του Σίμου Ανδρονίδη
Μνήμη Μάνου Ελευθερίου
«Αναστενάζεις για χασίς και κλαις για βιτριόλι, για μια γυναίκα μάγισσα, μια ρήγισσα τρελή που ήταν άντρας κάποτε κι οι Δώδεκα Αποστόλοι στοιχηματίσαν πάνω της την Έκτη Εντολή» (Μάνος Ελευθερίου, ‘Το πλοίο Ναυκρατούσα’).
Η ποιητική συλλογή του Μάνου Ελευθερίου που φέρει τον τίτλο ‘Τα Ομοιοκατάληκτα’[1] εστιάζει στην ‘άσκηση’ πάνω στη φόρμα ομοιοκαταληξίας, διευρύνοντας παράλληλα τα όρια της περιεχομενικότητας που δύναται να προσλάβει η ποιητική γραφή που συντίθεται και ισορροπεί μεταξύ ‘ακριβούς λιτότητας’ και επάλληλης ‘μουσικότητας’, ατομικού βιώματος και του ‘ίχνους’ που επιφέρει στο υποκείμενο το ιστορικό ‘πράττειν’, η ιστορία ως «οντολογική γένεση»[2], για να παραπέμψουμε στα λεγόμενα του Κορνήλιου Καστοριάδη, η οποία και προσδιορίζεται εμπρόθετα από πρόσωπα που παραμένουν ανοιχτά στην και στις ‘αγωνίες’ για αυτό που λαμβάνει χώρα.
Η ποιητική γραφή του Μάνου Ελευθερίου εμβαθύνει σε ένα ιδιαίτερο ‘παίγνιο’ μεταφορών και μεταφορικών εικόνων διαμέσου των οποίων δεικνύεται το βάρος της ιστορίας (”Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή”, γράφει στα ‘Μαλαματένια Λόγια’), και μία ιδιαίτερη και ‘αδιόρατη μοίρα’ που εκ-φέρεται ωσάν ‘απόστημα’ που ‘σκάει’ και δεν αφήνει παρά σωρούς επωνυμιών, ερειπίων ζωής και αίματος, εναλλάσσει την ‘μοίρα’ (προσίδια ‘τελεολογία’), με την προσίδια παρουσία του ‘εξουσιαστή-ληστή’ που φέρει τα χαρακτηριστικά του ‘δαιμονικού’ ή της επανακαθοριζόμενης σφαιρικά ‘δαιμονολογίας’, (σχεδόν Μπενγιαμινικά), που άρχει και άρχεται επί του χρόνου-ίδιας χρονικότητας, δια-κρατώντας το ‘χθες’ (παρελθόν) και το ‘αύριο’ (μέλλον), ενσκήπτοντας και ‘γνωρίζοντας’ το παρόν υπό το πρίσμα μίας εξουσιαστικής πληθυντικότητας που αναδεικνύει σημεία, ορθώνοντας εμπόδια στην ‘απελευθέρωση’ εντός χρόνου, αναγνωρίζοντας συνάμα το ‘γνωρίζω-πράττω’: «Πάντα στην πόρτα μας υπάρχουνε ληστές κι εξουσιάζουνε το αύριο και το χτες. Ξέρουν τι σκέπτεται μονάχος του ο καθείς, τι όνειρα βλέπεις και πως θες να υψωθείς. Μεταμφιέζονται σε δέντρα και πουλιά, σε πεταλούδες[3], σε λουλούδια και σκυλιά. Κινούνται πέρα απ’ το μηδέν κι από τ’ ανθρώπινα. Κι αχ, το φαρμάκι σου μονάχα εγώ θα το’ πινα».[4]
Ο «ληστής» (‘ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;’[5]), παραμονεύει σε μία θύρα που ‘απειλεί να ανοίξει διαρκώς, γνωρίζει την ‘γνώση’, μεταμφιέζεται σε ‘ιδανικό σχήμα’, απο-καλύπτοντας την γενεαλογική του ‘δαιμονολογία’: την υπερβατολογική διάσταση, την αδιόρατη και όμως ‘σεσημασμένη απειλή΄, την εκ-πλήρωση του χρόνου δια της ‘κλοπής’ των προϋποθέσεων της ευτυχίας, σε σημείο όπου ο ‘εξουσιαστής’-ληστής (παρομοίωση και βίαιης ‘κλοπής’-απώλειας), προϋποτίθεται εμμενώς στην καταστρεπτικότητα που δύναται να επι-φέρει εντός και πέραν της γλώσσας, εντός χρόνου και ως υπερ-κείμενο της δυνατότητας αναφοράς του ‘πάντα κακού’ που κραδαίνει την ‘δαιμονολογία’ ως ιστορική ‘μοναδικότητα΄. «Η τραγικότητα ως πλήρωση του ιστορικού, και όχι του μηχανικού, ομοιογενούς (όπως θα τον χαρακτηρίσει αργότερα) χρόνου είναι ο αισθητικός δίαυλος ανάδειξης του ατομικού ουσιώδους περιεχομένου»[6], επισημαίνει ο Θανάσης Γκιούρας ‘εγγίζοντας’ εκφάνσεις της Μπενγιαμινικής (Walter Benjamin), μεσσιανικής διαλεκτικής.
