Από τον Σίμο Ανδρονίδη
«πάντα κρατάω ένα μαντήλι ένα μεγάλο καθαρό μαντήλι ας ήξεραν τι είναι να κρατάς ένα μεγάλο καθαρό μαντήλι όταν δεν κλαίει ο κόσμος να τον χαιρετάς». (Ηλίας Τσέχος, ‘Το μαντήλι του κόσμου’).
Οι διαδηλώσεις στη Γαλλία ενάντια στην εργασιακή μεταρρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση των Μανουέλ Βαλς & Φρανσουά Ολάντ.
Ουσιαστικά, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση καθίσταται δομική από τη στιγμή που σχετίζεται με την ίδια την κίνηση και αναπαραγωγή του γαλλικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Το μείζον διακύβευμα όπως το θέτει η κυβέρνηση είναι η άρση εκείνων των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας που καθιστούν την αγορά εργασίας μη λειτουργική καθώς και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του γαλλικής καπιταλιστικής οικονομίας που θα συμβάλλει στη δημιουργία των αναγκαίων θέσεων εργασίας.
Το διακύβευμα-πολιτική συνιστά το αντεστραμμένο ‘είδωλο’ της αύξησης της εργασιακής-ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της ίδιας της δυνατότητας μεταβολής της αναπαραγωγικής ικανότητας της καθαυτό εργατικής τάξης. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται χαράζουν μία εγκάρσια τομή πάνω στο καθορισμένο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων και των εκφάνσεων τους.
Σε αυτό το παίγνιο αντίρροπων κοινωνικά και πολιτικά δυνάμεων διαπλέκονται και διαμεσολαβούνται ιδεολογίες και αφηγήσεις, η ίδια η ταυτότητα που διαπερνά το εσωτερικό κοινωνικών τάξεων και μερίδων τάξεων. Η επιδίωξη της κυβέρνησης να εμβαθύνει το συσχετισμό ταξικής δύναμης και ισχύος διαπερνάται αυτή τη δεδομένη στιγμή από το εύρος της αντίδρασης των εργαζομένων, από το εύρος που προσλαμβάνει η πάλη των τάξεων. Η πάλη των τάξεων είναι επιστήμη και δράση μαζί.
Πραγματικά, στη Γαλλία λαμβάνει χώρα μία ιδιαίτερη και συγκεκριμένη μορφή της ταξικής πάλης, έτσι όπως έγκειται στη συνάρθρωση πολιτικού και οικονομικού στοιχείου (οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις έχουν προκαλέσει ανακατατάξεις και στο εσωτερικό του κυβερνώντος Σοσιαλιστικού κόμματος το οποίο προσπαθεί να βρει έναν κοινό ‘βηματισμό’ ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017), το δυναμικό της διεκδικητικής δράσης έτσι όπως εκφράζεται στις περισσότερο ή στις καθαυτό κινητοποιήσεις των συνδικάτων (η δράση των οποίων ‘φιλτράρει΄ τη συσχέτιση πολιτικού κόμματος-εργατικών συνδικάτων, λειτουργώντας ως ‘δείκτης’ ωρίμανσης-αυτονόμησης) και στις πρακτικές των νέων (ηλικιακά, ποιοτικά και εν δυνάμει) τμημάτων της γαλλικής εργατικής τάξης.
Η συνάρθρωση πολιτικού και οικονομικού στοιχείου και η δυναμική που προσλαμβάνει αποκρυσταλλώνεται και στις μορφές πάλης, στην εναλλαγή τους που ξεκινά από κλασικές διεκδικητικές μορφές (προκήρυξη συνεχόμενων απεργιών) και φθάνει μέχρι την πραγματοποίηση καταλήψεων, πάνω στο ‘ανοιχτό’ πεδίο της σύγκρουσης με τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους.
