Σίμος Ανδρονίδης
«Πως τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο Να επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες Κι όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο» (Μανόλης Αναγνωστάκης, Όταν αποχαιρέτησα…).
O Ανδρέας Εμπειρίκος, ο συγγραφέας του ‘Μεγάλου Ανατολικού’, ο ποιητής της αισθαντικής ‘Οκτάνας’, έτεινε στη νοηματοδότηση ενός λόγου που εμπρόθετα επανεπινοούσε τα ‘σημεία των καιρών’, την ίδια την ιστορία ως σημαίνουσα ‘raison d’ etre’ (‘λόγος ύπαρξης’) ενός εκάστου, συναρθρώνοντας την ‘απο-καλυπτική’ ερωτική μαρτυρία ως ίδιον στοιχείο της ανθρωπινότητας και δυνατότητα-προϋπόθεση χειραφέτησης με την περιεχομενική και εγκλητική μεσσιανικότητα η οποία και, συν-διαλεγόμενη με τους όρους του Λακανικού «ομιλούντος ασυνείδητου»[1], αναφέρει και προσδιορίζει ‘πόθους βιό-κοσμου’, την τελετουργία ή τις τελετουργίες φωνών και σωμάτων που δεν επιθυμούν παρά την ανύψωση, την γείωση σε ένα γίγνεσθαι όπου η ευφορία συναντάται με την ιστορία..
Η Εμπειρίκια λογοθετικότητα[2] δύναται να δια-περάσεις τις πραγμολογικές εκφάνσεις μίας ‘πεζής’ θεώρησης της ιστορικότητας, συντίθεται από τις διαρκείς αναγνωρίσεις σωμάτων που εκθέτουν τις σωρευτικές όσο και κυβευτικές καταπτώσεις στα περιβάλλοντα μίας ‘ηδονής’ η οποία και διαρκεί ως επι-γενόμενη μετάβαση σε μία παροντική ‘οντοπολογία’ που υποκρύπτει και εγκολπώνεται την ‘μοναδικότητα’ ή και το ‘μοναδικό’ της στιγμής ως ‘διαβλητό’: ως σώμα που διαπερνάται από τις, κατά Paul Ricoeur, «εντάσεις ερμηνειών»[3], δυνάμενο να παραγάγει εκρηκτικές ‘συναστρίες’[4] που ως έκκριση πέραν του ιερού ‘Νόμου’, επιστρέφουν στην ανθρωπινότητα της συνάντησης, της σωματικής-ερωτικής συνάντησης που καθίσταται ‘μη-ασφαλής’ και διαρρηκτική, καθότι ‘ρηγματώνει’ και δια-ρρηγνύει ιστορικές, συμβολικές, ηλικιακές γενεαλογίες, όρους του διανοητού, παραμένοντας, λεπτομερειακή πρόθεση..
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, βίωσε το «Μέγα Τραύμα[5] της Ιστορίας»[6], που, όπως τονίζει ο Σάββας Μιχαήλ στην εμβριθή μελέτη του για τον Εμπειρίκιο ‘Μεγάλο Ανατολικό’, δίχως «να καταδεχθεί καταπραϋντικά»[7], μετουσιώνοντας το ‘τραύμα’ της σύλληψης του στα Κρώρα από τις δυνάμεις της ‘ΟΠΛΑ’ (‘Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα’), στα 1945, σε παρουσία εντός μίας ιστορίας η οποία και ‘προδίδει τα μυστικά’ της: την σύγκρουση και το αίμα, την παρότρυνση και την επιθυμία του ‘θριάμβου’, στο σημείο όπου η σύλληψη του, από την Ελυτική αναλυτική, εννοιολογείται ως ‘ασύγγνωστη τιμωρία’.