Με την τροπικότητα της ‘τραγικότητας’ που αποκτά ουσιώδη υπόσταση και συνιστά περισσότερο ιστορική-φιλοσοφική πράξη, ‘συν-διαλέγεται’ ο Μάνος Ελευθερίου, εγγράφοντας εντός ποίησης, τα χαρακτηριστικά της μετωνυμίας που τείνει στην επι-γενόμενη ‘τραγικότητα’, συγκροτώντας μία οριακά απο-ανθρωποποιημένη ‘δαιμονολογία[7] που παραμένοντας εντός παράδοσης, δια-κρατεί την ‘δαμόκλειο σπάθη του χρόνου’ ‘εξουσιάζοντας τον’ μοναδικά και ανατρεπτικά, ‘διαφεύγοντας’ (πλαισιώσεις του ‘μέσου’) της ανθρώπινης δυνατότητας.
Επρόκειτο, για μία ίδια και ‘άλλη’ «τραγικότητα ως πλήρωση του ιστορικού»[8] που δεν διστάζει να ‘ενδυθεί’ τις διαστάσεις της ομορφιάς, επιδαψιλεύοντας ‘τιμές’ και εγκαθιδρύοντας τον δικό της ‘Νόμο’: ‘δαιμονικό’ και ‘ακηδία’ ως ιστορία και επέλευση της ιστορίας, τραγωδία και φάρσα (ας θυμηθούμε την Μαρξική ’18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη’), εκ-πλήρωση και συνεπαγόμενη έλλειψη, υπό τους όρους άρθρωσης και φετιχιστικής εξύψωσης του ‘εξουσιαστή’ στη ‘ζώνη’ της ‘αντι-προσφοράς’: δεν ‘προσφέρει’ όσο ‘θραύει’ υποκείμενα και ζωές, με ο
‘Τα Ομοιοκατάληκτα’[9] απέχουν από στρατηγικές ενός, ακόμη και εύθραυστου ‘θριάμβου’, ενέχουν τον και τους πολλούς και διάστικτους νεκρούς που παρατηρούν το παρελθόν σαν ‘να μην υπήρξε’, επανεπινοεί διαφορικά τις εκφάνσεις δόμησης του ασφυκτικού, για τον ίδιο, κοινωνικού-μικροαστικού ηθικισμού και του πανικού που απαντάται στην καθημερινότητα του βίου σε μία επαρχιακή πόλη, εκείνες τις λεπτές και ιδιάζουσες αποχρώσεις που υποκρύπτουν κοινωνιο-οντολογικούς αταβισμούς (το παρελθόν ‘οδηγός’ για το παρόν και για το μέλλον), σημαίνουσες εννοιολογήσεις που εκθέτουν’ αναγνωριστικές, ενός ‘βιό-κοσμου’ και ενός περιβάλλοντος, ‘χρησμοδοτικές αποφάνσεις’, δίκην ‘ειδικού δικαστηρίου’ ή ‘δικαστηρίου της ιστορίας’ (‘εγώ το ήξερα’), ‘ενσαρκώνοντας’ κοινωνικές και έμφυλες αναπαραστάσεις, την τυπικότητα ως ‘αρετολογία’ και πρωταρχική ηθική.
«Γυναίκες που είχαν μοίρα για να γίνουν ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά, το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά. Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά. Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά».[10]
Το συγκεκριμένο ποίημα που επι-γράφεται ‘Θάνατος στην Επαρχία (‘Ανάμνηση Κ.Γ. Καρυωτάκη’), οικειοποιείται τους συμβολισμούς μίας περιστρεφόμενης εσωστρέφειας και μίας πνιγηρής ατμόσφαιρας που ακριβώς αρθρώνεται (προσίδια αντινομία), διαμέσου της ‘φαντασμαγορίας’ της, της ‘ιερής’ τελετουργίας’ (εθνικοί ‘μύθοι), που ομνύει στο όνομα της πόλης που υπονοείται και μη, των υποκειμένων που τελούν εν ‘χρεωστική προθυμία’, εκεί όπου αναγνωρίζεται ο καθημερινός θάνατος και ο θάνατος ως καθημερινότητα, ενόσω η ”επαρχία τρώει τις σάρκες της” στις οικίες και στους δρόμους, στις (ανα) παραστάσεις της ‘ενοχής’ και της ‘σταύρωσης’ δίκην ‘εξαγνισμού, συμβεβλημένη με μία ορατή επωνυμία: ‘Κ. Γ. Καρυωτάκης’, ο ποιητής της υπερβασιακής ‘αυτοχειρίας’, της νοημαδότησης του χώρου υπό τους όρους της αίσθησης του ‘ανοίκειου’, της αναντιστοιχίας ‘θεσμίζειν’ και ‘πράττειν’, της ‘πνιγηρότητας’ της γραφειοκρατικής νομολογίας, με τις γυναίκες να «ακούν την πιστολιά»[11] στις επάλληλες μαρτυρίες τους και για την επαρχιακή πόλη.
