Συνήθως στον χώρο των αντισυστημικών κινημάτων οι θεματικές που συνδέονται με το ζήτημα των ζώων αντιμετωπίζονται με σνομπισμό ή απαξιωτικό τρόπο, μολονότι ένας σημαντικός αριθμός ακτιβιστών έχει κάνει ξεκάθαρες επιλογές ως προς τη διατροφή και γενικότερα δείχνει μια σχετική ευαισθησία. Παρατηρείται μία υποβάθμιση του ζητήματος, αγνοώντας ότι όλα αυτά σχετίζονται στενά με την ανάγκη μιας ριζικής και βαθιάς μεταβολής του σημερινού κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού μοντέλου ανάπτυξης. Επομένως το να θεωρούμε ότι ο αντιειδισμός είναι μία άνευ σημασίας θεωρία και πρακτική, ένα πεδίο αντιπαράθεσης και κινητοποίησης που δεν μπορεί να έχει κάποια βαρύτητα, φανερώνει αν μη τι άλλο πολιτική μυωπία.
Η Άντζελα Ντέιβις, το 2012, στο πλαίσιο μιας συζήτησης είχε δηλώσει:
«Θεωρώ ότι η διατροφή θα καταστεί το κυριότερο πεδίο των μελλοντικών αγώνων. Μερικές φορές απογοητεύομαι πραγματικά από το γεγονός ότι πολλοί από εμάς που αποκαλούνται ριζοσπάστες ακτιβιστές δεν είναι σε θέση να αποκτήσουν μια σχέση με την τροφή που εισάγουμε στα ίδια τα σώματά μας. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μέχρι ποιο σημείο εμπλεκόμαστε στις διαδικασίες του καπιταλισμού και πως άκριτα συνεργαζόμαστε και συμβάλλουμε στη διατροφική πολιτική των πολυεθνικών. Συνήθως δεν μνημονεύω το γεγονός ότι είμαι βίγκαν, αλλά η κατάσταση αλλάζει… Πιστεύω ότι έφτασε η στιγμή να μιλήσουμε γι’ αυτό, καθώς αποτελεί κομμάτι της επαναστατικής προοπτικής: Πώς μπορούμε να ανακαλύψουμε και πάλι και να αναπτύξουμε σχέσεις μεγαλύτερης συμπόνιας όχι μόνο με τα ανθρώπινα, αλλά και με τα άλλα πλάσματα με τα οποία μοιραζόμαστε αυτόν τον πλανήτη; Τούτο θα σήμαινε να συγκρουστούμε με ολόκληρη την καπιταλιστική βιομηχανία διατροφής και τροφίμων… Όταν οι άνθρωποι τρώνε μια μπριζόλα ή ένα κοτόπουλο δεν σκέφτονται τα φρικτά βάσανα που υφίστανται εκείνα τα ζώα απλώς και μόνο για να μετατραπούν κατόπιν σε τροφή προς κατανάλωση. Προσωπικώς βρίσκω ότι η έλλειψη μιας κριτικής στάσης σχετικά με την τροφή που καταναλώνουμε αποδεικνύει σε ποιο βαθμό το εμπορευματικό σύστημα κατέστη ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. […] Το να συνηθίσουμε να φανταζόμαστε τις ανθρώπινες και μη ανθρώπινες σχέσεις πέρα από τα αντικείμενα που συγκροτούν το περιβάλλον μας θα ήταν κάτι το πραγματικά επαναστατικό».
Η ριζική κριτική του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να αγνοεί την ανάγκη μιας διαδικασίας απελευθέρωσης των ζώων, γιατί η καταπίεση των ζώων αποτελεί τον καθρέφτη της καταπίεσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, και η ανθρώπινη εκμετάλλευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εκμετάλλευση των ζώων, όπως μας έδειξε ήδη από το 1906 ο Άπτον Σίνκλερ με τη Ζούγκλα. Μια κοινωνία θεμελιωμένη στην εκμετάλλευση δεν μπορεί παρά να παράγει την εκμετάλλευση σε όλες τις πτυχές της. Ας μη λησμονάμε πως ο σημερινός καπιταλισμός είναι δημιούργημα του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας, του διεθνούς δουλεμπορίου, των γενοκτονιών και της καταστροφής του περιβάλλοντος σε μεγάλη κλίμακα. Δίχως όλα αυτά θα ήταν αδύνατον να υπάρξει: με δύο λόγια είναι ένα σύστημα δουλείας, εκμετάλλευσης, ιεραρχικών δομών, ανισοτήτων, βίας και καταναγκαστικής εργασίας, θεμελιωμένο στο κέρδος και στην ισχύ. Μια ριζοσπαστική κριτική του υφιστάμενου συστήματος δεν μπορεί όμως να παραβλέψει ότι την ίδια στιγμή οικοδομούνταν ένα άλλο καταπιεστικό σύστημα, παράλληλο με εκείνο της δουλείας, που είδε το είδος μας, από την προϊστορία κιόλας, να καταπιέζει συστηματικά όλα τα υπόλοιπα είδη και που στη συνέχεια, κατά την πορεία του πολιτισμού, επινόησε ποικίλους –υλικούς και συμβολικούς– τρόπους για να δώσει ζωή στο σύγχρονο σύστημα παραγωγής το οποίο βρίσκει την πλήρη εκδίπλωσή του στην κυριαρχία σε βάρος του ζωικού-μη ανθρώπινου βασιλείου.