Ο συγγραφέας «τιμωρήθηκε για τα αμαρτήματα που σήκωνε μόνο και μόνο εξαιτίας του οικογενειακού του επωνύμου»[8], εγγράφοντας την ευρύτητα και το βάρος της ‘μυθευτικής’ πατριαρχίας και του πατρικού επωνύμου ως ιστορική-κοινωνική ‘ρίζα’ και ‘πηγή του κακού’, ‘ενσαρκώνοντας’ την ζώσα αντίφαση-αντινομία μεταξύ της Αντίστασης και των πρακτικών της και των ειδικών της συμπυκνώσεων, μεταξύ του ‘έχειν’ και του ‘ενεργείν’ ολικά, του ονόματος και του ‘ψιθύρου’ του: ‘είσαι αντανάκλαση και συνέχεια’, υποκείμενο ‘προγραφής’, όνομα υπό το όνομα και για αυτόν τον λόγο όνομα, υπό το πρίσμα ενός εμπρόθετου ‘αντι-ελιτισμού’ και ‘αντι-αστισμού’.
Μέσω αυτού, επιδιώκει να διαπραχθεί η ιδιαίτερη ‘πατρο-κτονία’, η φόνευση της επωνυμίας-γίγνεσθαι, της ιστορίας που ωσάν ‘φαλλός’ διαπερνά την ιστορία, του αίματος που μετασχηματίζεται σε απορία: ‘τι είσαι εάν όχι το στίγμα του πατέρα σου;’. Βιώνοντας και προσλαμβάνοντας, ο ποιητής και συγγραφέας ‘επι-κοινωνεί’ με τις ζώσες και τρέχουσες αντιφάσεις που προσδιορίζουν εννοιολογικά και αξιο-θεμελιωτικά το έργο του, αναδεικνύει πρόσωπα και υποκείμενα που προσιδιάζουν σε μία πληθυντική ‘δυναμολογία’ που δεν σχετικοποιεί αλλά ‘εγκαθιδρύει’ την εγκάρσια τομή, αναφέροντας τα σημαινόμενα του ευρύτερου έργου του ως ‘Σφίγγες’ που διερωτούν για την οριακότητα της απόρριψης, ως διάσπαρτες ως πανταχόθεν ‘ερείπια’ που αφήνουν το αίμα και το όραμα (την Καρουζική ‘οπτασία’) να διαρρεύσουν, αποδίδοντας στο σώμα χαρακτηριστικά ενός υπερβατολογικού εγχειρήματος, και, προχωρώντας σε μία ανα-κατασκευή της ιστορίας-ιστορικότητας υπό το πλαίσιο της αίσθησης του ‘συμμετρικά δοσμένου’.
Εντός των συν-δηλώσεων του έργου του, δια-κρατούνται στοιχεία μίας ερωτικής άνθησης, της εμπλόκισης της ετερογενούς ιστορίας ακριβώς την στιγμή ανάδυσης της ‘διάλειψης’: η ιστορία ως εικόνα’, η εμπλόκιση ως ερωτισμός του ‘ανοίκειου’ και ως η «ανάγκη των νέων Παραδείσων»[9], εκεί όπου τα υποκείμενα συναντούν τα κάτοπτρα (spectrum) της έκθεσης: γλώσσα που εκ-πληρώνεται στην ‘έλλειψη’ του ‘άλλου’, στις συνηχήσεις ενός άγριου και φονευτικού ‘Νόμου’, με τον Νίτσε να συναντά τον Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι[10] και τον Ζίγκμουντ Φρόιντ τον Καρλ Μαρξ.[11]
Στα Εμπειρίκια συμφραζόμενα το ‘εσύ’ παραμένει ανοιχτό, με τον ίδιο τον ποιητή να ανα-γράφει πως «οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη».[12] Στην οικουμένη που δύναται να εγγράψει ‘ασυγκράτητες’ πνοές, τις μεσσιανικές ‘Οκτάνες’ του καθημερινού ίμερου, την ‘σωματικοποίηση’ του οράματος εκεί όπου δεν ενυπάρχει όραμα, την επέλευση της θυσίας, την εμπρόθετη ‘αγγελολογία’ (ανθρώπινα κινούμενη) ως ‘άρξατε τας πύλας’, διότι «Οκτάνα θα πη ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο, κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα».[13]
Στη λογοθετικό πράττειν[14] του Ανδρέα Εμπειρίκου, συνυφαίνονται, για να παραπέμψουμε στον Σάββα Μιχαήλ, «η σωτήρια ερωτική Έξοδος από τη φαραωνική γη της δουλείας, η άρνηση της κοινωνικής της επιτήρησης και της τιμωρίας, της πειθαρχίας και του ελέγχου».[15]
Η ιδιαίτερη ‘σωτηριολογία’ του ευρίσκεται στη σύζευξη του ‘εδώ’ με το ‘πέραν’, στην πληθυντικότητα που παράγει και αναπαράγει πληθυντικότητες, στην ένωση των αντιθέτων, στην άρθρωση του ‘παρείσακτου’, στην παρουσία του ‘τραύματος’ που χάσκει, και που, καθιστάμενο σημαίνον και παράλληλα σημαινόμενο, ‘οραματίζεται’ επί της ιστορίας για την ιστορία, δομώντας έναν ‘Μεσσία’ που ενέχει πολλά ονόματα, δίκην συναρμογών και εκρήξεων.. Έως ότου το έσχατο καταστεί πρώτο-πρωταρχικό..
