Σίμος Ανδρονίδης
Η επίθεση[1] εναντίον του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, την ημέρα μνήμης της εξολόθρευσης των Ποντίων, προσδιορίζει, με εντατικό τρόπο, τους όρους επιτέλεσης και άσκησης μίας βίας φορτισμένης πολιτικά και ιδεολογικά, μίας βίας η οποία ως προσίδια πρακτική αντανακλά την όξυνση και την ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού-ιδεολογικού λόγου[2] στον αστικό χώρο, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με μείζον διακύβευμα την ονομασία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ)..
Στις συντεταγμένες της ασκούμενης βίας[3] εναντίον του δημάρχου Θεσσαλονίκης, εγγράφονται τα χαρακτηριστικά και η ελλειπτική αναπαράσταση ενός υποκειμένου που ‘μισεί’ το οτιδήποτε ελληνικό, που ‘ενσαρκώνει’ τις όψεις της ‘νεοταξίτικης προδοσίας΄ που λειτουργεί ως η τοπική ‘εμπροσθοφυλακή’ των δυνάμεων του ‘ανθελληνισμού’, συγκεντρώνοντας παράλληλα τις πτυχώσεις πολιτικής συνάρθρωσης μίας διφυούς αντιθετικότητας που δομείται με όρους εμπρόθετης εντοπιότητας: σε αυτό το πλαίσιο, ο δήμαρχος συνιστά την επιτομή του ‘αντι-Μακεδόνα’ και κατ’ επέκταση του ‘ανθέλληνα’ που καθίσταται έτοιμος να ‘προδώσει’ το όνομα της Μακεδονίας ως ιστορική ‘γενεαλογία’, ως την «γλώσσα της γλώσσας»[4], για να παραπέμψουμε στον Walter Benjamin..
Η βία μετατοπίζει και μετατοπίζεται στην οριακότητα του πολιτικού λόγου, προσδιορίζει, αφήνοντας ‘ρωγμές’, την ‘στόχευση΄, προσιδιάζει προς την κατεύθυνση ενσωμάτωσης της στη ‘χορεία’ αυτού που θα αποκαλέσουμε ως ‘εθνικιστικό ακτιβισμό’, έτσι όπως εκφράζεται και διαμεσολαβείται την τελευταία περίοδο στην πόλη της Θεσσαλονίκης..
Ένας ‘εθνικιστικός ακτιβισμός’[5] που, ιδωμένος και ως ‘ακροδεξιός κοινοτισμός’ προβάλλει τις ιδεολογικές όψεις ενός διάχυτου συνωμοσιολογικού λόγου που διανθίζεται με στοιχεία ενός κεκαλυμμένου και φανερού αταβισμού που διεκδικεί την συνέχεια του, ενέχει τις εκφάνσεις της διαρκούς συσχέτισης και εναλλαγής μεταξύ ‘Μακεδονικότητας’ και ‘Ελληνικότητας’, εγγίζει τα όρια ενός φορτισμένου αντισημιτισμού, συγκροτώντας ταυτόχρονα την εικόνα ενός περιώνυμου ‘αντι-ελιτίστικου’ και ‘αντι-αριστερού’ λόγου που συν-ταυτίζει την Αριστερά και διάφορες εκφάνσεις με την ιδεολογία του ‘επάρατου’ κοσμοπολιτισμού, εκκινώντας από βαθιές ιστορικές και πολιτικές μνήμες: η Αριστερά ιστορικά[6] υπήρξε ‘εθνο-προδοτική’.
