Από τον Δημήτρη Δημητριάδη
«Πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να μηνύσει τη Γερμανία για τα 296 δισεκατομμύρια ευρώ που της χρωστάει», είναι ο τίτλος δημοσιεύματος του γερμανικού περιοδικού Spiegel. Τι Θα μπορούσε όμως να διεκδικήσει η χώρα μας; Εκτός από τις αποζημιώσεις των ιδιωτών έχουμε και το κατοχικό δάνειο.
Θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις αποζημιώσεις από το κατοχικό δάνειο και να δούμε με νηφάλιο μάτι, ποιες απαιτήσεις είναι εν τέλει δικαστικώς επιδιώξιμες και ποιες όχι.
Καταρχάς υπάρχουν αγωγές αποζημιώσεων από φυσικά πρόσωπα, που υπέστησαν την θηριωδία της ναζιστικής επέλασης από τον Απρίλιο 1941 έως Οκτώβριο του 1944. Συγκεκριμένα οι επιζήσαντες του ναζιστικού τρόμου στο Δίστομο επέτυχαν απόφαση από ανώτατο ελληνικό δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία δικαιούνται χρηματική αποζημίωση. Το αντίστοιχο γερμανικό ανώτατο δικαστήριο όμως απέρριψε το ίδιο αίτημα των παθόντων. Την ίδια αποτυχία είχαν τα θύματα και σε διεθνές επίπεδο, αφού το Δικαστήριο της Χάγης αποφάσισε τον Ιανουάριο 2012 βάσει της αρχής της «κρατικής ασυλίας», σύμφωνα με την οποία απορρίπτονται κατ’ αρχήν οι αγωγές φυσικών προσώπων κατά το κράτος της Γερμανίας.
Το επιχείρημα που προέβαλαν τα θύματα του Διστόμου, ότι η παραπάνω αρχή δεν πρέπει να ισχύει στις περιπτώσεις βαριών εγκλημάτων πολέμου, απορρίφθηκε διότι αυτή η εξαίρεση δεν έχει καταστεί ακόμη εθιμικό δίκαιο σε διεθνές επίπεδο. Η Διεθνής Αμνηστία κριτικάρει την παραπάνω απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, λέγοντας ότι προτάσσει τα συμφέροντα των κρατών πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η απόφαση αυτή είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα , τα θύματα του Διστόμου να μην μπορούν πλέον να διεκδικήσουν το ιστορικό δίκιο τους δικαστικώς ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου. Τουλάχιστον όχι ως φυσικά πρόσωπα.
Η μόνη τους ελπίδα θα είναι μια συνεννόηση, ένας συμβιβασμός σε άλλη βάση. Μεταξύ των δυο κρατών. Ως συνήθως οι αποζημιώσεις διαπραγματεύονται και εκπληρώνονται από το υπόχρεο κράτος κατά κανόνα σε διμερές επίπεδο. Η ίδια η Χάγη , αναγνωρίζοντας το βάσιμο του αιτήματος των θυμάτων, παραπέμπει αυτά στον δρόμο της διπλωματικής διευθέτησης μεταξύ των δυο εμπλεκομένων κρατών.
Παρόμοια χειρίστηκε το Δικαστήριο την υπόθεση μεταξύ Κροατίας κατά Σερβίας, όπου με απόφαση του προέτρεψε τα εμπλεκόμενα μέρη να τα «βρούνε μεταξύ τους».
Τίθεται λοιπόν εδώ το ερώτημα, γιατί από το 1945 έως σήμερα, δεν διευθετήθηκε το εν λόγω θέμα μεταξύ της Ελλάδας και Γερμανίας σε διμερές επίπεδο κρατών. Ως γνωστόν, το συνέδριο αποζημιώσεων του Λονδίνου κατέληξε με την από 27.02.1953 συμφωνία , σύμφωνα με την οποία, ΑΝΑΒΛΗΘΗΚΕ η όποια συζήτηση και διευθέτηση των αποζημιώσεων, γενικά, έως τη σύναψη μιας τελικής «συμφωνίας ειρήνης» δηλαδή, την επανένωση της Γερμανίας.
Όταν μετά από 37 χρόνια πραγματοποιούνταν η επανένωση της Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση υπό τον Κόλ , έκανε τα πάντα ώστε να αποκρύψει και να ξεχάσει την υποχρέωση της αυτή, που είχε συμφωνηθεί στο Λονδίνο το 1953. Η επανένωση της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε με τη «συμφωνία 2+4» αντί του «συμφώνου Ειρήνης» που είχε προαποφασιστεί να ονομαστεί. Σύμφωνα με τα τότε δημοσιεύματα το 1990, προκρίθηκε η εν λόγω ονομασία από τη γερμανική κυβέρνηση ακριβώς για αυτόν το λόγο. Να μην ενεργοποιηθούν οι αξιώσεις των υπό την ναζιστική κατοχή καθημαγμένων χωρών. Έτσι, επίσημα, η Γερμανία δεν υπέγραψε ποτέ ένα τέτοιο σύμφωνο ειρήνης .
