Του Παναγιώτη Χαλκιά
Αν κάποιος αναφερόταν στην επιστήμη της Εγκληματολογίας, η πρώτη λέξη που θα χρησιμοποιούσε για να την περιγράψει θα ήταν η ηθική. Η Εγκληματολογία είναι μια αφόρητα ηθική επιστήμη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εγκληματολογία συγκροτήθηκε μέσα από ένα είδος δυαδικότητας, η οποία από τη μια αφορά την καθαρή ποινικότητα, που αναγνωρίζει μόνο τον ρητό χαρακτήρα και την καθολικότητα του νόμου, χωρίς να εμπίπτει στο πεδίο της ηθικής και από την άλλη βρίσκεται η πρακτική της διόρθωσης, της αναμόρφωσης. Στο σημείο της σύζευξης αυτών των δυο στοιχείων θα θεμελιωθεί ένας ψυχο-νομικός λόγος, ο ρόλος του οποίου θα είναι να μεταφέρει σε όρους σωφρονισμού τα νομικά στοιχεία της ποινικότητας αλλά και να επανακωδικοποιήσει τις ποινικές έννοιες σε ηθικές κατηγορίες. Η παραβατικότητα, η ροπή ορισμένων ατόμων προς το έγκλημα, η ψυχική ασθένεια ως προδιάθεση εγκληματικών συμπεριφορών, είναι ένας κεκαλυμένος τρόπος να επανακωδικοποιείται με ποινικούς όρους ένα είδος ψυχολογικής κατηγορίας που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία και στις αρμοδιότητες των δικαστηρίων.
Πίσω από το ιδεολόγημα του σωφρονισμού όμως, αυτό που προσπαθεί τόσο περίτεχνα να κρυφτεί, είναι το γεγονός ότι η φυλακή δεν πήρε το σωφρονιστικό χρίσμα από τις επιστήμες του ανθρώπου, αντιθέτως ήταν απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσει να δικαιολογήσει και να τεκμηριώσει τον εαυτό της. Επίσης ο σωφρονισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που παραπέμπει μόνο στη λειτουργία της φυλακής, αλλά είναι συστατικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών και η φυλακή είναι μια από τις εκφάνσεις του. Θα μπορούσε να πει κάποιος, ότι όταν μιλάμε για σωφρονισμό, θα πρέπει να αναφερόμαστε σε τεχνικές και μηχανισμούς κανονικοποίησης. Kατά αρχήν, μόλις εισέλθει κάποιος στη φυλακή, τίθεται σε λειτουργία ένα σύνολο μηχανισμών που τον απογυμνώνουν απ’ την ιδιότητα του ως πολίτη. Συνδυάζοντας τη γνώση με την κανονικοποίηση, ο εγκληματολογικός λόγος έχει καταφέρει να εισάγει την ενσωμάτωση μιας βιογραφίας των ατόμων στο ποινικό σύστημα. Αυτή η ύπουλη ενσωμάτωση της βιογραφίας στην αστυνομική γνώση, αντιμετωπίζει τους ανθρώπους μέσα από τα πολιτικά στίγματα που τους έχουν επιβληθεί για να χαρακτηρίσουν τη μη κανονικότητα τους[1]
