“Ο λαός δεν σώζεται, σώζει” θα πει ο Καζαντζάκης και εμείς έναν αιώνα μετά ψάχνουμε έναν σωτήρα.
Όσο και να ακούγεται κλισέ θα πρέπει να υπερασπιστούμε ξανά σήμερα τη Δημοκρατία, με όλα της τα όπλα. Την πραγματική Δημοκρατία, όμως, εκείνη που διεκδικούσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και όχι εκείνη που ήρθε έξι μήνες αργότερα με το αεροπλάνο από το Παρίσι, την ακίνδυνη, συγκαταβατική με τον αυταρχισμό που μας έκανε παρέα σε όλη την Μεταπολίτευση.
του Παντελή Τσομπανέλλη
Καθώς πλησιάζουμε στην συμπλήρωση ενός χρόνου από τις πρώτες εκλογές του 2015, φαίνεται να κλείνει και ημερολογιακά ένας κύκλος, ο οποίος όμως περιλαμβάνει ελάχιστα πράγματα στο εσωτερικό του. Το προεκλογικό σύνθημα της ελπίδας που έρχεται, παρέμεινε σύνθημα και η αποτυχία του καταγράφεται γλαφυρά στα ευρήματα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου που κατατάσσει τους Έλληνες σαν τον πιο απογοητευμένο λαό της ΕΕ.
Τα ευρήματα αυτά δεν έρχονται σε αντιδιαστολή μόνο με το σύνθημα του Γενάρη, αλλά και με την άγρια χαρά που γέμισε της πλατείες της χώρας την πρώτη εβδομάδα του Ιούλη. Το τι ακολούθησε από εκεί και πέρα είναι λίγο-πολύ γνωστό. Καθώς μάλιστα έχει, ήδη, διαψευστεί και η υπόσχεση του Σεπτέμβρη για δίκαιη και ηπιότερη λιτότητα, μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού της χώρας αισθάνονται να βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο.
Αδιέξοδο που είχε φανεί για τη νεολαία από τις εκλογές του Σεπτέμβρη, όπου το μεγαλύτερο μέρος οδηγήθηκε προς την αποχή ή την “αλλοπρόσαλλη” ψήφο. Καθώς, λοιπόν, οι περισσότεροι λίγο-πολύ κυριευόμαστε ακόμα από τα συναισθήματα που ακολουθούν μία ήττα και ενώ οι συνθήκες διαβίωσης χειροτερεύουν, είναι κρίσιμο να απαντήσουμε δύο ερωτήματα:
Τι ακριβώς έχασε;
Τι μπορεί να νικήσει;
Και όπως το εκφράζουν οι περισσότεροι –αφού και ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει το Μνημόνιο μήπως δεν γίνεται αλλιώς;
Είναι προφανές πλέον ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν διατεθειμένη να υπερασπιστεί τα λαϊκά συμφέροντα πάση θυσία, έτσι όταν πλέον βρέθηκε στο οριακό σημείο να επιλέξει ανάμεσα στο Μνημόνιο και στο GREXIT, επέλεξε να παραμείνει πιστή στην εμμονή της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Η αφήγηση της “μάχης επιχειρημάτων”, του “έντιμου συμβιβασμού” και της “ήπιας διαχείρισης” κατέρρευσε μέσα σε ένα καλοκαίρι με το μεταλλαγμένο πλέον κουφάρι του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρηματολογεί υπέρ της υπογραφής ενός τρίτου Μνημονίου.
Είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι η επιχειρηματολογία αρχικά ήταν υπέρ του αναγκαίου κακού, σταδιακά όμως – και καθώς οι θεσμοί πίεζαν προς την πολιτική υιοθέτηση του προγράμματος, ώστε να καταγράψουν μία ολοκληρωτική νίκη -, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να υπερασπίζονται τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί τους σε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ-ΔΗΜΑΡ.
Η αριστερή παρένθεση, την οποία υποτίθεται παλεύουν να αποτρέψουν όλοι αυτοί, έχει στην πραγματικότητα την σφραγίδα τους και έχει συντελεστεί ήδη από τις 13 Ιούλη. Δεν χρειάζεται να κρατάει κανείς το αριστερόμετρο για να διαπιστώσει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, οι μειώσεις στις συντάξεις, η παράδοση των εργαλείων άσκησης πολιτικής σε ευρωπαϊκούς θεσμούς πέρα από οποιοδήποτε κοινωνικό έλεγχο και γενικώς όλη η δεσμίδα των μέτρων την οποία εφαρμόζει, ή έχει δεσμευτεί να εφαρμόσει η ελληνική Κυβέρνηση, θα έκαναν την Θάτσερ να κοκκινίσει.
Η εφαρμογή, βεβαίως, ενός τέτοιου προγράμματος από μία Κυβέρνηση που διεκδικεί στα λόγια την καταγωγή της από την Αριστερά είναι μία μεγάλη ήττα, δεν είναι όμως η μεγαλύτερη που έχει συντελεστεί και σίγουρα δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. Η μεγάλη πληγή την οποία έχει επιφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά και στην κοινωνία είναι η επιστροφή του “κλίματος” του ’90. Ήταν η εποχή που γινόταν η συζήτηση για το “τέλος της Ιστορίας”, η εποχή που η Αριστερά αντιμετωπιζόταν σαν κάτι ανάμεσα σε μία ρομαντική ουτοπία και μία γεροντίστικη ιδιοτροπία.
Πρόθυμοι στην επαναφορά αυτού του κλίματος είναι τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ανδρωμένοι πολιτικά εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάθε κριτική που προέρχεται από την Αριστερά σαν “παραξενιά”. Η εικόνα εν τέλει ενός κόμματος που διεκδικεί την ταμπέλα της σύγχρονης Αριστεράς και παράλληλα περιφρονεί κάθε τι αριστερό είναι αυτή που καταγράφεται σαν η μεγαλύτερη νίκη του αντιπάλου.