Οι αντιδράσεις των Γάλλων, οι διεκδικήσεις τους, προσλαμβάνουν εν δυνάμει πολιτικά χαρακτηριστικά, κινητοποιώντας τον μηχανισμό της κυβέρνησης, προκαλώντας το ξεκαθάρισμα της στάσης των πολιτικών κομμάτων. Πέρα και πάνω από την έννοια του ‘ταξικού αμυντισμού’, η ταξική πάλη στη Γαλλία, με τη «συνολική» ορμή της διαπερνά το σύνολο των αντιφάσεων του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, προκύπτει ως ‘παράσταση’ του εργατικού μπλοκ πάνω στη ‘σκηνή’ των εργατικών δικαιωμάτων, στη ‘σκηνή’ της ίδιας της αναπαραγωγικής της ικανότητας-δυνατότητας, του τρόπου «κήρυξης» και «επιβολής» ενός αξιοπρεπούς βίου. Ο ‘ταξικός μηχανισμός’ δεν δύναται να είναι κενός περιεχομένου.
Ο οικονομικός αγώνας και ο πολιτικός ανακύπτουν ως παράγωγα της εν συνόλω λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εκμετάλλευσης-απόσπασης υπεραξίας, ακριβώς διότι συνιστούν το πλαίσιο «εγχάραξης» της τακτικής εντός της εργατικής στρατηγικής (στόχοι πάλης), μία τακτική η οποία φορτίζει, αναπαράγει και νοηματοδοτεί τα διακυβεύματα. Το οικονομικό είναι πολιτικό στον ίδιο βαθμό που και το πολιτικό είναι οικονομικό. Με τα λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ: «Ταυτόχρονα, η ακατάπαυστη διεκδικητική οικονομική πάλη προκαλεί, άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί, οξείες συγκρούσεις απ’ όπου ξεσπούν ξαφνικές πολιτικές μάχες».[1]
Η εναλλαγή των μορφών πάλης, η μετάβαση από την κλασική προκήρυξη απεργίας στη δυναμική κατάληψη συγκεκριμένων εργασιακών χώρων (διυλιστήρια, εργοστάσια παραγωγής πυρηνικής ενέργειας), δεν ‘διασπείρει’ δυνάμεις. Αντιθέτως, μπορούμε να πούμε πως συμβάλλει στη ‘συγκέντρωση’ εργατικών δυνάμεων, στην ‘εδαφικοποίηση’ των όψεων της ταξικής-διεκδικητικής πάλης στο ‘χώρο’, στον προσίδιο αποσυντονισμό των κατασταλτικών δυνάμεων, που κινούνται φέροντας ως αξιακή νόρμα την επαναφορά στην ομαλή κανονικότητα (normality).
Ουσιαστικά, οι απεργίες που προκήρυσσαν τα εργατικά συνδικάτα καθώς και οι δυναμικές καταλήψεις των προηγούμενων ημερών προσιδιάζουν σε έναν ‘τύπο’ μπλοκαρίσματος της απρόσκοπτης οικονομικής δραστηριότητας-λειτουργίας, μπλοκάρισμα που τείνει να ‘εγγίζει’ την γυαλιστερή έκφραση ενός κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού: την κυκλοφορία και την αναπαραγωγή του χρήματος ως ‘σχέση’, ως ‘(ταξικά) εξουσιαστική επιβολή, ως δεδομένη ‘μορφή-αποτύπωση’ μίας οικονομίας που είναι οικονομία στο βαθμό που είναι και αστικό μπλοκ εξουσίας, τρόπος παραγωγής και ιδεολογίας που συνέχει αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Όπως αναφέρει ο Καρλ Μαρξ: «Κάθε παραγωγή είναι αντικειμενοποίηση του ατόμου. Στο χρήμα όμως (στην ανταλλακτική αξία) η αντικειμενοποίηση του ατόμου δεν είναι η αντικειμενοποίηση του στον φυσικό του καθορισμό, αλλά η αντικειμενοποίηση του σαν τοποθετημένου σ’ ένα κοινωνικό προσδιορισμό (σχέση) που είναι ταυτόχρονα εξωτερικός προς το άτομο».[2] ]
Τι είναι το χρήμα παρά η αποτύπωση του κοινωνικά (και προσωπικά) βιωμένου κόσμου, η ‘αντικειμενοποίηση’ που μετασχηματίζεται σε υποκειμενοποίηση, το εμπόρευμα ως κυκλοφορία, ‘σχέση’ μεταξύ τάξεων και ανθρώπων. Οι διαδηλώσεις στη Γαλλία «διακόπτουν» την κυκλοφορία του σε ένα τμήμα της γαλλικής οικονομίας, προξενώντας την «αποκάλυψη» της «αποκρυφιστικής» του ικανότητας, στην προβολή του ως καθαρό κέρδος, ταξική ‘σχέση’, αυτό που θα αποκαλούσαμε ως νίκη του ενός και ήττα του άλλου.