Η είσοδος των ανθρωπιστικών επιστημών γενικότερα και της εγκληματολογίας ειδικότερα στο σωφρονιστικό σύστημα, δεν εξανθρώπισε διόλου τη φυλακή, αντιθέτως την έκανε πιο ανθεκτική στις κριτικές. Η φυλακή ήταν πάντα το μέρος όπου ευδοκιμούσαν τα πειράματα και οι αναπροσαρμογές. Από τη στιγμή που καταδικάζεται η ιδέα της εκδίκησης, η οποία πρωτύτερα ήταν η πράξη ενός κυρίαρχου, η τιμωρία μπορεί να έχει πλέον νόημα μόνο μέσα από μια τεχνολογία αναμόρφωσης. Ακόμη και οι ίδιοι οι δικαστές γνωρίζουν, ότι οι ποινές που επιβάλλουν (π.χ. φυλάκιση, κράτηση) δεν αναμορφώνουν κανέναν, εξ’ ου και η ανάγκη τους να ανατρέχουν σ’ αυτούς που επιστρατεύουν μια ρητορική για το έγκλημα και τον εγκληματία, η οποία θα νομιμοποιήσει αυτά τα αμφισβητούμενα μέτρα [2]
Παρόλα αυτά ο εγκληματίας δεν πρέπει να είναι πλέον ένας από τους φτωχούς, ο εγκληματίας πρέπει να είναι εχθρός των φτωχών. Προκειμένου να λάβει χώρα αυτό το γεγονός, έπρεπε πρώτα, όπως και αναλύσαμε, να επέλθει μια ηθικοποίηση του πληθυσμού και να σπάσει η συνδιαλλαγή του με την εγκληματικότητα, ώστε να διαχωριστούν οι παραβατικοί και να φανούν επικίνδυνοι τόσο για τους πλούσιους, όσο και για τους φτωχούς επίσης. Η είσοδος της εγκληματολογίας και των ανθρωπιστικών επιστημών κρίθηκε αναγκαία, όταν και αφού η αστική τάξη ξεκίνησε να κατασκευάζει τους δικούς της εγκληματίες-ήρωες που δεν είναι ούτε αριστοκράτες ούτε πληβείοι. Η αστική τάξη κατασκευάζει μια αναδόμηση του εγκλήματος, το οποίο πλέον είναι μια τέχνη που δεν επιτρέπεται να ανήκει πια στο λαό, αφού την αισθητική της μπορεί μόνο ο αστισμός να συλλάβει. Οι συγκεκριμένοι εγκληματίες είναι τα ψυχρά και διαυγής μυαλά, οι ευφυείς δολοφόνοι, το οργανωμένο έγκλημα και κάθε φορά που έρχεται η στιγμή τους να αναμετρηθούν με την αστυνομία παίζουν ενός είδους ισότιμο παιχνίδι ευφυίας, το οποίο ταυτόχρονα επιδεικνύει όλα τα σύμβολα και σημάδια της αστικής τάξης.
Συμπερασματικά, η Εγκληματολογία σχηματίστηκε μέσα από συγκεκριμένες ιζηματογενέσεις της ιστορίας με κύριο σκοπό να νομιμοποιήσει τον δικαστικό λόγο. Επίσης, ο δικαστικός λόγος, προσπάθησε αρκετές φορές να ελέγξει τις σωφρονιστικές επιστήμες, που μέχρι ενός σημείου του ήταν ετερογενείς. Οι επιστήμες της φυλακής διεκδικούσαν συνεχώς μια ανεξαρτησία από τον δικαστικό μηχανισμό, μια ανεξαρτησία που απειλούσε κατά κάποιον τρόπο τον δικαστικό λόγο και που ο ίδιος προσπάθησε εν μέρει να την απορροφήσει, τοποθετώντας τον εγκληματολογικό λόγο, στο πεδίο του δικαστικού συμβούλου, του πραγματογνώμονα. Η Εγκληματολογία ως αστική επιστήμη, ως επιστήμη πάνω στα σώματα και στην αναμόρφωση των συνειδήσεων, διακυρρήτει ότι πατάσει το κακό, το εντοπίζει μέσω των διάφορων ψυχολογικών προφίλ, σαν να έλεγε κανείς ότι είχαν από πριν καθοριστεί τα κριτήρια του τι θα είναι ψυχολογικά και ποινικά επιλήψιμο και το τι θα μπορούσε να ειδωθεί ως ενδεχόμενη απειλή. Αν όμως η εγκληματολογία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους, μέσα από τα πολιτικά και κοινωνικά στίγματα που τους έχουν επιβληθεί, τότε πως είναι δυνατόν να υπάρξει μια Εγκληματολογία της οποίας ο λόγος θα είναι ανεξάρτητος από την αστική τάξη πραγμάτων και από τις αντικειμενικές δομές σύλληψης του κόσμου, οι οποίες έχουν κατασκευαστεί πάλι από αυτές τις ίδιες τις αντικειμενικές δομές; Ο ρόλος αυτής της νέας Εγκληματολογίας θα είναι να βλέπει με παθολογικού τύπου κριτήρια το έγκλημα, όπως κάνει η ψυχιατρική και η ψυχολογία ή θα το βλέπει με κανονιστικά κριτήρια, όπως συμβαίνει στη νομική;