«Και τούτο κάθε μέρα, διότι δεν αρκεί η βαρειά δουλειά, ούτε η ανάπαυσις, ούτε ο ρεμβασμός, ούτε των ονειρώξεων η πληθωρική λαγνεία, και τούτο πάντα, πάντοτε την μέρα και την νύχτα, έως που να ‘ρθη η Φάλαινα, να φθάσει το μέγα κήτος, η Φάλαινα, η Φάλαινα, ο πολυπόθητος Μεσσίας, ήτις, την αγαλλίαση κομίζουσα εις τους οραματιστάς, την ευτυχίαν στην ανθρωπότητα να δώση και όλους τους αναχωρητάς, τους ερημίτας και τους προδρόμους να δικαιώση».[16]
Η Εμπειρίκια, οντολογική ή κοινωνιο-οντολογική αίσθηση της ‘δικαιοσύνης’ συνίσταται από εντάσεις, διαρκώς παύει και ‘καταφθάνει’ εντός των ‘συγκλονισμών’ της ιστορίας, απο-καλύπτοντας τις δικές της θελκτικές μορφές. Και όπως γράφει ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, «Μόνο τη νύχτα η ώρα ήτανε πάντα νύχτα. Όταν μια νύχτα ολόκληρη σου δίνεται δεν την ρωτάς ποτέ τι ώρα είναι».[17] Μεταξύ πραγματισμού και υπερρεαλισμού, ο ποιητής τέμνει τα πρόσημα του χρόνου, αξιώνοντας τους όρους της ‘άνευ ορίων’ Πολιτείας, της Πολιτείας με επωνυμία: ‘Οκτάνα’ δίχως οίηση.
Το μείζον ζήτημα για τον Εμπειρίκο, καθίσταται η αναφορά του παρόντος και ως εμπρόθετη ‘ποιητικότητα’, τελώντας εν σχέσει με τους όρους μίας ιστορίας ή ενός ‘πράττειν’ το οποίο και επιτρέπει ‘προεκβολές’, φέροντας τον ‘Μέγα Ανατολικό’[18] ενώπιον των κατευθύνσεων του: ποιος δύναται να είναι ο πρώτος και ποιος ο τελευταίος σταθμός; Ποιος ο κανόνας που συνέχει ‘αιμάσσουσες’ εξουσίες;
Υπό αυτή την έννοια, ο συγγραφέας και ποιητής φανερώνει, επιστρατεύει υποκείμενα που διεκδικούν-ζουν πέραν της ‘γραμματικής’ ηθικολογίας, δομεί την ‘Οκτάνα’ που χωρεί περισσότερο από την μέθεξη του ονείρου, λειτουργώντας όπως οι κλόουν στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου που φέρει τον τίτλο ‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’: «Όσο για τους κλόουν αυτό είταν μια άλλη ιστορία μετά το νούμερο τους κάθονταν στο πίσω μέρος της τεράστιας τέντας βγάζαν την προπετή ή καμπουρωτή τους μύτη από πλαστελίνη κ’ έδειχναν στο γαλάζιο γλόμπο τ’ όμορφο πραγματικό προφίλ τους με τη λύπη της Αριάδνης».[19]
[1] Για μία αναφορά στη Λακανική έννοια του «ομιλούντος ασυνείδητου», βλέπε σχετικά, Πατρώνης Τάσος, ‘Μαθηματικά & Ποιητική του Κοινωνικού Χωροχρόνου: έξι + μία διαφορετικές γραφές με λειτουργικά κοινά σημεία’, Περιοδικό ‘Οδός Πανός’, Τεύχος 180, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2018, σελ. 64.
