Του Σίμου Ανδρονίδη
Στον χώρο, στο πεδίο της πόλης, η άσκηση μίας ιδιαίτερης όσο και προσίδιας τρανσφοβικής βίας εγγράφεται στο σώμα ως ‘εύρος’ πειθάρχησης για αυτό που νοείται ως μείζονα απόκλιση από τον καθαυτό ετεροφυλοφιλικό κανόνα, φέρει τις σημάνσεις του εκτατικά συμβολικού που εκθέτει το σώμα-υποκείμενο (σώματα) στη μορφή μίας ανοιχτής ‘τιμωρίας’ για την έκφραση της ‘ανίερης’ σεξουαλικότητας..
Υπό αυτό το πρίσμα, η άσκηση της βίας διακρατείται ως πολιτική πρωταρχικότητα, ως ενέργημα ‘διαμελισμού’ του ‘άρρωστου’ και ‘διεστραμμένου’ διεμφυλικού-ομοφυλόφιλου σώματος, βία η οποία προσδιορίζει ένα συμβολικό ‘καθεστώς’ αναγνώρισης: αυτός που ερωτοτροπεί ασύστολα, που φέρει τον δικό του ‘νόμο’ της διασάλευσης και της ‘παράνοιας’, που ‘επιμολύνει’ την καθεαυτό κοινωνική-οικογενειακή ‘λευκότητα’, καθίσταται ‘τερματικός’ λόγος, υποκειμενικότητα που ‘συγκροτείται’ λογοθετικά την στιγμή της βίαιης επιτέλεσης πάνω στο σώμα..
Σε αυτό το πλαίσιο, το ‘ριζικά άλλο’ σώμα δεν δύναται μόνο να αποκοπεί από την κοινότητα του τυπικού έθνους-‘μήτρας’, (από το πεδίο της ‘ευκταίας’ πολιτικής), από το ετεροφυλοφιλικό εθνικό ‘σώμα’-ενσάρκωση του ‘μοναδικού’, του ισχυρού, του φωνητικά & λογοθετικά ανδροπρεπούς, αλλά και να αναπροσδιοριστεί-αναπαρασταθεί ως φέρων μία κινητική διαλεκτική του φόβου της ‘μετάδοσης’: μία κινητική διαλεκτική η οποία, κινούμενη, αποσκοπεί στο να ‘διασπείρει’ και να ‘μεταδώσει’ την δική του διεμφυλική-ομοφυλόφιλη ‘αρρώστια με ένα ‘άγγιγμα’, τον δικό του ‘ιό’ στο χώρο της κοινωνικά ορθολογικής, τυπικά ιεραρχικής, εξουσιαστικά διαμεσολαβημένης, ιδεολογικά προσδιορισμένης, θρησκευτικά ‘εμβαπτισμένης’, αναπαραγωγικής επιλογής..
Με αυτόν τον τρόπο, οι διεμφυλικοί, οι ομοφυλόφιλοι, καθίστανται το ‘κράτος του φόβου’, στοιχείο που ‘τρομοκρατεί’ την ενήλικη και μη, ρομαντική αθωότητα που αναπαρίσταται στην εικόνα μίας τελετουργίας του φυσιολογικού, στην φύση που φέρει τους δεσμούς δύο χεριών: του ‘φυσιολογικού΄ άνδρα και γυναίκας..
Η τελετουργία δύναται να τους θέσει εντός & εκτός της συνένωσης, της ‘νομολογίας’ του ‘ευλογημένου γάμου’.. Οι ερωτικά και ‘σεσημασμένα’ & παλινδρομικά ‘διαφορετικά, δύνανται να ρηγματώσουν την αντανακλαστική εικόνα του ‘ανέμελου έρωτα’ μέσα στην αρμονική φύση.. Του ιστορικού έρωτα που ‘γεννά’ μνήμες και παιδιά, τον άνδρα ως εύσχημο, ρωμαλέο ‘κάστρο’..
Στο κοινωνιο-περιβάλλον της άσκησης & της διάχυσης της τρανσφοβικής & ομοφοβικής βίας, βία που φέρει και συγκροτεί τον λόγο ως συγκείμενο, δύναται να μετασχηματιστεί σε μορφή μίας συμβολικής πρόσληψης-αναπαράστασης του σώματος: το σώμα καθίσταται εκ νέου αυτό που φέρει, ενώ, σε αυτό σημείο εγκάρσιας ρήξης, καθίσταται δέκτης αυτού που συνειδητά που δεν διακρατεί..