Το πρώτο βήμα αναδιάρθρωσης της Εγκληματολογίας θα πρέπει να είναι η ολοκληρωτική αποκοπή της από τον ψυχονομικό λόγο, ο οποίος τη διαποτίζει απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο ψυχονομικός λόγος διαρθρώθηκε μέσα από μια σύζευξη ηθικού-ποινικού, με κύριο σκοπό του να νομιμοποιήσει ορισμένες σχέσεις εξουσίας που ήθελαν να επιβάλλουν ορισμένες ομάδες πάνω σε άλλες, για να καταστήσουν το δικό τους βιοτικό ύφος ως το μόνο νόμιμο. Αφού λοιπόν αυτού του είδους οι λόγοι, είναι εμποτισμένοι με πράξεις κοινωνικής κυριαρχίας, ο ρόλος της Εγκληματολογίας θα έπρεπε να είναι η αποδόμηση αυτής της κεκαλυμμένης κυριαρχίας, η οποία βασίστηκε πάνω στην έννοια του εγκλήματος. Το έγκλημα θα ήταν γονιμότερο αν τοποθετούνταν όχι κάτω από έναν παθολογικού τύπου φακό, ο οποίος εντοπίζει δήθεν παραβατικές διαθέσεις, που αναζητούν διαρκώς τις αιτίες για το κακό, παίρνοντας ταυτόχρονα την έννοια του εγκλήματος ως δεδομένη, αλλά κάτω από ένα νοητικό σχήμα που θα μελετά τις διαδικασίες και τους αγώνες των ομάδων για νομιμότητα, τη διατήρηση της ταξικής δομής μέσα από τις καθημερινές απόψεις για το καλό και το κακό, την αναταραχή και την παρέκκλιση, που μετασχηματίζουν, ή αλλιώς βαφτίζουν ορισμένες πράξεις ως εγκληματικές στην κοινή λογική[3]
Μια προσπάθεια ανέγερσης μιας κριτικής προσέγγισης στο πεδίο του εγκλήματος αλλά και των κοινωνικών επιστημών, επιχείρησε η λεγόμενη Ριζοσπαστική ή Κριτική Εγκληματολογία. Ο κριτικός εγκληματολόγος William Bonger παρατηρεί πως ο καπιταλισμός δημιουργεί συνθήκες για την ανάδυση του εγωισμού και την υποχώρηση του αλτρουισμού, έτσι ώστε να ενισχύονται οι συνθήκες φτώχειας του πληθυσμού αλλά και η απληστία των πολιτών. Στον Πασουκάνις από την άλλη, η όλη ύπαρξη της δικαστικής διαδικασίας εδράζεται σε αξίες καπιταλιστικές. Η πλευρά του θιγμένου απαιτεί επανόρθωση μέσω της ποινής ,ενώ ο κατηγορούμενος ζητά επιείκεια, έκπτωση. Μέσω αυτού του δυαδικού σχήματος, η ποινική δίκη είναι για τον Πασουκάνις ανάλογη με τους νόμους της αγοράς, με τον αγοραστή και τον πωλητή να διαπραγματεύονται πάνω στην αξία του εμπορεύματος. Η αναλογία στο έγκλημα και στην αποζημίωση δεν είναι παρά η αναλογία της ανταλλαγής.[4]