[2] Η γραφή δύναται να λειτουργήσει ‘τραυματικά’, όσο και δυνάμει ‘απελευθερωτικά’, συγκεντρώνοντας τις προϋποθέσεις, την στιγμή όπου εκτυλίσσεται, ενός ‘δόκιμου’ και μη ‘ενθουσιασμού’.
[3] Βλέπε σχετικά, Πατρώνης Τάσος, ‘Μαθηματικά & Ποιητική του Κοινωνικού Χωροχρόνου: έξι + μία διαφορετικές γραφές με λειτουργικά κοινά σημεία…ό.π., σελ. 63.
[4] Σε ένα από τα πλέον ερωτικά σκαριφήματα της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, στο ‘Πολλές φορές την νύκτα’, οι παλινδρομικές, επιταχυνόμενες και επιβραδυνόμενες ερωτικές κινήσεις, ο θηλυκός αυνανισμός και η πράξη του στοματικού έρωτα στον οποίο προβαίνει μία νεαρή κοπέλα σε έναν ενήλικο άνδρα, επι-φέρουν τις διαστάσεις και τους ‘σπασμούς’ της Εμπειρίκιας, προσίδιας έννοιας της ‘δικαιοσύνης’, ‘ενσαρκώνουν’ την πλήρωση του χρόνου πέραν της φοβερής «ερημίας του πλήθους» (Μανόλης Αναγνωστάκης), κινούμενες προς την αίσθηση και το ‘συμβάν’ της έκρηξης: της εκσπερμάτωσης (μη-μετρική ‘σπερμολογία’) ωσάν εκ νέου ‘γέννηση’ του γίγνεσθαι, «κλίμακα του απείρου», για να εστιάσουμε στην μαθηματική θεωρία του George Cantor, φέροντας την ίδια την κίνηση, την έκρηξη ως εκ-βολή πλέον του δοτικού. Επρόκειτο για μία άλλη απο-κοπή από τον ‘ομφάλιο λώρο’, για τις διασταυρώσεις που τείνοντας προς το Εμπειρίκιο «άπειρο», δια-κρατούν την ανατομία ως μομφή και τα ενστικτωδώς ανα-γραμμένα ονόματα: θυσία και παράλληλα η αισθητική ανάδυσης και ακρόασης των Ελυτικών «ερωτικών θαυμάτων». Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Πολλές φορές την νύκτα’, Συλλογή ‘Οκτάνα’, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1980, σελ. 49-61. Η ερωτική διείσδυση και συνεύρεση φέρει την δράση προ του ‘άλλου’: την φαλλική αναπαράσταση ενός γίγνεσθαι που αξιώνει την άσκηση επί της ‘ενοχής’.
[5] Το ‘τραύμα’ στον Ανδρέα Εμπειρίκο, καθίσταται ανεστραμμένη ιστορία, ήτοι βιώνεται την στιγμή της συγκρότησης της, θέτοντας ενώπιον του τα ‘πυρίκαυστα’ πεδία της διάσχισης η οποία και δεικνύει στρεβλωτικές τομές και πρακτικές.
[6] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1996, σελ. 22. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας της μελέτης, «ο Μέγας Ανατολικός εισδύει στο τραύμα της ιστορίας για να διαφύγει μέσα απ’ αυτό, εισδύοντας για να διαφύγει μέσα από το πλέγμα του ευνουχισμού». Το ‘τραύμα’ κοινοποιεί και κοινοποιείται, νοηματοδοτώντας την εμμένεια της μεγέθυνσης του Νόμου: εξορία και εικόνα της εξορίας, απόκλιση και ‘ενοχή’.