Η ποιητική λογοθετικότητα[12] του Συριανού ποιητή, διηγηματογράφου και στιχουργού, δύναται να επανα-προσδιορίσει την μεταιχμιακότητα της ελληνικής ιστορίας (η ιστορία ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο του), του 20ου αιώνα, ‘συν-διαλέγεται’ με τις μνήμες μίας άλλης ζωής, συγκροτεί λέξεις-έννοιες που ‘στεγάζουν’ κρυφές επιθυμίες, αισθήσεις και απολεσθέντα όνειρα, φέρει τις όψεις ενός ‘ανήκειν’ που διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, δια-περνώντας το εύρος της παραίσθησης με μία ιστορικού τύπου, επαναληπτικότητα που τίθεται ενώπιον της εγκλητικής ‘παράδοσης’, της ‘ήττας’ και του ‘τραύματος’ που, σε αυτή την περίπτωση, δύναται να ιδωθεί και ως ‘ήττα’ της εν Ελλάδι κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς: ”Τις παραισθήσεις μου, γιατρέ, που έχω δεθεί δεν τις ελέγχω και το σώμα να λυθεί. Βλέπω οράματα και ψάρια και στρατούς και τους λαούς, σκιές παντού, γονατιστούς. Δεν ξέρω πως, γιατί φωνάζω τους νεκρούς και τους μιλάω για τους δύσκολους καιρούς. Εκείνοι αόρατοι, γιατρέ, και δε μιλούν. Πίσω απ’ την πλάτη μου κρυφά χαμογελούν. Ποια αμαρτία πληρώνω, ποια ντροπή. Η αμαρτία μου ήταν μόνο η σιωπή».[13]
Ενέχοντας μία αφηγηματική λιτότητα, ο Μάνος Ελευθερίου, σημασιοδοτεί[14] τις μεταβάσεις στους ”δύσκολους καιρούς”, συναρθρώνει την σιωπή με την αλυσιτελή της διάσταση, ‘ενοχή’ και ”αμαρτία”, Χριστιανικής χροιάς, που δεν ‘παύει’ να ισχύει και να εγκαλεί, εννοιολογεί το ‘τραύμα’ στην παρουσία των φασμάτων-νεκρών της ίδιας και της άλλης γενιάς, προσιδιάζοντας σε ένα εγχείρημα ατομικής υπευθυνότητας απέναντι στα ‘πράγματα’: «Βλέπω οράματα και ψάρια και στρατούς και τους λαούς, σκιές παντού, γονατιστούς».[15]
Ενώπιον της ‘βιαιότητας’ της ιστορίας, η ποιητική γραφή σημαίνει το βίωμα, ενσωματώνει τον Φραντς Κάφκα[16] που αναζητεί τον ολίγιστο χώρο, ‘επι-κοινωνεί’ με το φάντασμα της μητέρας, με το ‘σώμα-λέξη’, μίας εποχής απροϋπόθετων προσθέσεων: ”Πικρά νησιά κοχύλια της ψυχής. Αισθήματα που ζουν μες στο φορμόλη. Μια πιστολιά στην άκρη της ζωής. Γράμμα στερνό που αρχίζει: Εν Ερμουπόλει».[17]
‘Εν Ερμουπόλει’ η αρχή, ‘Εν Ερμουπόλει’ η συνήθεια μίας ποίησης που υποδηλώνει τον ‘άστατο’ χρόνο, όλους όσοι παρέμειναν μείζονες όσο και εύθραυστοι, χασματικοί και ‘επί ξύλου κρεμάμενοι’ στις απολήξεις του δικού τους οράματος που ακόμη ‘θεραπεύει’ από το ‘τίποτα’. Όπως τονίζει ο ποιητής Σέφης Αναστασάκος: «Χυμένο αίμα στα πέταλα των ρόδων, χυμένο αίμα στους κροτάφους των αστεριών στις ρίζες των δέντρων. Στο ναό των νεκρών πουλιών στο ναό των νεκρών ποιητών ένα καντύλι φέγγει τα σκοτάδια».[18]
Ο Jacques Derrida, τονίζει πως «το ποίημα μπορεί πάντα μιλά-αυτό- το- ίδιο για τον εαυτό του. Εδώ, με διάφανο τρόπο, κι εκεί, σύμφωνα με τα εσωτερικά (esoteriques) σχήματα λόγου που απαιτούν μια μύηση και μια τεχνική ανάγνωσης. Αυτή η αυτο-αναφορά παραμένει πάντα ένα κάλεσμα (Anspruch) προς το άλλο, ακόμα και στο άλλο, το απρόσιτο εντός του».[19]