Στη νεομαρξιστική προσέγγιση κάνει την εμφάνιση της για πρώτη φορά η έννοια της ηγεμονίας και τα έγκλημα προσεγγίζεται με όρους εξουσίας. Έχοντας τις ρίζες της σκέψης της στο μαρξισμό, τοποθέτησε σε μια λειτουργικού τύπου ανάλυση την παραβατικότητα, η οποία εδράζεται κυρίως στη θέση ότι το ποινικό σύστημα προβάλλεται ως αναγκαίος μηχανισμός για να διαχειρίζεται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που περισσεύει από την οικονομία και εν τέλει καταλήγει στο περιθώριο. Το κράτος προσπαθεί να διαχειριστεί τις συγκρούσεις που προκύπτουν στην ταξική δομή του συστήματος μορφοποιώντας την κυριαρχία σε όρους νομιμότητας. Ο ρόλος του ποινικού συστήματος είναι να τοποθετεί κάτω από το στέγαστρο της φυλακής αυτά τα στοιχεία, ώστε να μην παρεμποδίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της ζωής. Η έννοια της ηγεμονίας αναλαμβάνει να αναδείξει ότι η κυριαρχία δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικούς όρους αλλά λαμβάνει χώρα μέσω ολόκληρων τρόπων σκέψης που εγχαράσσει το ποινικό σύστημα, με το νόμο να αποτελεί ένα μέσο ελέγχου της συνείδησης και οι μεσαίες τάξεις με την συγκατάθεση τους, αποτελούν τον τρόπο νομιμοποίησης των κατασταλτικών στοιχείων του κράτους.
H νεομαρξιστική προσέγγιση πάνω στο έγκλημα, ενώ έχει χρήσιμες έννοιες, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν ως βάση την αναπαραγωγή των τάξεων, εντούτοις χάνει τη δύναμη της όταν παρουσιάζει το ποινικό σύστημα με μια δυαδική αντίθεση της εξουσίας, που από τη μια είναι αυτοί που έχουν την εξουσία και από την άλλη αυτοί που δεν την έχουν και εξουσιάζονται (το παραπάνω σχήμα μπορεί να φανεί χρήσιμο σε μια ανάλυση των οικονομικών σχέσεων εξουσία). Αν κάποιος ήθελε να το περιγράψει πιο λυρικά θα έλεγε ότι ενώ στην αρχή υπάρχει ένας ευτυχής λαός, κύριος του εαυτού του, ξαφνικά εμφανίζονται τα αρπακτικά και τον υποδουλώνουν κάτω από το ζυγό της ποινικότητας. Αν υιοθετήσουμε την παιδαριώδη αυτή δυαδική αντίθεση κινδυνεύουμε να συλλάβουμε όπως λέει και ο Μάρξ, <<τα πράγματα της λογικής, για τη λογική των πραγμάτων>>, που σημαίνει να εκλάβουμε το κοινωνικό γίγνεσθαι μέσω των κατηγοριών που έχουν κατασκευαστεί από τις ίδιες τις αντικειμενικές δομές που έχει παράγει αυτό το γίγνεσθαι, στο οποίο η εξουσία είναι πάντα αυτή που λέει όχι και είναι αυτή που πάντα βρίσκεται πάντα στη μια μεριά της ζυγαριάς. Αν θέλουμε να αναλύσουμε το έγκλημα και γενικότερα την ποινικότητα μέσω της εξουσίας, θα πρέπει να τοποθετήσουμε την εξουσία έξω από την κατασκευασμένη εικόνα, να πραγματοποιήσουμε μια ρήξη με τα υπάρχοντα πρότυπα και να χτίσουμε μια ρασιοναλιστική φιλοσοφία της γνώσης που θα μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε το φαινόμενο της παραβατικότητας, χωρίς να υποκύψουμε στον τρόπο σύλληψης που το ίδιο το φαινόμενο θέλει να μας επιβάλλει[5].