Ο ‘εθνικιστικός ακτιβισμός’ εκ-φέρεται διαμέσου της ύπαρξης και της δράσης διαφόρων ομάδων εντός χώρου, διεκδικεί την εθνική σημαντικότητα και μοναδικότητα χρήσης του ονόματος και του προσδιορισμού ‘Μακεδονία’, εν δυνάμει κανονικοποιείται στο περιβάλλον αυτού δύναται να αναφέρουμε ως ‘ευυπόληπτη αισθητική’: εκεί όπου ο πολιτικός λόγος της εθνικής εντοπιότητας, της Μακεδονίας ως συμβολική σήμανση και ταύτιση, της απόρριψης των ‘προδοτών’ και του ‘προδότη’ και ‘ομοφυλο-λάγνου’ Γιάννη Μπουτάρη νοηματοδοτείται και από διάφορα πολιτικά πρόσωπα και φορείς που φέρουν επίσημη ‘σφραγίδα’, το πλαίσιο της ενασχόλησης τους με τα κοινά (βλέπε Παναγιώτης Ψωμιάδης), και την περιεχομενικότητα της ‘γνώσης’ ως γνήσιοι εκφραστές του εντόπιου ‘πατριωτισμού’ που δεν ομνύει παρά στην αισθητική του ‘οικείου’, του διαμορφωμένου σε βάθος αιώνων. Υπό αυτό το πρίσμα, η βία ως πρόσημο δράσης, η εθνικίζουσα-εθνικιστική βία που αντιστικτικά δομεί βιό-κοσμους, ενσκήπτει στο μέσον της πολιτικής-ιδεολογικής μαρτυρίας και του υποδείγματος ‘η Μακεδονία και το όνομα δεν εκχωρούνται’, εισχωρεί στα πεδία αξίωσης της ‘συλλογικής τιμωρίας΄, διεκδικεί την ιδανική ‘συμβολοποίηση’ της ως πρόταγμα και αναπαραγωγή ιστορίας, της μίας και μοναδικής εθνικής ιστορίας.
Με αυτούς τους όρους, η βίαιη επίθεση εναντίον του Γιάννη Μπουτάρη σημασιοδοτείται την ημέρα της εκδήλωσης της: ο ‘προδότης τιμωρείται’ την ημέρα μνήμης για την εξόντωση των Ποντίων[7], καθιστάμενος και αναπαριστάμενος ως ‘μη-τόπος’, ως ο «άλλος» που μετατρέπεται σε «μιαρό ξένο σώμα» που απειλεί τις προδιαγραφές του «κοινού καλού» και τη φαντασίωση της εθνοφυλετικής καθαρότητας»[8], για να παραφράσουμε ελαφρά την Αθηνά Αθανασίου..
Και αυτό το σώμα εξόν της εθνικο-πολιτισμικής νόρμας, το οποίο διεκδικεί την ορατότητα του την ημέρα της Ποντιακής μνήμης, αξιώνει την βίαιη εγγραφή του σεσημασμένα και εθνικά ορθού.. Στην πολιτική-ιδεολογική λογοθετικότητα του ‘εθνικιστικού ακτιβισμού’ ο Γιάννης Μπουτάρης αντιστρατεύεται τις αξίες, τις νόρμες και τα ‘καθεστώτα’ της ‘ελληνικότητας’, της πατριαρχικής οικογένειας και της δόκιμης (οικογενειακής και καθαγιασμένης) ετεροφυλοφιλίας, πρότυπα που συγκροτούν και διευρύνουν χώρο για την βία της απόρριψης, για την επικοινωνία ομάδων που κινούνται στις παρυφές και στο χώρο του ακροδεξιού εξτρεμισμού που δεν κανοναρχούνται από την Χρυσή Αυγή αλλά συν-διαλέγονται με τις πολιτικές και ιδεολογικές της συντεταγμένες[9], αρθρώνοντας τον ιδεότυπο της ‘εθνικοφροσύνης’[10], της εν δυνάμει κανονικοποίησης από φορείς της εθνικής και ‘οικογενειακής εστίας’, της εθνο-θρησκευτικής ‘συνέχειας’.
Και ο συνδετικός ιστός αυτών των ομάδων-πυρήνων και των μεμονωμένων ατόμων, καθίσταται το όνομα της Μακεδονίας, η γλώσσα και η ιστορία περί Μακεδονίας, η συγκροτούμενη εικόνα της ‘αλλότριας επιβουλής’ των ιερών και των οσίων του έθνους..