Του στοιχείου που διακρατούν οι ‘μύστες’ της εθνικοποιημένης ‘ιερότητας’: του συμβολικού Λακανικού ‘ονόματος του πατέρα’ (‘Nom du Pere‘), το οποίο αναγνωρίζει, ανανοηματοδοτεί τις πλαισιώσεις της σεξουαλικής παιδαγωγικής, της ‘ποθητής’ οικογένειας, της Ρωμαίικης και ρωμαλέας ανδροπρέπειας, της παράδοσης που είναι η μνήμη του έθνους, ο ‘πατέρας’ που ‘γεννά’ & ‘παράγει’ μικρούς ‘πατέρες.
Αυτός που διακρατεί τον ‘βίαιο’ φαλλό’ επιφέρει και την φορά της ‘διεισδυτικότητας’ του.. Μεταξύ θήλεος & άρρενος, μεταξύ των διερωτήσεων του ‘ποιος & γιατί είναι;’, το διεμφυλικό υποκείμενο δύναται να επέλθει ως ‘τραύμα’, να αναπροσδιοριστεί ως ‘Σφίγγα’ περίκλειστη και παράλληλα ανοιχτή στις επιδιώξεις της, δυνητική (και μη ) απειλητική ‘τερατότητα’, ‘πεδίο’ του θηλυπρεπούς δίχως θηλυπρέπεια, την στιγμή που ο ομοφυλόφιλος δύναται να συναρθρώσεις τις ‘αμφιέσεις’, την ‘μοχθηρία’, την προσίδια ταυτότητα του ‘κουνήματος’..
Η βία που ενσκήπτει στο κοινωνικό πεδίο, λειτουργεί με τους όρους της πολιτικής του βλέμματος, του εντοπισμού, του διαμοιρασμού μίας ‘αλήθειας’ που, καθώς ‘ειπώνεται’, επανεγγράφεται, ιστορικοποιείται, συγκροτώντας την ιδιαίτερη ρήξη και τον κανόνα, την αναγκαιότητα πειθάρχησης στο γίγνεσθαι του σημειωτικού..
Το σώμα, το φύλο, ‘κατασκευάζονται’ και αναπαρίστανται εντός των πλαισιώσεων της δυτικής, κρατικής (και μη), κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας..
Η έμφυλη ‘τέχνο-βία, η τρανσφοβική-ομοφοβική άσκηση βίας, (βία και των ‘από κάτω’), η πρόσληψη της σεξουαλικότητας, συνιστούν πεδία επιδίωξης ονοματοδοσίας, (η μορφή και μομφή του ‘ακόρεστου’ και του ‘πεινασμένου’), ένταξης και ‘αποβολής’ της περιώνυμης σωματικής ετερότητας..
Η βία λειτουργεί ως το ‘αρχείο’ της έντασης, η ημι-δομή που επιφέρει & επιδιώκει να ‘πλήξει’ το ‘ανέστιο’ και ένα ιδιαίτερα ‘αβέβαιο’ και ‘βεβαιωτικό’..
Στις απολήξεις-συνηχήσεις της, συνιστά το αντεστραμμένο είδωλο του ‘μυθοποιητικού’-στρατιωτικού κανόνα- ρήσης, ‘ο στρατός θα σε κάνει άνδρα’..
Και με αυτούς τους όρους του αμοιβαίου-αμφίδρομου μετασχηματισμού, η βία των ορίων θα σε καταστήσει άρρεν & θήλυ που εκτίθεται στις δυναμικές της αναπαραγόμενης εθνικής ιστορικής αφήγησης.. Ένα επιτελεστικό συμβάν στο δρόμο, δύναται να επιφέρει την ‘βία’ του συμβολικού, τον λόγο και την ‘θυμωμένη’, ‘βουλητική’ σιωπή του ορατού, του βλέμματος: ‘κοίταξε τους τώρα’.. Η εξειδίκευση-‘τεχνολογία’ της αναπαράστασης: ‘κοίταξε τώρα τις αδελφές που προβάλλουν & ‘προσβάλλουν’. Τους ‘εκπεσόντες αγγέλους’.
Το φύλο και οι βλέψεις του, ο ‘νόμος’ του και οι θεωρούμενες ‘τελειωτικές’ του εγγραφές ‘συγκροτούνται’ και ανασυγκροτούνται, παρεμβάλλονται ως ιστορική-πολιτική-κοινωνική ερμηνεία..