Στον ποιητικό[20] λόγο του Μάνου Ελευθερίου, ανακύπτει η έγκληση και η επίκληση, το παροιμιώδες «απρόσιτο» που διαπραγματεύεται την δυναμική του, η παραδοχή και η κατάληξη: ‘ποια είναι η αμοιβή των ‘αργυραμοιβών που παίζουν παιχνίδι’, τότε[21] αλλά και ‘τώρα’;
Ενώπιον της ‘μαύρης’ ιστορίας[22], ο ποιητής διεκδικεί το ‘όνομα’ της γενιάς του, ανασύροντας τις προσδοκίες και τις ‘καθοριστικές’ απώλειες, χαρακτηρίζοντας αυτή την γενιά «ομοιοκατάληκτη» όπως ‘ομοιοκατάληκτη’ ονομάζεται και η ποιητική του συλλογή, επανεφευρίσκοντας την λεπτή γραμμή που χωρίζει την ιστορική ‘κατάληξη’ από την επιβεβαίωση της. «Θα ‘σουν καλύτερα νεκρός, στη λησμονιά της μοίρας, μιας ομοιοκατάληκτης γενιάς ο ποιητής. Κι όπως δεν έλαμψαν ποτέ οι θρόνοι των Καισάρων έτσι και τα μαχαίρια σου θα λάμψουν μια στιγμή. Κακιά εποχή που θα τη βρουν στη στάχτη των τσιγάρων αυτών που κυνηγήθηκαν και ζουν χωρίς ζωή».[23]
Στη «στάχτη» και ως «στάχτη»,[24] η αγριότητα της εποχής, η μελαγχολική ακηδία της, με τον ποιητικό λόγο του Μάνου Ελευθερίου να ‘συγγενεύει’ με την Ελυτική ποιητική ‘σύλληψη’ όπως εκφράζεται στο ‘Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας’: «Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού».[25]
Ποια είναι (φέρει ίσως την μορφή γυναίκας) και τι δύναται να σημάνει η ελπίδα στη σημερινή-συγχρονική περίοδο; Η ελπίδα, που, κατά τον Μάνο Ελευθερίου τείνε σε μία ιδιαίτερη αμφισημία, στη διφυή της διάσταση: «Ελπίδα υπάρχει (σ.σ: πραγματική) ή κι αυτή είναι πλαστική;».[26]
[1] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Τα Ομοιοκατάληκτα’, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2018.
[2] Βλέπε σχετικά, Καστοριάδης Κορνήλιος, ‘Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας’, Μετάφραση: Σπαντιδάκη Γιούλη, Σπαντιδάκης Κώστας & Χαλικιάς Σωτήρης, Επιμέλεια Μετάφρασης: Σπαντιδάκης Κώστας, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1978, σελ. 515. «Η ιστορία είναι οντολογική γένεση, όχι ως παραγωγή διαφορετικών περιπτώσεων της ουσίας κοινωνία, αλλά ως δημιουργία, μέσα σε κάθε κοινωνία και μέσω αυτής, ενός άλλου τύπου (μορφής-εικόνας-όψης-νοήματος: είδους) του είναι-κοινωνία, που είναι συγχρόνως δημιουργία νέων τύπων κοινωνικο-ιστορικών όντων (αντικειμένων, ατόμων, ιδεών, θεσμών, κ.λπ.) σε όλα τα επίπεδα και σε επίπεδα που έχουν τα ίδια δημιουργηθεί από την κοινωνία και τη συγκεκριμένη κοινωνία».
[3] Το στόμα αρθρώνει τον ‘μελίρρυτο λόγο’. «Ήρθαν ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μου», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο ‘Άξιον Εστί’. Ο κανονικοποιημένος λόγος, η εμπρόσθια μορφή του ερωτικού, καθίστανται και οι πιο επικίνδυνες.