Ο τότε υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας Γκένσερ επισήμανε σε τότε δημοσιεύματα ότι, το «σύμφωνο 2+4» υπεγράφη από τις 4 μεγάλες δυνάμεις και τα λοιπά κράτη μέλη δεσμεύονται από τη συμφωνία αυτή αφού δεν προέβαλαν αντιρρήσεις, με αποτέλεσμα να πάνε περίπατο και οι αξιώσεις τους, αφού δεν υπεγράφη ποτέ κανένα σύμφωνο ειρήνης με όλα τα κατεχόμενα κράτη όπως είχε συμφωνηθεί να γίνει στο Λονδίνο το 1953.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, επεμβαίνει η Ελλάδα και υποστηρίζει ότι δεν παραιτήθηκε ποτέ σιωπηρώς το 1990 (όταν έγινε η επανένωση και υπογράφηκε άλλο σύμφωνο αντί του προβλεπόμενου) από τις αξιώσεις της , μη προβάλλοντας ένσταση κατά του συμφώνου 2+4. Η Γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Ελλάδα, λαμβάνοντας γνώση του νέου συμφώνου 2+4, αναγνώρισε τις νομικές επιδράσεις του νέου συμφώνου, εις αντικατάσταση του άλλου, με αποτέλεσμα να δεσμεύεται και αυτή από αυτό το σύμφωνο. Ήτοι, παραιτήθηκε σιωπηρώς από τις όποιες αξιώσεις πολέμου της που θα λύνονταν με το σύμφωνο Ειρήνης, μιας και το νέο σύμφωνο αυτό, διευθετεί και επιλύει όλες τα εκ του πολέμου προκύψαντα ζητήματα.
Με λίγα λόγια, η Γερμανία απέφυγε τότε το 1990 επίτηδες να ονομάσει το σύμφωνο που υπεγράφη ως σύμφωνο ειρήνης, και προτίμησε την ονομασία «σύμφωνο 2+4», ακριβώς για να αποφύγει τις αποζημιώσεις που έπρεπε να καταβάλει στα κράτη που υπέστησαν τη ναζιστική θηριωδία. 25 χρόνια μετά, το 2015, η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει σθεναρά ότι το παραπάνω σύμφωνο επέχει θέση συμφώνου Ειρήνης, και μιας και η Ελλάδα τότε δεν πρόβαλλε καμία αντίρρηση, κατέπεσε και η αξίωση της .
Κάτι άλλο ισχύει όμως όσον αφορά το κατοχικό δάνειο που έλαβε η γερμανική κατοχική δύναμη από την τράπεζα της Ελλάδας. Το εν λόγω δάνειο φοβίζει ιδιαίτερα τη γερμανική κυβέρνηση μιας και η δικαστική του επιδίωξη έχει βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας. Ως εκ τούτου, προσπαθεί λυσσασμένα να κατατάξει και αυτήν την υποχρέωση της ως αποζημίωση, ώστε να μην είναι και αυτό το αίτημα δικαστικό επιδιώξιμο όπως οι λοιπές αποζημιώσεις.
Η λεπτή διαφορά όμως έγκειται στο ότι το κατοχικό δάνειο συνήφθη όχι για έξοδα κατοχής της ναζιστικής διοίκησης στην Ελλάδα, αλλά για να χρηματοδοτηθούν τα Afrikakorps του Ρόμελ. Επίσης το κατοχικό δάνειο που υπεγράφη τον Μάρτιο 1942, άρχισε ήδη αν αποπληρώνεται ακόμα όταν η Ελλάδα ήταν υπό ναζιστική κατοχή, αφού, όταν αποχώρησαν τον Οκτώβριο του 1944 τα γερμανικά στρατεύματα από την Ελλάδα, από το αρχικό κεφάλαιο των 568 εκατομμυρίων Μάρκων του ράιχ, απέμειναν για αποπληρωμή μόνο τα 476 εκ μάρκα. Το παραπάνω ποσό των 476 εκ μάρκων εκτιμάται σήμερα από οικονομολόγους στα 11 δις εκ ευρώ.
Ωστόσο, παρά τις αποδείξεις περί σύναψης του εν λόγου κατοχικού δανείου, η σημερινή γερμανική κυβέρνηση αρνείται την ύπαρξη του, ήτοι, την θεώρηση του ως δάνειο και το κατατάσσει ως αποζημίωση. Η ίδια επιστημονική επιτροπή της γερμανικής Βουλής σε ανεπίσημο έγγραφό της προς την Καγκελάριο αναφέρει ότι το εν λόγω δάνειο δεν συγκαταλέγεται υποχρεωτικά στις αποζημιώσεις.
Εδώ και δεκαετίες λοιπόν η γερμανική πλευρά δικαιολογείται και υπεκφεύγει αναίσχυντα την παραπάνω συζήτηση περί αποζημιώσεων και δανείων. Από τη μια συμψηφίζουν τις απαιτήσεις των Ελλήνων με χρήματα που δόθηκαν μέσω της ΕΕ, λες και τα χρήματα προήλθαν κατευθείαν από τα γερμανικά ταμεία, από την άλλη δικαιολογούνται με το ήδη υψηλό κόστος της επανένωσης της Γερμανίας, πράγμα απαγορευτικό για όποια συζήτηση περί πληρωμής χρημάτων και σε άλλες χώρες.