Αυτό που πρέπει γρήγορα να συνειδητοποιήσουμε είναι πως η ήττα αυτή δεν είναι πλέον η ήττα του δυνατού “παίκτη” της ομάδας μας, αφού ο “παίκτης” παίζει τώρα για άλλους και άρα είναι μάταιο να περιμένουμε να επανέλθει. Το δεύτερο συμπέρασμα που πρέπει να βγάλουμε είναι ότι δεν χρειαζόμαστε πλέον ένα δυνατό παίκτη να παίζει για εμάς.
“Ο λαός δεν σώζεται, σώζει” θα πει ο Καζαντζάκης και εμείς έναν αιώνα μετά ψάχνουμε έναν σωτήρα.
Αν ο λαός σώζει, όμως, πως μπορεί να το κάνει; Βιβλίο χρήσης δεν υπάρχει, βέβαια, αλλά όλα τα μικρά και μεγάλα κινήματα της μνημονιακής περιόδου επιχείρησαν να γράψουν κάποιες γραμμές σε ένα τέτοιο βιβλίο, τις οποίες δεν πρέπει να ξεχνάμε. Πριν ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ εξελιχθεί σε -εν αναμονή- κυβερνητικό κόμμα, όπου πλέον ο δρόμος αντικαταστάθηκε με μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, πολλές μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις έθεταν το ζήτημα τη ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής.
Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν οι πλατείες των Αγανακτισμένων, όχι μόνο για την διάρκεια και την μαζικότητα τους, αλλά και λόγο της επιλογής τους να αναμετρηθούν με το ζήτημα της εξουσίας. Χρησιμοποιώντας τη δημοκρατία ως μέσο και όχι αυτοσκοπό, οι πλατείες των Αγανακτισμένων οργάνωσαν δεκάδες συζητήσεις που προσπαθούσαν να σκιαγραφήσουν μία άλλη κοινωνία, αλλά και τον τρόπο μετάβασης σε αυτή.
Αυτό που χάθηκε μετά τη βίαιη καταστολή αυτού του κινήματος στα μέσα του καλοκαιριού δεν ήταν μόνο η δυνατότητα της άμεσης κυβερνητικής ανατροπής, αλλά η πίστη στην ανάγκη καθημερινής μάχης για το δίκιο του λαού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες των πλατειών οδηγήθηκαν και λόγω της αντίληψης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει τόσο να αποφασίζεις και να αγωνίζεσαι συλλογικά, αξίζει όμως να ψηφίζεις.
Αυτή ακριβώς η αντίληψη είναι που πρέπει να αντιστραφεί σήμερα, χωρίς να υποτιμάμε το όπλο της Κυβέρνησης της Αριστεράς στη διαρκή μάχη ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Όσο και να ακούγεται κλισέ θα πρέπει να υπερασπιστούμε ξανά σήμερα τη Δημοκρατία, με όλα της τα όπλα. Την πραγματική Δημοκρατία, όμως, εκείνη που διεκδικούσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου και όχι εκείνη που ήρθε έξι μήνες αργότερα με το αεροπλάνο από το Παρίσι, την ακίνδυνη, συγκαταβατική με τον αυταρχισμό που μας έκανε παρέα σε όλη την Μεταπολίτευση.
Αυτό που πρέπει να διεκδικήσουμε στις σημερινές συνθήκες, όπου το κέντρο λήψης των αποφάσεων απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από των έλεγχο της κοινωνίας, είναι η αντίστροφη διαδικασία που θα είναι ταυτόχρονα και διαδικασία ανατροπής της σημερινής κατάστασης.
Από τα κάτεργα του ιδιωτικού τομέα όπου επικρατεί το “αυτό είναι και άμα σ’ αρέσει”, ως την πλήρη απορρύθμιση και εκποίηση του Δημοσίου χωρίς καμία λογοδοσία και από τον αυταρχισμό στους δρόμους, ως την διακυβέρνηση της χώρας από μη δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς, μας έχουν απαγορεύσει να συζητάμε και να αποφασίζουμε για το οτιδήποτε.
Να ξαναπιάσουμε τα όπλα μας, λοιπόν, είτε αυτά λέγονται σωματεία, είτε πρωτοβουλίες γειτονιάς, είτε κόμματα, να τα καθαρίσουμε από την σκουριά που έχουν πιάσει και να τα λειτουργήσουμε ως όφειλαν εξ’ αρχής. Να ξανα-εμπνευστούμε από τα οράματα των Αγανακτισμένων και του Δημοψηφίσματος και να διεκδικήσουμε ξανά μία Κυβέρνηση της Αριστεράς, όχι για να κάνει την δουλειά αντί για εμάς, αλλά για να μας προσφέρει τη μάχη που πρέπει να δώσουμε.
Είναι γνωστό εδώ και ενάμιση αιώνα, ότι οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Σίγουρα το στοίχημα της Κυβέρνησης της Αριστεράς παραμένει ανοιχτό, αλλά θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι την επόμενη φορά δεν θα είμαστε απλά ψηφοφόροι για να μην επαναληφθεί το σενάριο ΣΥΡΙΖΑ, το παράδειγμα προς αποφυγή. Οι δρόμοι που θα ανοίξουμε από εδώ μπρος δεν πρέπει να καταλήγουν σε ένα παραβάν, να τολμήσουμε να αλλάξουμε τον ρου της Ιστορίας, να βάλουμε τέλος στην αυταρχική κοινωνία που μας ετοιμάζουν.