[4] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Ο ληστής….ό.π., σελ. 46. Εξαντικειμενοποιημένα και δραστικά, ο «ληστής» του Μάνου Ελευθερίου ‘διαφεντεύει τη μοίρα’, προσομοιάζει σε μία συνθήκη που φέρει τον «ληστή» και την ίδια ‘εξουσία’ του ωσάν ‘κατηγορική προσταγή’ που δια-τηρεί ή αλλιώς επενεργεί στη ροή του χρόνου, αναγνωρίζοντας το σημαίνον-‘θύρα’ που όντας ανοιχτή, ‘παραβιάζεται’ πάντα (η θέαση της ‘αγωνίας’) από τον «ληστή». Το υπόδειγμα, το μοντέλο της ιστορικότητας που ‘ελέγχεται’ ως ‘παίγνιο’ και εκτίθεται σε μία διαρκή ισορροπία ισχύος που αναδεικνύει το πρόσωπο και το προσωπείο μίας εξουσίας η οποία ισομερώς συντίθεται από «τοξότες», «φάλαγγες και λεγεώνες», ήτοι τους ‘εκτελεστές’ ενός ‘Νόμου’ και ενός ‘Κανόνα’, που ‘πάντα’ αναμένουν στη γωνία: «Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας Παρασκευή τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες με πήραν και με βάλαν σε κλουβί και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί». Η χρονικότητα καθίσταται ‘παίγνιο’, ‘παίζεται στα ζάρια’, εκεί όπου η γλώσσα των «αργυραμοιβών» αποτελεί ειδολογική τομή: ο χρόνος δεν εκφράζει παρά την ‘παγίδευση’ τους από τους ‘ληστές-αργυραμοιβούς’, αυτούς που διαμεσολαβούν την απώλεια του ‘άλλου’ ως κοινωνική σχέση, δια-κρατώντας τους ‘ιμάντες’ της κίνησης-κινησιολογίας: η ιστορία γράφεται από το ‘μέταλλο’.
[5] Στο ευρύτερο έργο του Μάνου Ελευθερίου η ‘απειλή’ και η έννοια της ‘απειλής’ διαπερνούν ‘τριχοειδώς’ το σώμα, σημαίνουν και μία εγγενή αμφισημία του ‘ποιος’ που αναπαραγάγει και μεγεθύνει την ίδια την διάσταση της ‘απειλής’, ‘φιλτράροντας’ μία διε-ρώτηση που παραμένει δι-ιστορική: «Ποιος την ζωή μου ποιος την κυνηγά;», ώστε να επι-φέρει την ‘αταξία’ και την ‘καταστροφή’, τον θάνατο («για κάποιον μες τον κόσμο είναι αργά»), και την κτήση της ιστορίας. Το ενέργημα ‘ποιος’, ερωτηματικό όσο και κανονικό, αφήνει να διαρρεύσει η ‘φωνή’ του ‘αδιόρατου’, του μεταφορικού ‘σκοταδιού’.
[6] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά για τις θέσεις για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin’, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 261.
[7] Παραπέμποντας στον Φρίντριχ Νίτσε, από το σημαίνον έργο του ‘Τάδε Έφη Ζαρατούστρα’, δύναται να αναφέρουμε πως, σε ένα ιστορικό-αισθητικό-πολιτικό ‘ενεργείν’, «ο διάβολος δεν είναι ποτέ στη θέση του εκεί που θα έπρεπε να είναι στη θέση του: πάντα έρχεται αργά, αυτός ο καταραμένος νάνος και στραβοπόδης!» Ο ‘ληστής-εξουσιαστής’ σπεύδει «αργά», αναπαριστά και αναπαρίσταται (οικεία λογοτεχνική εικόνα της νεωτερικότητας) ως «διάβολος» (‘δαιμονολογική’ θεώρηση), προσλαμβάνοντας την ιδιαιτερότητα της παραμονής, ‘παγιδεύοντας’, ή, τιθέμενο διαφορετικά, με πρόταγμα ‘παγίδευσης’ το υποκείμενο που φέρει την ιστορία καθώς και την ιστορία την ίδια που ισούται με το μέρισμα που αποδίδει στη ‘δαιμονολογία΄, στη ‘μη-ανθρωπινότητα’ του Μάνου Ελευθερίου, στο Νιτσεϊκό «διάβολο»: μία ‘λίβρα αίμα’, την απόφανση επί ‘δικαίων και αδίκων’, την ίδια την ‘ενεργητικότητα’ που κατατίθεται βορρά στην υποτείνουσα και μεταμφιεστική (βλέπε το «μεταμφιέζονται σε δέντρα και πουλιά, σε πεταλούδες, σε λουλούδια»), ‘ασχημότητα’. Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά για τις θέσεις για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin…ό.π., σελ. 291.
[8] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά για τις θέσεις για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin…ό.π., σελ. 261.
[9] Ο ποιητής σαν να γνωρίζει, ό,τι, όπως ανα-γράφει η Κατερίνα Σχινά, αναφερόμενη στο έργο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε ‘Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίνγκε’, «η αποτύπωση του εαυτού πάντοτε θα σκοντάφτει στο αναντίρρητο γεγονός της φευγαλέας, ρευστής, θρυμματισμένης του φύσης». Βλέπε σχετικά, Σχινά Κατερίνα, ‘Ράινερ Μαρία Ρίλκε. «Είμαι η εντύπωση που θα μεταμορφωθεί», Εφημερίδα ‘Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο’, 29-30/12/2018, σελ. 2.