[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Πλους και κατάπλους του Μεγάλου Ανατολικού…ό.π., σελ. 22.
[8] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο’, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1980, σελ. 66.
[9] Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 38.
[10] Στον Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι (που παραμένει άνθρωπος και ‘Θεός’ δίχως ‘βωμούς’ λατρείας), στον συγγραφέα της ‘λεπτής’ δραματοποίησης, η Εμπειρίκια λογοθετικότητα αποδίδει χαρακτηριστικά λογοτεχνικού και καθολικού ‘σύμπαντος’ που, εκ-φέροντας τους όρους της ζωτικότητας της λογοτεχνίας, στέκει στο βάθρο, με Προμηθεϊκά χαρακτηριστικά, της προσφοράς και του ‘δώρου’, προσφέροντας ένα φιλοσοφικό ‘κοσμο-σύστημα’, όντας «πατήρ» δημιουργίας, ‘φως’ και ‘λάμψη’ που τείνει στην δια-σπορά της γνώσης για αυτό που παραμένει ‘αθέατο’, της γλώσσας που ασκείται ως ‘αυταξία’, ένας «κόσμος» που ‘εδαφοποιείται’ στην περιεχομενικότητα των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του. Ο Τολστοϊκός ‘βιό-κοσμος’ για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, σπεύδει ενώπιον του Νόμου, ως ίδιος ‘Πλάτων Καρατάγιεφ’ της ‘ενσάρκωσης’ του Ρωσικού πνεύματος προ της καταστροφής και της απώλειας, της παραθέτοντας πρόσημα προνοιακής εστίασης: ποιοι είναι αυτοί που μένουν πίσω; Είναι δε χαρακτηριστικά η έμφαση που αποδίδει σε κάθε ένα πρόθημα που χρησιμοποιεί, που παράγουν δυνατότητες και μεγιστοποιούν το ευρύτερο επι-γενόμενο ‘πράττειν’ ενός συγγραφέα-‘Προμηθέα’ που δεν ‘χαλιναγωγεί’ παρά ασκείται στο ‘παίγνιο’ με το μη-διακριτικό, με το κοινωνιο-ιστορικό, με την ίδια ‘δαιμονολογία’: «Ο Λέων Τολστόι, κόσμος και ήλιος θερμουργός, πατήρ θεών και ανθρώπων». Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 37.
[11] Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 37. Το αμάλγαμα των Εμπειρίκιων «αγίων» προσδίδουν ειδολογικές εκφάνσεις στο ‘κοσμο-όραμα’ του ποιητή.
[12] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ανδρέας Εμπειρίκος, ‘Ένα αίνιγμα που αναβλύζει καθάριο’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Poeticus’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2007, σελ. 203.
[13] Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 79. Η ‘Οκτάνα’ αποτελεί ‘τόπο’ συνύφανσης της ιδέας με το όραμα, προσδιορισμού της ιστορίας στην ‘φαντασμαγορία’ της ακρόασης: «Οκτάνα θα πη αγάπη».