Σε αυτή την περίπτωση, η υπεράσπιση με την τροπικότητα εννοιολόγησης της, νομιμοποιεί την βία και την προσφυγή στην άσκηση βίας που προτού ασκηθεί, οικειοποιείται: την αισθητική του μοναδικού εντός του Κυκεώνα της Παγκοσμιοποίησης, του εθνικά ακέραιου, του Μακεδονικά και Θεσσαλονικιώτικα αρρενωπού που κινείται αντιστικτικά προς την Μπουτάρεια ‘θηλυκότητα’ που φέρει το στίγμα της ‘προδοσίας’. Η σύζευξη-συναρμογή του εθνικισμού με τον ακτιβισμό επιτελείται με όρους προσδιοριστικής βίας επί και εναντίον, με τους ανασυγκροτούμενους πυρήνες του να φέρουν χαρακτηριστικά «αντιπλουραλισμού, κρατικού πατερναλισμού, κοινωνικού αυταρχισμού και εθνικο-πολιτισμικού μονισμού»[11], με βάση την ανάλυση της Βασιλικής Γεωργιάδου, υπό το πρίσμα του κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτού.
Και αυτό ακριβώς καθίσταται το σημείο-κλειδί: η επιδίωξη θέσμισης του εθνικά, γνωσιολογικά και ηθικολογικά ορθού που επιδιώκει την, με όρους εκπροσώπησης-αντιπροσώπευσης, απεύθυνση και ‘επι-κοινωνία’ με το κοινωνικό ‘σώμα’ της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, εκεί όπου η ‘απόρριψη’ συναντά την προσίδια ‘ενοχή’, η ατομικότητα τις κομματικές-πολιτικές συλλογικότητες που συνεχίζουν να δια-μοιράζουν την Μεταπολιτευτική ‘άγνοια’. «Κάθε βία ως μέσο είναι είτε βία που θέτει δίκαιο είτε βία που συντηρεί το δίκαιο»[12], αναφέρει ο Walter Benjamin..
Η ασκούμενη επιθετική και πολιτικά προσδιορισμένη βία[13] εναντίον του δημάρχου Θεσσαλονίκης συνιστά βία εν τω μέσω της θέσπισης’ του δικού της ‘δικαίου’ το οποίο συντίθεται από επάλληλες ιστορίες, από την διαπραγμάτευση και την εγκόλπωση του εθνικού πεπρωμένου και του μοναδικού περιεχομένου της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικότητας της Μακεδονίας, ανα-καλώντας την οντολογία του εθνικά ‘πεπερασμένου’ και την ανά-κληση της ενώπιον της διττότητας: αφενός μεν ενώπιον της Ποντιακής μνήμης, αφετέρου δε ενώπιον του εποπτικού αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ‘ενσαρκώνει’ την ίδια την μνήμη μίας χώρας, μίας περιοχής και μίας πόλης..
Η επικοινωνούσα με φασίζουσες πρακτικές βίας[14], καθίσταται όριο, διαμεσολαβώντας παράλληλα τις εγγενείς αντινομίες των εκφάνσεων της βίας και της καταδίκης της βίας ‘από όπου κι αν προέρχεται’.[15] Σε αυτό το πλαίσιο, η βία δεν καταδικάζεται από συγκεκριμένα πρόσωπα, παρά επι-φέρει το ‘δικαιικό’ της πλέγμα, την νομιμοποίηση που επιζητούσε πρόσωπο και πρόσωπα.
Η ‘επι-κοινωνία’ πολιτικού καθωσπρεπισμού, κρατικού θεσμισμού και ‘εθνικιστικού ακτιβισμού’ παραγάγει εκφάνσεις μίας ιδιαίτερης ‘τυραννίας του αυτονόητου’ για να παραπέμψουμε στο ομώνυμο βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη. Η πραγματικότητα δύναται να ‘ονομαστεί’[16]: Γιάννης Μπουτάρης.. Η έντονη καταδίκη της βίαιης επίθεσης, της συμβολικής και μη-αποκοπής, οφείλει να συσχετιστεί με την εκτατική κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική δια-πάλη εναντίον των αναβιώσεων στην πόλη μετεμφυλιακών ‘Μαύρων Μετώπων’.