[10] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Θάνατος στην Επαρχία…ό.π., σελ. 26. Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης ‘διαπραγματεύεται’ με το θανατικό που υποκρύπτει η επαρχία, οι πλαισιώσεις ενός βίου στην επαρχία που υπαινίσσεται τα κρισιακά σημεία από τα οποία θα διαρρεύσει η ‘πληγή’, ομνύοντας στους ‘τέσσερις τοίχους’: στην ‘Εστία-Οικογένεια, στην Εστία-έθνος’, στην ‘Εστία’ όπου εντός της θα ‘δικαστεί’ ο ‘ένοχος’. «Πέντε η ώρα που βραδιάζει», κατά την ποιητική διατύπωση του Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα.
[11] Η «αυτοχειρία» στο πλαίσιο γραφής του Μάνου Ελευθερίου, παραμένει ιστορική εναλλακτική, προσωπική στάση, υποκειμενοποιημένη σιωπή, που δεν αντικαθιστά παρά συμπληρώνει την ιστορία έτσι όπως ‘γράφεται’ από τους ‘αργυραμοιβούς’ αυτού του αιώνα, του τόσο εκτατικά ελληνικού: «Γιατρέ, το φως μας πια λιγόστεψε πολύ. Ή δεν υπάρχεις πια ή δεν έχεις εντολή να δίνεις χάπια και σιρόπια και θηλιά προτού ακουστεί κι η τελευταία πιστολιά». Το μοτίβο του «πιστολιού» δια-ρρηγνύει το γίγνεσθαι, ‘διακόπτοντας’ την ροή του γίγνεσθαι και αφήνοντας το ‘μισό’: δεν ενσκήπτει μία ‘αρνητικότητα’ εδώ, αλλά η αίσθηση μίας ‘αυτοτέλειας’, μίας αυτονομίας που θα πει και την τελευταία λέξη, τονίζοντας τον ‘κρότο’. Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Γιατρέ μου…ό.π., σελ. 43.
[12] Στο ποιητικό πράττειν του Μάνου Ελευθερίου, επιστρέφει εκτατικά και έντονα η μορφή του Σαιξπηρικού ‘Άμλετ, ο οποίος επαναφέρει τον ‘πόθο’, προσομοιάζει στο μυστήριο εντός και εκτός σκηνής, ενσωματώνει απεικάσματα προσώπων και φωνών, φάντασμα της ιστορίας που αξιολογεί το τίμημα του να δηλώνεις ‘παρών’ διαμέσου της ιστορικής και των ιστορικών εγκάρσιων τομών. «Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης», γράφει στο γνωστό του άσμα, μελοποιημένο από τον συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, εκεί όπου η ίδια η ένδυση και η μεταμφίεση σε Άμλετ αντανακλούν την δυνατότητα του να ενυπάρχεις όχι απλά ως ‘άλλος’ αλλά ως ‘ίδιος’ σε ένα γίγνεσθαι ‘σκιών’, να προφέρεις ( ο μονόλογος στον Μάνο Ελευθερίου εκφράζει τις όψεις μίας ‘νέας Επανάστασης’), την ικανότητα της ‘μετα-κένωσης’ σε ‘αυτό που τρομάζει’, σε αυτό από το οποίο συντίθεται η ιστορική εποχή: πόθος και ‘ξενότητα’ που εκβάλλουν στο ‘πεδίο’ των συμβολισμών όπου με αυτούς τους συμβολισμούς, ‘οφείλουμε να ‘τραφούμε’ (λειτουργία του ‘άρτου’). «Ντύνομαι Άμλετ. Βάφομαι. Η μπέρτα σκεπάζει ξίφος και μοτοσικλέτα». Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Το μάτι της βελόνας…ό.π., σελ. 19. Η μεταμφίεση σε θεατρικό Άμλετ, σε προσωπείο μίας γλώσσας προσιτής ως προς τους όρους της επι-τελεστικής ανάμνησης και παρουσίας, δεικνύει προς την κατεύθυνση της ίδιας ενέργειας στο ‘τώρα’: «Ντύνομαι Άμλετ», ποίηση που ‘συν-διαλέγεται’ με το θεατρικό έργο του Ανατολικογερμανού θεατρικού συγγραφέα Heiner Muller, ‘H Μηχανή Άμλετ’, με τον Άμλετ να αποδίδει ‘φορτισμένα’ την διά-ρρηξη, το παρελθόν που τελείται εκ νέου, ωσάν τελετουργία ενός γεγονοτολογικού εγχειρήματος που ‘θρηνεί’ για την ιστορία: «Ήμουν ο Άμλετ. Στεκόμουνα στην ακτή και μιλούσα στα κύματα που πάφλαζαν ΜΠΛΑΜΠΛΑ, με την πλάτη στραμμένη στα ερείπια της Ευρώπης». Το χρονικό «ήμουν» διαρκεί ως ‘ποιότητα’ και μετάβαση, «με την πλάτη στραμμένη», στο πλέον ‘τίποτα’ της Ευρώπης. Βλέπε σχετικά, Muller Heiner, ‘Η Μηχανή Άμλετ’, Μετάφραση: Βαροπούλου Ελένη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ. 3.