Στον χώρο της Αριστεράς η κυρίαρχη άποψη θεωρούσε και εξακολουθεί να θεωρεί το ζήτημα των ζώων άνευ σημασίας ή το πολύ πολύ το εντάσσει στην ευρύτερη μάχη για την προστασία του περιβάλλοντος, αφού το κέντρο παραμένει η (ανθρώπινη) πάλη των τάξεων. Αν και ο Τζέισον Χρίμπαλ δεν θα διστάσει να κάνει λόγο για την ύπαρξη ενός ζωοπρολεταριάτου: τα ζώα από την αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν για βαριές εργασίες, ως ένα είδος σκλάβου, πολύ πριν τη χρήση των μηχανών και αποτελούν «τμήμα της εργατικής τάξης» («Animals Are Part of the Working Class: a Challenge to Labor History», Labor History, 2003 και «Animal, Agency, and Class», Human Ecology Review, 2007), ο Ντέιβιντ Νίμπερτ θα συνδέσει άμεσα τα ανθρώπινα δικαιώματα με εκείνα των υπόλοιπων ζώων και την απελευθέρωση των μεν με εκείνη των δεύτερων (Animal Rights/Human Rights: Entaglements of Oppression and Liberation, 2002).
Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Χένρι Φορντ εμπνεύστηκε την αλυσίδα συναρμολόγησης που χαρακτηρίζει την αυτοκινητοβιομηχανία από την αλυσίδα παραγωγής των σφαγείων του Σικάγου, όπου εκατομμύρια ζώα σφαγιάζονταν κάθε χρόνο.
Όπως ολοφάνερες είναι και οι δομικές ομοιότητες που απαντούν μεταξύ σφαγείων και στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ούτε θα πρέπει να μας ξεγελά η ρητορική του «ευτυχισμένου κρέατος» –ζώων που υποτίθεται ζουν ευτυχισμένα σε μικρά οικογενειακά κτήματα και δεν βλέπουν την ώρα να γίνουν μπριζόλα– η οποία δεν αποσκοπεί παρά στο να ξεπλύνει τις πρακτικές θανάτου και εκμετάλλευσης που προηγουμένως κρύβονταν πίσω από τους απροσπέλαστους τοίχους των σφαγείων και των μονάδων εντατικής παραγωγής και να νομιμοποιήσει τις πιο εξευγενισμένες μεθόδους θανάτωσης.