Τα διεμφυλικά-ομοφυλόφιλα υποκείμενα αντιδρούν με τους όρους του βλέμματος & του σώματος, του λόγου που διερωτάται για τις σημάνσεις της ετερότητας, της ταυτότητας που συγκροτείται, ανασυγκροτείται και λαμβάνει χώρα εν κινήσει.. Στις απολήξεις του χωρικού, ‘μετεγγράφουν’ την ανάγκη αμφισβήτησης και επιδίωξης ρηγμάτωσης της οντολογίας του πρωταρχικά ‘θεμιτού’, όχι με τους όρους της μονολιθικότητας, αλλά με τους όρους της μετατόπισης μεταξύ γνώσης & εκφοράς της γνώσης, επανεγγραφής της στο πεδίο του κράτους και του κυρίαρχου λόγου..
Η Αθηνά Αθανασίου, επισημαίνει: «το έμφυλο υποκείμενο δεν παράγεται μέσα από δομικές προσαρμογές σ’ ένα νόμο εννοούμενο με όρους αρραγούς και μονολιθικής ομοιογένειας.. Αντίθετα, συγκροτείται μέσα σε μια αβέβαιης έκβασης αντινομική σύζευξη συμβάσεων και ρήξεων».[1]
Η υποκειμενικότητα ή ο υποκειμενισμός του άλλου δύνανται να ενσκήψουν στο πεδίο του κοινωνικού ως σχεσιακή συνθετότητα ενώπιον και εναντίον των ‘καθεστώτων’ του, (λογοθετικού & μη) ρατσισμού των ‘από πάνω’ και ‘από κάτω’ που προσλαμβάνει μέσα στο ιστορικό προτσές..
Το αντιρατσιστικό κίνημα οφείλει να ανοιχθεί στους λόγους και στις δυνατότητες, στην διακρατούσα βία που ενσωματώνει η Lgbtq κοινότητα-κίνημα σε μία διαδικασία κινηματικών συναρθρώσεων-επιτελέσεων.
Μεταξύ ‘τρυφηλότητας’ & ‘πονηρίας’, δύναμης & απόκρυψης, οι ομοφυλόφιλοι (η ‘κρυφή πληγή’), και ως ΄οικεία’ αφύσικοι΄, και οι διεμφυλικοί ως ‘διάσταση΄, ενέχουν το σώμα που κοινοποιεί εκθέσεις, επικοινωνώντας με τις προθέσεις του ‘κανονικοποιημένου βίου, της προϊούσας ‘τρομακτικότητας’.
Στα όρια ή στην οριακότητα μεταξύ λογοθετικής & σωματικής τρανσφοβικής-ομοφοβικής βίας, η Lgbtq κοινότητα δύναται να δράσει ως ρωγμή επί του θεωρούμενου ‘κανονικού- φυσιολογικού’, επί του καθεστώτος των ανατομικών (‘αέναων’) αποκρυσταλλώσεων.
Στις ‘υλικές’ απολήξεις της τρανσφοβικής-ομοφοβικής βίας, (η εκτατική βία ως σημαίνον του όμοιο-ηγεμονικού), προσλαμβάνει σημασία η επισήμανση του Bob Jessop: «Είναι βεβαίως ιδιαίτερα σημαντικός, για μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση, ο τρόπος με τον οποίο καθίστανται προνομιακές μέσα στους λόγους, στους θεσμούς και στις υλικές πρακτικές του Κράτους οι συγκεκριμένες κατασκευές της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας, οι σχετικές με το κοινωνικό φύλο, τα συμφέροντα, τους ρόλους και της σωματικής μορφής ταυτότητας τους».[2]
Στην ιδεολογική τομή-συγκρότηση που επιχειρεί το ‘εύρωστο’ κράτος (και ιδεολογικοί του μηχανισμοί), το φύλο & ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεικνύουν μία ‘αξεδιάλυτη’ ουσία.. Η κρατική επιδίωξη κοινωνικής ‘εξορίας’ (με την δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης), των ομοφυλόφιλων στην Τσετσενία, συνιστά πλαίσιο μίας φορτισμένης ιστορικής μνήμης..
[1] Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Gender Trouble: Η Φεμινιστική θεωρία και Πολιτική μετά την αποδόμηση της ταυτότητας’, στο, Αθανασίου Αθηνά: ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και την πολιτική’, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2007, σελ. 2009.. Σε άλλο σημείο, αναφερόμενη στην queer θεωρία, επισημαίνει: «Διευρύνοντας την εμβέλεια του αντι-ομοφοβικού ακτιβισμού, η queer theory αυτό-ορίζεται ως κριτική αποδιάρθρωση κάθε αξίωσης ταυτότητας».
[2] Βλέπε σχετικά, Jessop Bob, ‘Η Στρατηγική επιλεκτικότητα του Κράτους: Σκέψεις σχετικά μ΄ ένα θέμα του Πουλαντζά’, στο, Ρήγος Άλκης & Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, (επιμ.), ‘Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του’, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2001, σελ. 117.