[13] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Γιατρέ μου…ό.π., σελ. 43.
[14] Η μορφή του Άρη Βελουχιώτη ανα-σημαίνεται υπό το πρίσμα του εγχειρήματος που υπενθυμίζει το ‘αδόκιμο’ εντός της ιστορίας, το ατελεύτητο του να παραμένεις στο ‘εδώ’, λειτουργώντας ως ‘μύθος’ δίχως τον ‘μύθο’: τρωτός και άτρωτος μαζί, κοινωνικό υποκείμενο που αξιώνει και αξιώνεται στην εκτατικότητα του ‘επιχειρείν’ του, παραδοσιο-κεντρικού και ανθρώπινου, επιθυμώντας την ‘σωτηρία’, ‘τροφός’ του πραγματικού και του φαντασιακού. Ό,τι απέμεινε, είναι τα θραύσματα που δύνανται να «ξεδιψάσουν τα πουλιά της δυστυχίας» που ‘τρέφονται’ με τα απερίσταλτα οράματα και με τα δυνάμει θεραπευτικά ‘εάν’, τα ‘εάν’ της ερριμενότητας και του spectrum, του Χαϊντεγγεριανού πρόσημου ‘Ενθάδε-είναι’ (‘Dasein’) η ‘γνώση. «Οι τσάροι γονάτιζαν μπροστά στην Πλατυτέρα δεν ξέραν για τις ξόβεργες του Άρη στα βουνά, γι’ αυτό και βλάστησε νερό το σώμα του αγέρα, της δυστυχίας τα πουλιά να ξεδιψάσουν πια». Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Το πλοίο Ναυκρατούσα…ό.π., σελ. 13.
[15] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Γιατρέ μου…ό.π., σελ. 43. Οι «λαοί γονατίζουν» ‘υπογράφοντας’ και ‘υποφέροντας’, αναφέροντας τους νεκρούς τους, την μορφολογική κατανομή της ισχύος, την ιστορία που ανεστραμμένα σωρεύει νεκρούς που δεν ‘επρόλαβαν’: Και εάν η ‘μοίρα’ δεν είναι παρά μόνο το ‘σήμερα’;
[16] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα…ό.π., σελ. 34-38. Στο ποίημα που φέρει τον τίτλο ‘Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα’, καθίστανται εμφανείς οι δι-υποκειμενικές και δι-κειμενικές αναφορές, η Εβραϊκή ‘φόνευση’ (‘Ολοκαύτωμα’) που προσδιορίζεται ποιητικά και θεωρητικά διαμέσου των φίλτρων παρουσίας της οικογένειας και δη των θηλυκών αδελφών του Κάφκα, προκύπτει το μέλλον ως χρόνος που δεν ‘υπάρχει’ («Γέμισε η πλάση μ’ αλυσίδες κι ο κόσμος ο αυριανός»), διατηρώντας το ‘πνεύμα’ του Καφκικού ‘πράττειν’, τις ορίζουσες της επώδυνης για τον ίδιο, σχέσης-σχεσιακότητας με τον πατέρα-‘Νόμο’, (ή ιστορία), απευθύνοντας ανοιχτό γράμμα που μετασχηματίζεται ή δύναται να μετασχηματιστεί σε νοηματοδοτική ‘πρόκληση’: από την Πράγα έως την Ερμούπολη, το Καφκικό μέτρο των πραγμάτων: τα σπέρματα του ‘εφιαλτικού’ που μας περιβάλλει, ωσάν (σημαίνον) ‘αιμόπτυση’.
[17] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Εν Ερμουπόλει…ό.π., σελ. 21. Η Ερμούπολη, πρωτεύουσα της Σύρου, συνιστά τον τόπο της γενεαλογικής καταγωγής, τον τόπο των συναισθημάτων και της βαθυ-δομικής συγκρότησης του ποιητή, εκ-φέροντας το ιδιαίτερο συναίσθημα της ‘χαρμολύπης’, για κάτι που ‘εχάθη΄ και όμως ‘επιστρέφεται’, διαμορφώνοντας όρους ποιητικής εν-συναίσθησης: η Ερμούπολη δεν αποτελεί την οντολογική ‘Εδέμ’ (ταυτολογία του τόπου) όσο αυτό που θα εδύνατο να καταστεί ‘Εδέμ΄, μνήμη και ‘καταφυγή’, ‘εκροή’ που ζητεί την ιστορία.
