Από τον Γιάννη Μπάκο
Σαν σήμερα, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 ξεκινούν τα γεγονότα της σφαγής του Ελληνικού και Αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον Κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της πόλης, που διήρκεσε ως τις 17 του ίδιου μήνα.
Όλα άρχισαν επτά ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Σμύρνη βρισκόντουσαν εγκλωβισμένοι σε μια παγίδα θανάτου περισσότεροι από 500.000 πρόσφυγες, περιμένοντας να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα.
Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην Αρμενική συνοικία, με την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και επεκτάθηκε στο Αρμενικό νοσοκομείο και την μητρόπολη, καίγοντας ζωντανούς όλους όσοι βρίσκονταν εκεί.
Την ίδια στιγμή δεκάδες εστίες φωτιές ξεκινούσαν στις Ελληνικές συνοικίες και με την βοήθεια του ανέμου αλλά και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία. Όσα κτίρια λόγω κατασκευής δεν ήταν δυνατό να καούν, ανατινάζονταν με βόμβες.
Η πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης ήταν το τελευταίο μιας σειράς τραγικών γεγονότων που οδήγησαν στο ξεριζωμό του Ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία και τον αφανισμό των περισσότερων από τις 2.000 Ελληνικών συνοικίες.
Πριν την καταστροφή του 1922 η Σμύρνη αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Επικρατούσα γλώσσα ήταν η ελληνική εκ της οποίας η πόλη είχε ένα καθαρά ελληνικό χρώμα με σχετικά ανεπτυγμένο εμπόριο και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Μετά τον εκτοπισμό τους στον Ελλαδικό χώρο και την εγκατάσταση τους σε διάφορες πόλεις της χώρας, οι Έλληνες της Σμύρνης δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν το ελληνικό τραγούδι και τις τέχνες στο σύνολο τους.
Ο Σταύρος Παντελιάδης, γεννημένος στη Σμύρνη το 1891, σπούδασε μουσική στην Σμύρνη και μετά την εγκατάσταση του αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στον Βόλο ξεκίνησε να συμμετέχει σε ορχήστρες, καθώς γνώριζε μαντολίνο, κιθάρα, μπάντζο και μπουζούκι.
Από το 1933 εισέρχεται στην δισκογραφία και συνεργάζεται με την Ρίτα, την Ρόζα, το Στελλάκη, τον Κάβουρα, τον Ρούκουνα, την Γεωργακοπούλου, τον Καζαντζίδη και πολλούς ακόμα.
Ο πόνος για την αγαπημένη του, την οποία έχασε στα γεγονότα της Σμύρνης δεν τον άφησε να κάνει οικογένεια, ενώ το 1935 ηχογραφεί με την φωνή της Γεωργίας Μηττάκη το τραγούδι “Σμύρνη με τα περίχωρα”, γράφοντας για τις ομορφιές της πόλης που μεγάλωσε αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.