Καταρχήν θα ήταν γονιμότερο αν λέγαμε όχι ότι η αστική τάξη κατέχει αποκλειστικά την εξουσία, αλλά ότι το κράτος, οι θεσμοί καταστολής, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί και οι σωφρονιστικές πρακτικές είναι εργαλεία της αστικής τάξης που της επιτρέπουν να ασκεί τις πρακτικές της με νόμιμο τρόπο, αλλά αυτά τα εργαλεία δεν αποτελούν συν αθροιστικά την εξουσία, αντιθέτως η εξουσία βρίσκεται ακριβώς στη μέση, στην αναμέτρηση των μεν και των δε και ότι η ταξική πάλη είναι όλα αυτά που ζούμε, οι συνεχείς ανισοτικές αναμετρήσεις, όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας η της ποινικότητας, αλλά στο χώρο του σχολείου, της οικογένειας. Επίσης η ιδέα ότι η καταστολή είναι η κατεξοχήν μορφή έκφρασης της εξουσίας, υποκρύπτει το γεγονός ότι η ίδια η εξουσία υπάρχει και δίνει συνοχή στο κοινωνικό σώμα, καταρχήν μέσω θετικών μηχανισμών, μηχανισμών που επιχειρούν να εγχαράξουν θέσεις, δράσεις αλλά και πρακτικές. Στο μοντέλο της κοινωνικής συναίνεσης, αλλά και στο μοντέλο του συμβολαίου η εξουσία ουσιαστικά υφίσταται στην παρεμπόδιση κάποιου να κάνει κάτι. Με το πρώτο σχήμα, η κοινωνία αποστερεί από τα μέλη της την πλήρη τους ελευθερία μέσω του συμβολαίου και στη δεύτερη, αυτοί που έχουν τα όπλα, οι άρπαγες, η μπουρζουαζία, υποτάσσει τους ηττημένους στη δυστυχία[6]
Το ζήτημα εδώ δεν είναι να υιοθετήσουμε μια κατά κάποιον τρόπο αντιμαρξιστική οπτική, αλλά ούτε και να πούμε ότι δεν υπάρχει καταστολή. Η καταστολή, όπως αναλύσαμε και στο δεύτερο κεφάλαιο, υφίσταται σε μεγάλη κλίμακα. Παρόλα αυτά όμως θα ήταν επιστημονικά μη γόνιμο αν αντιλαμβανόμασταν την εξουσία μέσω αποκλειστικά της καταστολής. Αν επρόκειτο να υπάρξει μια Εγκληματολογία που ο σκοπός της θα είναι να βρει τα αδύναμα σημεία των κοινωνικών συνθηκών εμφάνισης της ποινικότητας, υιοθετώντας μια μέθοδο που θα έχει ως στόχο να φέρει στην επιφάνεια τις υλικές, θεσμοθετημένες και συμβολικές σχέσεις κυριαρχίας, τότε η καταστολή ως μορφή έκφανσης της εξουσίας στο ποινικό σύστημα συμβαίνει επειδή η εξουσία έχει φτάσει στα όρια της, επειδή σκοντάφτει. Η βία λαμβάνει χώρα όταν έχουν αποτύχει όλοι οι άλλοι μηχανισμοί, οι λεγόμενοι μηχανισμοί κανονικοποίησης που διαπερνούν θετικά το κοινωνικό σώμα, είναι η στιγμή που η εξουσία φανερώνεται σε όλη την ωμότητα της, η βία είναι, με λίγα λόγια, η καταληκτική μορφή της εξουσίας.[7]
Επίσης το ζήτημα της ποινικής καταστολής, προσεγγιζόταν και συνδεόταν σε πολλές αναλύσεις με την λειτουργία του κράτους. Αν ισχύει η ιδέα, ότι οι κρατικοί μηχανισμοί δεν είναι παρά η θεσμική αποκρυστάλλωση των σχέσεων δύναμης, τότε το κράτος δε θα μπορούσε να είναι σαφώς η κεντρική εστία της εξουσίας, αλλά ένα εργαλείο άσκησης της. Σύμφωνα με την παραπάνω θέση προκύπτει ότι οι ίδιοι οι ταξικοί αγώνες δεν είναι μια μάχη για την διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά η ίδια η εξουσία βρίσκεται μέσα στην πάλη των τάξεων, στην αναμέτρηση των ομάδων και η οποία αναμέτρηση κατέληξε να σχηματίσει το ποινικό σύστημα στη σημερινή του μορφή.
