρβες. Ο μεγάλος παραπάτησε σε μία. Βλαστήμησε. Την έπιασε και την πέταξε σ’ ένα ψυγείο. Το κρύσταλλο έγινε κομμάτια. Γέλασε, με το γέλιο του πατέρα. Τότε άκουσαν τον θόρυβο.
Φώτισαν προς τα ‘κει. Ο θόρυβος ερχόταν πίσω απ’ τη διπλή λαστιχένια πόρτα, στην άκρη του διαδρόμου. Κοκάλωσαν.
“Μπορεί να είναι άνθρωποι”, ευχήθηκε η Μάγια.
Τότε η πόρτα άνοιξε. Ένα κύμα αρουραίων όρμησε πάνω τους. Ήταν είκοσι μέτρα μακριά. Σε λιγότερο από δευτερόλεπτο κατάλαβαν ότι δεν προλάβαιναν να φύγουν. Η Μάγια έσφιξε το χέρι του μικρού. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Ο μεγάλος είδε το βλέμμα του αδελφού του και χαμογέλασε.
Έβγαλε μια πολεμική κραυγή κι όρμησε στους αρουραίους σαν να ήταν Ορκ. Οι πρώτοι δέκα ανέβηκαν πάνω του και τους εκσφενδόνισε. Κάποιους τους πάτησε και τους έλιωσε. Κοίταξε δεξιά. Υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο. Έστριψε προς τα ‘κει.
Οι αρουραίοι δεν ήταν μεταλλαγμένοι, απλά τρωκτικά ήταν, πεινασμένα και πολλά. Δεν χωρίστηκαν, επιτέθηκαν όλα μαζί στο πιο κοντινό θύμα.
Ο μεγάλος κατέβαινε τις σκάλες και τους πετούσε από πάνω του, κλωτσούσε όσους μπορούσε. Γύρισε προς τα πίσω, στον μικρό και τη Μάγια που κοιτούσαν σαν να έβλεπαν ταινία και τους φώναξε:
“Τρέξτε, ανόητοι.”
Υπήρχε κάτι χαμογελαστό στα λόγια του.
Η Μάγια με τον μικρό έφυγαν τρέχοντας.
~~
Η Μάγια έκλαιγε για πολλές ώρες. Ο Άρης την κρατούσε κι έσφιγγε τα δόντια. Ένιωθε να μην είναι εκεί. Σαν να ήταν ταινία, όλα, ο ιός, ο θάνατος των γονιών του, ο θάνατος όλων, ο θάνατος του Στέλιου.
“Ξέρεις”, είπε κάποια στιγμή, “η μητέρα μου ήταν συγγραφέας.”
Η Μάγια δεν είπε τίποτα.
“Ήθελε όλες οι ιστορίες της να έχουν καλό τέλος.”
Η Μάγια τον έσφιξε πιο δυνατά.
“Σκέφτομαι… Ξέρεις, προσπαθώ να καταλάβω, αναρωτιέμαι… Πώς θα τέλειωνε αυτή την ιστορία.”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~