Αν αναλύσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα υιοθετώντας ό,τι ο Στίβεν Μπεστ ονομάζει η «οπτική του ζώου» (The Politics of Total Liberation: Revolution for the 21st Century, 2014), θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε επίγνωση του αποφασιστικού ρόλου που τα ζώα διαδραμάτισαν στην εξέλιξη του ανθρώπου και των συνεπειών που είχε η ανθρώπινη κυριαρχία στα μη ανθρώπινα πλάσματα. Αν δεν λογαριαστούμε με τις χιλιετίες ειδισμού που κουβαλάμε εντός μας και τη βάρβαρη κακοποίηση που εξακολουθούμε να επιφυλάσσουμε στα άλλα ζώα, δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τα συστημικά προβλήματα της καπιταλιστικής κοινωνίας, την προέλευση και τις δυναμικές της ιεραρχικής δομής ούτε να φανταστούμε μία μελλοντικά ορθολογική, αυτόνομη και ηθική κοινωνία. Πρόκειται για μια οπτική η οποία θα φωτίσει με νέο τρόπο τις κυρίαρχες κουλτούρες. Όπως ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, η φεμινιστική και η αντιρατσιστική ματιά μάς ώθησαν να ρίξουμε ένα διαφορετικό βλέμμα στην πραγματικότητα των διακρίσεων που επιβάλλει η εξουσία του ανδρικού φύλου και της λευκής φυλής, και στις στρεβλώσεις της έμφυλης και φυλετικής βίας. Είναι χαρακτηριστικό πως η δυσπιστία και ο σαρκασμός που παρατηρούνται σε όποιον υποτιμά τον αντιειδισμό θυμίζει τον σαρκασμό και τον εμπαιγμό με τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος της –ανδρικής– κοινής γνώμης αντιδρούσε στα πρώτα κινήματα γυναικείας χειραφέτησης, στις διεκδικήσεις που προωθούσαν οι «σουφραζέτες». Ως προς τις φυλετικές διακρίσεις μέχρι τον 19ο αιώνα οι κάτοικοι των αποικιών δεν κατατάσσονταν στο ανθρώπινο είδος και όσοι κήρυτταν την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων αντιμετωπίζονταν ως αφελείς, αφού δεν μπορούσαν να διακρίνουν την «ουσιώδη διαφορά» μεταξύ λευκών και μαύρων. Αν όμως το γυναικείο και τα άλλα κινήματα μπόρεσαν να έρθουν στο προσκήνιο και να οδηγήσουν σε κάποιες –έστω αποσπασματικές– κατακτήσεις και σε μια σχετική βελτίωση της κατάστασης, αυτό δεν ισχύει για το αντιειδιστικό και το κίνημα υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, αφού καθημερινά η κατάσταση επιδεινώνεται: χιλιάδες έμψυχες υπάρξεις θυσιάζονται στον βωμό της θρησκείας, των παραδόσεων, μιας υποτιθέμενης ευημερίας και μιας σαθρής ανωτερότητας, αλλά κυρίως υπέρ του κέρδους και του καταναλωτισμού. Κάποιος θα μπορούσε να αντιτείνει πως σημειώνεται μια ποιοτική στροφή, την οποία αποδεικνύουν η ολοένα μεγαλύτερη προσοχή στη διατροφή και η εκθετική αύξηση όσων επιλέγουν εν μέρει ή συνολικά μία χορτοφαγική διατροφή. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτό γίνεται για λόγους προσωπικής υγείας –πάλι ο ανθρωποκεντρισμός– και όχι τόσο λόγω πολιτικής στάσης. Εξού και συχνά το (έντονο) ενδιαφέρον για τα ζώα συνοδεύεται από την αδιαφορία απέναντι στο προσφυγικό, από το θέαμα των ξεβρασμένων πτωμάτων στις ακτές της Μεσογείου, από την επέκταση της γυμνής ζωής.
Οι πρακτικές της εξουσίας
Εκείνο που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι πως η εκμετάλλευση και η καταδίκη σε –αργό ή γρήγορο– θάνατο των ζωικών –ανθρώπινων ή μη– σωμάτων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιδεολογίας και των πρακτικών εξουσίας. Η απάντηση σε όλο αυτόν τον τρόμο που αντικρίζουμε θα πρέπει να μεταφραστεί σε έναν πολιτικό αντιειδισμό, ο οποίος θα πρέπει να υβριδοποιηθεί με τη θεωρητική και πρακτική κληρονομιά των άλλων απελευθερωτικών κινημάτων και συνάμα να αποκτήσει αξιοπιστία, για να ξεμασκαρέψει τον ανθρωποκεντρισμό που ενδεχομένως να κρύβεται σε αυτή την κληρονομιά. Το αντιειδιστικό κίνημα δεν καλείται πλέον να αποδείξει την αναντίρρητη οδύνη του βιώνουν τα ζώα, αλλά να αναρωτηθεί πώς θα υλοποιηθεί η απελευθέρωση όλων των αισθαντικών σωμάτων. Είναι από δω που θα πρέπει να ξεκινήσουμε για την οικοδόμηση ενός κινήματος ικανού να αντιπαρέλθει όλους τους υλικούς και συμβολικούς μηχανισμούς ελέγχου και να μην απορροφηθεί από το σύστημα εξουσίας.