Επρόκειτο για μία «πολιτική της μνησικακίας»,[17] για να παραπέμψουμε στον όρο που χρησιμοποιεί ο Δημήτρης Ψαρράς, η οποία αρθρώνεται και δια-σπείρεται δεικνύοντας παράλληλα τους όρους μίας πολιτικής και συναισθηματικής βίας της απόρριψης και της παραδειγματοποίησης στο πρόσωπο του Γιάννη Μπουτάρη..
[1] Η επίθεση έλαβε χώρα στις σημάνσεις της ενός πλεονάζοντος εθνικισμού, ο οποίος, σημασιοδοτεί την οργή ως απόκριση και ως ‘απειλή΄, σπεύδει να προσδιορίσει την αισθητική και την πολιτική κίνηση-δράση προς τον άξονα της ‘επισημο-κτονίας’, εξυψώνοντας την βία με όρους σήμανσης: η βία ως εγγενές στοιχεία του πολιτικού, ως δείκτης ενός εθνικιστικού εξτρεμισμού που αναπαράγεται στο ‘έδαφος’ της θεσπισμένης μνήμης, μετατοπιζόμενη μεταξύ τυπικού και άτυπου.
[2] Ενός πολιτικού-ιδεολογικού λόγου που προσλαμβάνει και εξωτερικεύει στοιχεία ‘θυματοποίησης’, εκεί όπου το έθνος επιτελεί τον ρόλο του ‘θύματος’ ενώπιον των πολιτικών που επιβουλεύονται οι ‘θύτες’, ήτοι οι περιώνυμες ‘μεγάλες δυνάμεις’.
[3] Η ασκούμενη βία φέρει στοιχεία αντιδιαστολής με αυτό που εκφράζει ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης ως λόγο, ως πρακτική και ως αισθητική.
[4] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της Ιστορίας του Walter Benjamin’, Eκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 410.
[5] Ένας ακτιβισμός που αποκτά και ‘φορτισμένες’ ομοφοβικές σημάνσεις.
[6] Ο συγκεκριμένος αντι-αριστερός λόγος φέρει μνήμες και παραπέμπει στην πολιτική και ιδεολογική λογοθετικότητα της Εμφυλιακής περιόδου, της, και κρατικά προσδιορισμένης, ταύτισης της Αριστεράς με έναν μνημειώδη ‘ανθελληνισμό’ και με τον ‘επικίνδυνο’ Σλαβισμό που ‘επιβουλεύεται’ την κρατική-εδαφική υπόσταση της χώρας. Η έννοια της ‘ελαττωματικής’ ή και καθόλου εθνικής συνειδητότητας αποδίδεται εκ νέου στην Αριστερά και σε διάφορες εκφάνσεις της, αποτελώντας συνάμα έναυσμα μίας πολιτικής-ιδεολογικής ανασυγκρότησης του εσμού του συντηρητισμού που αναζητεί ιδεολογικά στηρίγματα στον διαφορικό κρατισμό του Ρώσικου υποδείγματος του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, ‘μεταφράζοντας’ τον Παν-Ρωσισμό σε Παν-ελληνισμό με σημαίνον υπόβαθρο την ελληνική Μακεδονία και τις πλαισιώσεις της υποστηρικτικής και θεσμικής ορθοδοξίας.
[7] Ο τόπος της εκδήλωσης αναπαριστά και αντανακλά την έννοια της ‘ιερότητας’, του ιερού, η ‘βεβήλωση’ του οποίου από το υπόδειγμα ‘Μπουτάρης’ δύναται να επι-φέρει και επι-φέρει την βίαιη έκταση της ‘τιμωρίας’. Ο ‘ανθέλληνας’ δεν αναγνωρίζει το Ποντιακό δράμα αλλά αναγνωρίζεται εντός αυτού..
[8] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κριτικές και Αντιστάσεις’, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2012, σελ. 34.
[9] Ο φασισμός και ο νεοναζισμός επί του κοινωνικού, δρουν και εκεί όπου ο πολιτικός-ιδεολογικός λόγος της Χρυσής Αυγής επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα της ‘τιμωρίας των προδοτών’, των οντολογικά σεσημασμένων ‘εχθρών’. Η τομή της εθνικιστικής βίας φέρεται και συναρθρώνεται με και γύρω από ‘αστερισμούς δράσεων.