[18] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Επικήδειος στον Λόρκα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Στη σκιά των ανεμόμυλων’, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2005, σελ. 31.
[19] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα’, Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, ‘Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 39.
[20] Στο ποίημα ‘Χωρίς Τίτλο’, η λογοθετικότητα αρθρώνεται ανεστραμμένα με μέτωπο προς το μέλλον, ‘είναι’ θάνατος και σφαγή, εντροπία και τρόμος, απόσυρση και ετυμηγορία: «Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία» ανα-γράφει ο ποιητής, στα πλαίσια όπου το «το αύριο δεν θα συντελεστεί πλέον», όπως δηλώνει ο Heiner Muller, ενόσω, ‘δυναμολογικά΄, ο Συριανός ποιητής επιχειρεί ένα ιστορικών διαστάσεων άλμα που επανεγγράφει τις διαστάσεις του Μπενγιαμινικού «άλματος της τίγρης στο παρελθόν»: άλμα το οποίο, διαλεκτικά και σημασιολογικά, απαντά σε μία ιστορία, στην επιλογή ‘πλευράς’ και εναλλακτικής πλαισίωσης, ‘θεσμίζει πυκνά’ την ιστορία-χρόνο, αναπαριστώντας το ‘φορτίου’ του Βελουχιωτικού υποδείγματος δίχως ‘παρηγορία-παραμυθία’: «Καλή αντάμωση στα γουναράδικα». Το μέλλον αίρεται ή αλλιώς, συντελείται θανατηφόρα και για αυτό αξιακά. Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Χωρίς Τίτλο….ό.π., σελ. 40, όπως και Benjamin Walter, ‘Θέση ΧΙV’, ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’, Λέσχη των Κατασκόπων του 21ου αιώνα’, Αθήνα, 2014, σελ. 21. Πραγματικά, ενέχει θεωρητικό, ερευνητικό και αναλυτικό ενδιαφέρον μία επιχείρηση αναζήτησης συγκλίσεων μεταξύ Μάνου Ελευθερίου και Walter Benjamin, από την σκοπιά μίας ιστορικής-φιλοσοφικής θέασης που παραμένει ετερογενής ως προς τον ‘εαυτό’ της.
[21] Η ποίηση, σύνθετα και εντατικά, ανα-συγκροτείται με όρους ‘πικρής’ ειρωνείας και παραδοχής.
[22] Ακόμη και ενώπιον της σημερινής κρίσης.
[23] Βλέπε σχετικά, Ελευθερίου Μάνος, ‘Σχέδιο σε μάθημα ιχνογραφίας μαθητή δημοτικού σχολείου (Ερμούπολη 1953)…ό.π., σελ. 24.
[24] «Αρχαία νύχτα κι άταχτο άλας χτυπούν τους τοίχους του σπιτιού μου», προσθέτει ο Pablo Neruda, αναπαράγοντας μία εικόνα που απαντάται στο έργο του Μάνου Ελευθερίου υπό το πλαίσιο-πλέγμα του ‘ληστή’ που παραμονεύει και ‘κυνηγά’, όντας πρόθυμος, προτού, αξιο-θεμελιωτικά, ‘σταυρώσει’ (θυσιαστική αρχή), να αφήσει «στάχτη». Βλέπε σχετικά, Νeruda Pablo, ‘H Σελήνη στο λαβύρινθο’, Ποιητική Συλλογή ‘Ανάμνηση απ’ το Μαυρονήσι’, Πρόλογος-Μετάφραση-Σχόλια: Βαλέτας Κώστας, Εκδόσεις Δ. Σάμιος, Αθήνα, χ.χ., σελ. 92.
[25] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας’, Λιθογραφία: Μόραλης Γιάννης, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1981, σελ. 10.
[26] Βλέπε σχετικά Ελευθερίου Μάνος, ‘Πάμε στο σπίτι μας…ό.π., σελ. 42. Και πες μου ακόμη σε ποια ζούμε εποχή. Ελπίδα υπάρχει ή κι αυτή είναι πλαστική; Στην πόλη τι; Στη χώρα τι; Στον κόσμο τι; Και τι σημαίνει αυτή η άγρια τελετή; Γιατί στους δρόμους δεν υπάρχει άλλος κανείς έξω από κείνους που πετούν μεσουρανίς; Πάμε στο σπίτι, αν υπάρχει, το ζεστό και αν το βρούμε, για να πιούμε ένα ζεστό. Μόνο μαζί σου πια το φως θα μοιραστώ».