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η ανθρωπότητα, κουρασμένη από τον συνεχή πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων, θέσπισε κανόνες για να αποποιηθεί τη βία, συνάπτοντας έτσι την πολιτική ειρήνη. Η ανθρωπότητα δεν προόδευσε με αργά βήματα, από την πλήρη και ανεξέλεγκτη βία, σε ένα καθεστώς καθολικής αμοιβαιότητας, αντιθέτως τοποθετεί τις πράξεις βίας πάνω σε ένα σύστημα κανόνων, βαίνοντας από κυριαρχία σε κυριαρχία. Ουσιαστικά το ποινικό σύστημα είναι μια μασκαράτα, προορισμένο να φιλτράρει τις βιαιοπραγίες των κυρίαρχων πάνω στους κυριαρχούμενους, ντύνοντας αυτές με το μανδύα της νομιμότητας, της δικαιοσύνης, του κοινού καλού. Ο νόμος ως προϊόν κυριαρχίας, είναι αυτός που επιτρέπει να ασκηθεί βία επί βίας. Ωστόσο το παιχνίδι δεν βρισκόταν ποτέ στους κανόνες αυτούς καθαυτούς, αλλά στο ποιος θα οικειοποιηθεί τους κανόνες, στο ποιες ομάδες θα ορίσουν ή και θα ανατρέψουν την κατεστημένη ερμηνεία τους.
Αφού λοιπόν ο νόμος, η φυλακή και οι σωφρονιστικές πρακτικές, με λίγα λόγια η σύζευξη ηθικότητας-ποινικότητας, δεν είναι παρά η απόληξη και το προϊόν των συγκρούσεων στο κοινωνικό πεδίο και στο ρου της ιστορίας, τότε ο ρόλος της νέας Εγκληματολογίας θα πρέπει να είναι η αντίσταση σ’ αυτές τις μορφές γνώσεων που επιχειρούν να καθυποτάξουν το άτομο, τον μη κανονικό, τον κάθε αντιφρονούντα στις καθεστηκυίες πρακτικές, πίσω απ΄ τον μανδύα μιας δήθεν επιστημονικότητας. Το ποινικό σύστημα, ως σύστημα κυριαρχίας, εμφανίζεται ως αυτονόητο, επιτακτική ανάγκη κάθε εξελιγμένου πολιτισμού, εντούτοις η Εγκληματολογία ως επιστήμη θα πρέπει να έχει ως στόχο της αρχικά να αποδεσμευθεί από τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες εμφάνισης της, τον τρόπο λειτουργίας δηλαδή που ο αστισμός της επέβαλλε να επιτελεί και να επιτεθεί στις παγιωμένες σχέσεις δύναμης, να αντικειμενοποιήσει το άρρητο, να αναδείξει το κρυφό και το κεκαλυμμένο, να εισάγει εν τέλει ως πρόταγμα, την υπέρμετρη εργασία της ελευθερίας. Θα μιλούσαμε έτσι για μια Εγκληματολογία με στρατηγική, τακτική λειτουργία, με άλλα λόγια μια αντινομική Εγκληματολογία.
[1] Μ. Foucault, H τιμωρητική κοινωνία, εκδόσεις Πλέθρον (2016)
[2] Μ. Foucault, Φυλακή/Κυβερνολογική, εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (2017)
[3] Ε. Λαμπροπούλου, Κοινωνιολογία του Ποινικού Δικαίου και των θεσμών της Ποινικής Δικαιοσύνης, εκδόσεις Σιδέρης (2012)
[4] Γ. Λάζος, Κριτική Εγκληματολογία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη (2007)
[5] P. Bourdieu, Η τέχνη του κοινωνιολόγου, εκδόσεις Μεταίχμιο (2009)
[6] Μ. Foucault, Για την εξουσία και την ταξική πάλη, εκδόσεις Εκτός Γραμμής (2016)
[7] Στο ίδιο