[10] Το ανομοιογενές μπλοκ δυνάμεων της ‘εθνικοφροσύνης’, επιδιώκει να εμφανιστεί ως «εκφραστής της κοινής λογικής», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Βλέπε σχετικά, Ζουμπουλάκης Σταύρος, ‘Ανίερη συγκυβέρνηση. Μια διάλεξη για την ελληνική κρίση’, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2011, σελ. 27.
[11] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου Βασιλική, ‘Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης/ Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2008, σελ. 43.
[12] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης…ό.π., σελ. 429.
[13] Ως πλαίσιο και ως δείκτης προειδοποίησης, η ασκούμενη πολιτική-ιδεολογική βία, δύναται να απεικονίσει και τα λεπτά όρια μίας ιδιαίτερης λογοκρισίας η οποία, στο εντός και στο πέραν, αφενός μεν ανα-καλεί το ίδιο το συμβάν αξιώνοντας ευθυγράμμιση από τον υποκείμενο της βίας (Γιάννης Μπουτάρης), αφετέρου δε λειτουργεί ως πεδίο έγκλησης-υπενθύμισης ευρύτερα, προσομοιάζοντας προς τους όρους συγκρότησης της νόρμας του ‘επιτρεπτού’ και του ‘κανονικού’ λόγου που τελεί εν αρμονία με τους διακηρυγμένους στόχους και την πρόσληψη της ιστορίας από τα υποκείμενα.. Η Αθηνά Αθανασίου, παραπέμποντας στην αναλυτική της Judith Butler για την επιτελεστική δυναμική της λογοκρισίας και για τις νόρμες συμπερίληψης που δύναται να θεμελιώσει, φέρει και ανα-φέρει την λογοκρισία ως «διάκλειση, ως προληπτική αποτροπή μέσω της παραγωγής των ορίων και των όρων του επιτρεπτού και διανοητού λόγου». Ο λόγος και η άσκηση της βίας μετατοπίζουν και μετατοπίζονται προς τις εγκλήσεις της λογοκρισίας. Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Λογοκρισία και επιτελεστικότητα: Ρυθμίζοντας τα όρια του νόμιμου λόγου’, στο: Ζιώγας Γιάννης, Καραμπίνης Λεωνίδας, Σταυρακάκης Γιάννης & Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα’, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2008, σελ. 164.
[14] Η βία σημαίνει, λειτουργεί ως δυναμικός και πρωταρχικός-πρωτεϊκός ‘κανόνας’, δομώντας την περατότητα του χώρου: οτιδήποτε εξόν της νόρμας και της ‘επιστημολογίας-γενεαλογίας’ της, ‘απο-κόπτεται’, το υποκείμενο που ‘διεισδύει’ στο φετιχισμό του συμβολικού, (ημέρα Ποντιακής και για αυτό εθνικής μνήμης) , απο-μακρύνεται.
[15] Το περιώνυμο λεκτικό-γλωσσικό ‘καλά να πάθει΄ ενέχει αντεστραμμένα το πρόταγμα της σωματικής βίας, κανοναρχεί το πλαίσιο της ίδιας κοινωνικοποίησης της βίας, φέροντας το πρόσημο της συσχέτισης: η βία, στο υπόστρωμα του ‘καλά να πάθει’, καθίσταται ασκούμενη φασματικά, αποκτώντας την γενεαλογία της πληθυντικότητας ή του πληθυντικού ονόματος: ‘το ίδιο θα κάναμε και εμείς’.
[16] Βλέπε σχετικά, Eaglestone Robert, ‘Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος’, Μετάφραση: Σπυράκου Άννυ, Πρόλογος στην Ελληνική Έκδοση: Κόκκινος Γιώργος, Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα, 2014, σελ. 63.
[17] Βλέπε σχετικά, Ψαρράς Δημήτρης, ‘Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής ακροδεξιάς’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010, σελ. 118.