Πάει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που ο Μαξ Χορκχάιμερ με την αφοπλιστική μεταφορά του ουρανοξύστη –ουσιαστικώς της κοινωνίας και της ταξικής πραγματικότητάς μας– είχε δείξει πως υφίσταται ένας βαθύτατος δεσμός μεταξύ των διάφορων «πατωμάτων» του, παναπεί των διάφορων μορφών εκμετάλλευσης, πόσο αλληλένδετες είναι οι διάφορες μορφές εκμετάλλευσης στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα του καπιταλιστικού κόσμου και επομένως πόσο ανάγκη έχουμε από διευρυμένες –γιατί όχι και διαειδικές;– μορφές αλληλεγγύης και πάλης:
«Αν παρατηρούσαμε την καθετή τομή της, θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε την παρούσα κοινωνική δομή περίπου ως εξής: πάνω πάνω στις ψηλότερες θέσεις βρίσκονται οι μεγάλοι μεγιστάνες των τραστ των διάφορων πανίσχυρων καπιταλιστικών ομάδων, οι οποίοι ωστόσο μεταξύ τους έχουν κηρύξει τον πόλεμο· κάτω από αυτούς οι μικρότεροι μεγιστάνες, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και όλο το επιτελείο των σημαντικών συνεργατών τους· πιο χαμηλά –χωρισμένες σε επιμέρους στρώματα– οι μάζες των ελεύθερων επαγγελματιών και των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων, των μεροκαματιάρηδων της πολιτικής, των στρατιωτικών και των καθηγητάδων, των μηχανικών και των προϊσταμένων μέχρι τις δακτυλογράφους· ακόμη πιο χαμηλά τα απομεινάρια των μικρών αυτόνομων υπάρξεων, οι τεχνίτες, οι καταστηματάρχες, οι αγρότες και όλοι οι άλλοι, μετά το προλεταριάτο, από τα στρώματα των καλύτερα αμειβόμενων εξειδικευμένων εργατών, περνώντας από τους ανειδίκευτους μέχρι να φτάσουμε στους χρόνια ανέργους, στους φτωχούς, στους ηλικιωμένους και στους αρρώστους. Μονάχα κάτω από όλο αυτό ξεκινούν τα αληθινά θεμέλια της αθλιότητας πάνω στα οποία υψώνεται το οικοδόμημα, γιατί μέχρι τώρα αναφερθήκαμε μόνο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ολόκληρη η ζωή τους υποβαστάζεται από τον φρικτό μηχανισμό εκμετάλλευσης που λειτουργεί στα ημιαποικιακά και αποικιακά εδάφη, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Τεράστιες περιοχές των Βαλκανίων είναι θάλαμοι βασανιστηρίων· στην Ινδία, στην Κίνα, στην Αφρική η εξαθλίωση των μαζών ξεπερνά κάθε φαντασία. Κάτω από τις εκτάσεις όπου πεθαίνουν κατά εκατομμύρια οι κούληδες όλης της γης, θα παρουσιαζόταν στη συνέχεια ο απερίγραπτος και πέρα από κάθε φαντασία πόνος των ζώων, η κόλαση των ζώων στην ανθρώπινη κοινωνία, ο ιδρώτας, το αίμα, η απελπισία των ζώων. […] Αυτό το οικοδόμημα, του οποίου το υπόγειο είναι ένα σφαγείο και η στέγη ένας καθεδρικός ναός, από τα παράθυρα των ψηλότερων πατωμάτων προσφέρει αναμφίβολα μια ωραία θέα του έναστρου ουρανού» («Der Wolkenkratzer», 1934).
Η μεταφορά του ουρανοξύστη αποκαλύπτει πόσο κοινή είναι η μοίρα των ανθρώπων και εκείνη των ζώων και ότι το ζήτημα της απελευθέρωσής τους δεν μπορεί να ιδωθεί έξω και ξέχωρα από το πρόταγμα της συνολικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας: η «απελευθέρωση των ζώων» είναι η απελευθέρωση κάθε ζώου –επομένως και του ανθρώπινου ζώου, όσο κι αν αυτό κοπιάζει με διάφορα επινοήματα να εξορίσει αυτό το ουσιώδες κομμάτι της φύσης του– γιατί η βία δεν γνωρίζει φράγματα μεταξύ των ειδών, δεν σταματά στο κατώφλι του ανθρώπινου, αλλά συνεχίζει να διεισδύει στους εσωτερικούς θαλάμους βασανιστηρίων και στα σφαγεία της ανθρωπότητας. Η εκμετάλλευση τέμνει όλη την έμβια πραγματικότητα. Ο ουρανοξύστης στην ολότητά του μας καθιστά όλους μετόχους και συγκάτοικους στο ίδιο οικοδόμημα: στον βαθμό που τα διάφορα πατώματα συνδέονται μεταξύ τους οι τοίχοι που μας χωρίζουν την ίδια στιγμή μάς ενώνουν.
Παναγιώτης Τσιαμούρας
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων