Με αφορμή το «Παράλογος Άνθρωπος» του Γούντι Άλεν & «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» του Πιτ Ντόκτερ.
Ξεκινάμε τη σαιζόν με την τελευταία ταινία της Pixar και την τελευταία ταινία του Γούντι Άλεν. Όχι και το πιο σύνηθες ένας δημιουργός να είναι πιο παραγωγικός από ένα στούντιο. Και δεν μιλάμε μόνο για συνολικά απόλυτα νούμερα, καθώς ο Άλεν έχει και τριάντα χρόνια αβάντζο, αλλά ακόμη και για τα χρόνια που η Pixar είναι ενεργή κινηματογραφικά. Συγκεκριμένα, από το 1995 που βγήκε το “Toy Story” ως το 2015 που βγήκαν τα «Μυαλά που Κουβαλάς», μας παρέδωσε δέκα πέντε μόλις ταινίες μεγάλου μήκους σε μια εικοσαετία. Ενώ από το 1995 του “Mighty Aprhodite” ως το 2015 του “Παράλογου Ανθρώπου”, ο Άλεν κάνει είκοσι μία ταινίες, μια κάθε χρόνο, βρέξει – χιονίσει.
Το γεγονός πως ένα ανιμέισον έχει εκ φύσεως διαφορετικούς ρυθμούς χρόνου, δεν αναιρεί το ότι βρισκόμαστε ενώπιον δυο διαφορετικών προσεγγίσεων στο σινεμά: εκείνη της τελειομανίας, εκείνη που κάθε ταινία πρέπει να φτάνει στην αρτιότερη από κάθε πλευρά εκδοχή της πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένη κι εκείνη της νον στοπ παραγωγής, του δόγματος προτιμώ πέντε ταινίες σε πέντε χρόνια, γιατί και ξέρω να το κάνω και μπορώ να το κάνω, παρά μία ή δύο εξαντλητικά δουλεμένες.
—
Mε τον «Παράλογο Άνθρωπο» ο Γούντι Άλεν επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι εκτός όλων των άλλων είναι και ο μεγαλύτερος name dropper στην ιστορία του παγκοσμίου κινηματογράφου. Θα πέσουν σαν βροχή τα ονόματα φιλοσόφων, μυθιστοριογράφων, μουσικών, όλων των κλασικών.
Στην περίπτωση της Χάνα Άρεντ θα γίνει μια εντελώς λάθος αναφορά στην κοινοτοπία του κακού, που δεν σημαίνει αυτό που υπονοείται στην ταινία, αλλά το εντελώς αντίθετο. Όταν κάτι κανονικοποιείται, όταν κάτι περνάει στην κοινωνία ως νόρμα, η ατομική συνείδηση έχει την τάση να γίνεται πάρα πολύ πιο ελαστική. Μόνο αυτή δεν είναι η περίπτωση του ήρωα της ταινίας και της σχέσης που θα αναπτύξει με το κακό.
Ο Γιόακιν Φίνιξ υποδύεται έναν καθηγητή φιλοσοφίας, πολύ αλκοολικό κι ακόμη περισσότερο καταθλιπτικό, με ντιπ παρακμιακό σκεμπέ, αλλά την ίδια ώρα αρκετά γοητευτικό ώστε να σαγηνεύσει χωρίς να το προσπαθεί την φοιτήτρια Έμμα Στόουν και την παντρεμένη συνάδελφό του Πάρκερ Πόουζι. Είναι τόσο δήθεν όσα λέει ενόσω βρίσκεται στην καταθλιπτική φάση του, που δεν είσαι σίγουρος αν ο Άλεν θέλει να τον σατιρίσει ή τον παίρνει στα σοβαρά.
Στον «Παράλογο Άνθρωπο» ο Άλεν θα ασχοληθεί με μια θεματική που τον έχει απασχολήσει επανειλημμένα στο παρελθόν: το έγκλημα, η αγωνία για την αποκάλυψή του ή μη, ο κομβικός ρόλος της τύχης, ο ρόλος της συνείδησης, η επάρκεια ή ανεπάρκειά του ως τιμωρητικού μηχανισμού.
Αν όμως το έγκλημα και η τιμωρία του έχουν απασχολήσει τον Άλεν σε κάποιες από τις ταινίες του, ο έρωτας έχει τη θέση του σχεδόν σε όλες. Όταν έρχεται η στιγμή που οι ήρωές του θα κοιταχθούν στα μάτια, ο Άλεν είναι βουτηγμένος στον ρομαντισμό όσο ελάχιστοι. Ταυτόχρονα και καθόλου αντιφατικά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του είναι το πόσο σχετικά είναι τα ανθρώπινα συναισθήματα, το αυτοπαραμύθιασμα του έρωτα, το πόσο σήμερα είμαστε ερωτευμένοι με αυτόν, αύριο με τον άλλον και ενδεχομένως μεθαύριο πάλι με αυτόν που ήμασταν πριν, πόσο δικαιολογούμε και σχετικοποιούμε τις πράξεις μας, τις παραλείψεις μας, όσα λέμε κι όσα αποκρύπτουμε. Αυτή η σχετικοποίηση και η εκλογίκευση λαμβάνει χώρα εξίσου στις ερωτικές προδοσίες και στα ποινικά αδικήματα.
Όσο κι αν επαναλαμβάνεται -δεν θα ήταν καν ανθρωπίνως δυνατόν να μην επαναλαμβάνεται-, όσο κι αν έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με παρεμφερείς κεντρικές ιδέες, όσο κι αν στο “Match Point” και στο «Aπιστίες κι Αμαρτίες» τα έχει πει και δείξει πάρα πολύ καλύτερα, όσο χαμηλά κι αν γράφει μια ταινία του στο γουντιαλενόμετρο, η ταινία θα είναι μέτρια στη χειρότερη περίπτωση. Κακή – κακή δεν μπορεί να κάνει. Ναι, μάλλον θα ήταν καλύτερα να έκανε δύο αντί για πέντε ταινίες σε πέντε χρόνια, αλλά ακόμη κι έτσι δεν θα περάσεις άσχημα παρακολουθώντας τις συνεχείς παραλλαγές των βασικών εμμονών του.
—
Αν ο Τσάρλι Κάουφμαν νόμιζε πως περατζάδες μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο μπορούν να κάνουν μόνο οι ήρωές του, αποδεικνύεται πως ήταν γελασμένος. Με «Τα μυαλά που κουβαλάς» (του Πιτ Ντόκτερ δημιουργού και του υπέροχου «Ψηλά στον Ουρανό») η Pixar δεν θα διστάσει να μπει κι εκεί και να γυρίσει μια ταινία για τα συναισθήματα που κατοικοεδρεύουν στο μυαλό μας, για τις αναμνήσεις μας και τον ρόλο τους. Στον πίνακα ελέγχου του μυαλού μας, πέντε συναισθήματα πρωταγωνιστές: η Χαρά, η Λύπη, ο Φόβος, ο Θυμός και η Αηδία. Οι αναμνήσεις της κάθε μέρας, οι κεντρικές αναμνήσεις που συνδιαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας, οι ξεχωριστές νησίδες με τις πιο έντονες αναμνήσεις, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο σε σχέση και με τις αναμνήσεις αυτές.