[14] Στο χώρο της πόλης, στην Αθήνα του διάστικτου θέρους και των υψηλών θερμοκρασιών, το όραμα ‘αφενός μεν ενσαρκώνεται’, λαμβάνει ‘σάρκα και οστά’, αφετέρου δε ‘εξαϋλώνεται’ στα εξ ων συνετέθη, συνεπεία του καύσωνα που δομεί την δική του ‘ιδιονομοτέλεια’, θέτοντας τον ποιητή και διαβάτη Ανδρέα Εμπειρίκο, ενώπιον της ιστορικής παραδοχής, εκεί όπου «ο φόβος του θανάτου» καθίσταται έναυσμα ζωής, παροιμιώδης ‘σπείρα’ που, σε αυτό το πλαίσιο, συμπυκνώνει το οτιδήποτε ελληνικό ή ελληνικά τραγικό, μία ζεστή ημέρα του θέρους στην Αθήνα, υπό το πρίσμα της οριακής ‘μεταφοράς’: ο «φόβος του θανάτου» ως μείζονα προϋπόθεση ζωής, δημιουργικός οίστρος, κίνηση προς το φως, εντός της και των επιρροών του «φόβου του θανάτου» που χάνεται για να επιστρέψει εκ νέου. Ο καύσωνας επιτείνει και διευκολύνει την έκφραση ενός ‘πυρετικού’ στοχασμού, εν μέσω κηδείας, εν μέσω θανατικής εγγραφής: η ζωή ως μετάβαση στη ζωή. Το φως και το όραμα ως ζωή. Ποιος και ποιοι αξιώνουν την ζωή; Ο οίστρος, ο κινησιολογικός οίστρος ως ερωτική τομή και χορευτική αποτύπωση, δεν αποδιώχνει παρά αναγνωρίζει, λειτουργώντας στο μέσον της μεταβολής, εκφράζοντας την παρόρμηση και την περιεχομενικότητα ενός βίου, βίου ελληνικού (το Χεγκελιανό «ελεύθερο πνεύμα» της Ελλάδας), και οικουμενικού, που με αντεστραμμένα πρόσημα, επανεφευρίσκει την ζωή: οίστρος και ζωτικότητα, ζωτικότητα και Ελλάδα, η γλώσσα ως διαρκές Canto, το φως ως «δόξα πανανθρώπινη». «Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που, πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Εις την οδόν των φιλελλήνων’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 10-11.
[15] Μιχαήλ Σάββας, ‘Ανδρέας Εμπειρίκος, ‘Ένα αίνιγμα που αναβλύζει καθάριο…ό.π., σελ. 203. Η ελληνικότητα σημασιοδοτείται ως βαθιά εν-συναίσθηση, επιτρέποντας την επενέργεια του σχεσιακού, του οριακά και μη ορατού, μία ημέρα στην Αθήνα, ‘εις την οδόν των Φιλελλήνων’.
[16] Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Η Νήσος των Ροβινσώνων’, Συλλογή ‘Οκτάνα…ό.π., σελ. 95.
[17] Βλέπε σχετικά, Κοντός Γιάννης, ‘Το ηλιακό ρολόι’, Ποιητική συλλογή, ‘Ο Κύριος Φογκ’, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1993, σελ, 29.
[18] Ο ‘Μέγας Ανατολικός’ δύναται να αναγνωστεί και ως το περίγραμμα ενός ‘ασύνορου’ γίγνεσθαι, ανθρωπογεωγραφία ενός ‘καθαρτήριου’ ερωτισμού, παραμόρφωση του θεωρούμενου ‘κανονικού’, μία επιτέλεση ζωτική που παραπέμπει σε ‘λειτουργία’ δίχως αναθέσεις. Ο έρωτας και ο σεξουαλικός ερωτισμός προσλαμβάνουν την δεσπόζουσα θέση, προσφέροντας τον άρτο της απερίσταλτης και προστακτικής ένωσης, τις ανθρώπινες αξιο-γενέσεις του ‘άξια αγνώστου’, συμπυκνώνοντας τους όρους της καθολικότητας του: το «έαρ το γλυκύ και ο παντοκράτωρ Έρως». «Και ενώ εις τα βάθη του ορίζοντος, πέραν των μαρμαρυγών του ιμερικού φωτός, συνεσωρεύοντο νέφη και εκυλίοντο μακριναί βρονταί και εξέσπων των αρνητών του έρωτος αι καταιγίδες, εδώ, εις το προσκήνιον τούτο του οράματος της ολοκληρωτικής του Σύμπαντος συνουσίας, εδέσποζε, δι’ όλους τους ιμερικούς ανθρώπους, το έαρ το γλυκύ και ο παντοκράτωρ Έρως’. Βλέπε σχετικά, Εμπειρίκος Ανδρέας, ‘Ο Μέγας Ανατολικός’, Μέρος Δεύτερον, τόμος Α’, σελ. 194.
[19] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το Τερατώδες Αριστούργημα/ Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 400-401.