Μπαίνουμε στο μυαλό όχι του Τζον Μάλκοβιτς ή του Τζιμ Κάρεϊ, αλλά της εντεκάχρονης Ράιλι. Τα ως τώρα παιδικά της χρόνια κυλούν πολύ ευτυχισμένα, μέχρι που έρχεται η μετακόμιση από τη Μινεσότα στο Σαν Φρανσίσκο. Μπορεί να ακούγεται κάπως ειρωνικό, αφού το Σαν Φρανσίσκο είναι πολύ πιο ελκυστικό από την Μινεσότα. Ωστόσο ελκυστικός για ένα παιδί, εφόσον έχει μεγαλώσει καλά, είναι ο τόπος των παιδικών του χρόνων, ο τόπος που ξέρει, ο τόπος που είναι γεμάτος οικείες αναμνήσεις. Ακόμη και αν είναι γεμάτος χιόνι. Και εκτός αυτών το καινούριο σπίτι είναι παλιό κι έχει κι ένα ψόφιο ποντίκι, η μεταφορική εταιρία μπερδεύει τις αποστολές και στέλνει όλη την οικοσκευή και τα πράγματά τους αλλού, κάποια οικονομικά προβλήματα της οικογένειας στο υπόβαθρο, νέο περιβάλλον, νέο σχολείο, ανάγκη προσαρμογής.
Όλος ο κόσμος που είχε χτίσει η Ράιλι καταρρέει, οι ως τώρα χαρούμενες αναμνήσεις της βάφονται πλέον σε χρώματα μελαγχολικά. Η Χαρά που ως τώρα έκανε το σχεδόν απόλυτο κουμάντο στο μυαλό της Ράιλι εκτοπίζεται στα βάθη του μυαλού της. Θα παλέψει, όχι μόνο για να ξαναβρεί το δρόμο της πίσω, αλλά ταυτόχρονα να κατανοήσει και τη χρησιμότητα της Λύπης στο να έχει υγιή ψυχικό κόσμο ένας άνθρωπος, ακόμη και παιδί.
Πριν την προβολή των «Μυαλών που Κουβαλάς», προβάλλεται η «Λάβα» ένα ανιμέισον μικρού μήκους, ένα ανιμέισον – τραγούδι, για ένα ολομόναχο ηφαίστειο που ζηλεύει τον έρωτα των υπολοίπων πλασμάτων γύρω του και τραγουδά σε αναζήτηση ταιριού. Ενώ θεωρητικά είναι εντελώς γλυκερό, στην πράξη είναι εντελώς γλυκό και συγκινητικό. Κι ενώ «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» μου άρεσαν πάρα πολύ και εκτιμώ αφάνταστα όλο αυτό το προχωρημένο πράγμα που δημιούργησαν και το οποίο θα αποτελεί σημείο αναφοράς και διαρκών επιστροφών, κι ενώ έχουν σαφώς κι αυτά τουλάχιστον μια πολύ συγκινητική στιγμή, μπορώ να πω ότι η «Λάβα» με το ένα και μοναδικό της επίπεδο και την απεύθυνσή της απευθείας στην καρδιά και το συναίσθημα, με συγκίνησε περισσότερο και πιο καίρια.
Ξαναπαίρνοντας τα ηνία η Χαρά, είναι σίγουρη ότι ήταν μια παροδική περιπέτεια και πως το μέλλον θα είναι όλο δικό της. Του χρόνου άλλωστε η Ράιλι θα είναι 12 και θα αρχίσει να μπαίνει στην εφηβεία, τι μπορεί να της πάει στραβά; Σε ένα περιβάλλον που κατακλύζεται από έλλειψη τόλμης για κάτι διαφορετικό, τα ανιμέισον έχουν μετατραπεί σε ένα προνομιακό πεδίο για αυθεντική καλλιτεχνική δημιουργία. Έχοντας τη δυνατότητα να πάνε παντού -ακόμη και μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο- πολύ πιο πειστικά από το οποιοδήποτε εφέ, όντας εξ αρχής και ολοκληρωτικά και τα ίδια κατασκευή, χρησιμοποιούν αυτή τους τη δυνατότητα για να πουν πρωτότυπες ιστορίες, για να εξερευνήσουν όρια, για να κάνουν ένα σινεμά εντελώς καλλιτεχνικό, το οποίο επιβραβεύεται με σαρωτική εμπορική απήχηση.