Ο γαλλικός ‘αυταρχικός κρατισμός’, στο βαθμό που είναι αυταρχισμός’, στο βαθμό που είναι σκλήρυνση της καταστολής μετά και τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Νοεμβρίου του 2015, εντείνει όχι απλά την κατασταλτική του δράση, αλλά αυτό που θα αποκαλούσαμε ως ιδεολογική ‘βία’, μία μορφή ‘ειδικής βίας’ που προσλαμβάνει το πλαίσιο αφενός μεν της ‘συμπίεσης’-απονομιμοποίησης της ταξικής διεκδικητικής πάλης, αφετέρου δε το πλαίσιο της επιμονής της κυβέρνησης για την ‘αναγκαιότητα’ της εργασιακής μεταρρύθμισης, για το δικό της δίκιο που φθάνει μέχρι την τελική ‘νίκη’ της διαμέσου της λογικής απονομιμοποίησης-‘κόπωσης’ των εργαζομένων.
Η ιδιαίτερη πάλη των τάξεων στη Γαλλία αντανακλά στο ευρωπαϊκό καπιταλιστικό πεδίο, στην επιδίωξη υπέρβασης της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, στην άρθρωση της απόσπασης υπεραξίας και στις αντιδράσεις που ‘παράγονται’.
Στο Παρίσι και στις υπόλοιπες μεγάλες Γαλλικές πόλεις οι αντιδράσεις συνεχίζονται. Σε αυτό το Παρίσι που συνιστά έναν ατελεύτητο κόσμο. Γλαφυρά και παραστατικά, δίνει μία σύντομη περιγραφή του ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ: «Μα το Παρίσι είναι ένας ωκεανός. Ρίξτε το βυθόμετρο, δε θα βρείτε ποτέ το βάθος του. Τριγυρίστε το, περιγράψτε το. Όσο ευσυνείδητα κι αν το τριγυρίσετε κι αν το περιγράψετε, όσο πολλοί και φιλότιμοι εξερευνητές κι αν μελετήσουν αυτή τη θάλασσα, θα βρίσκεται πάντα κάποια παρθένα περιοχή, κάποιο άγνωστο άντρο, μερικά λουλούδια, μαργαριτάρια, τέρατα, πράγματα ανήκουστα, που θα ταχουν ξεχάσει οι δύτες της λογοτεχνίας».[3]
Το Παρίσι είναι το αρχετυπικό ‘χωρικό’-αστικό υπόδειγμα, ‘χώρος’ συγκρότησης πολλαπλών ταυτοτήτων, τόπος αναπαράστασης του υποκειμενικού είναι και εμφιλοχώρησης του στους τροχούς της ιστορίας. Είναι το «θραύσμα» της σύμφυσης, της ώσμωσης κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας και της διαρκούς επικαιροποίησης της. Σε αυτόν τον Μπαλζακικό «ωκεανό» που αποτελεί ‘χώρο’ ιστορικών-επαναστατικών μεταβολών δραστηριοποιείται το Παρισινό εργατικό μπλοκ, και όχι μόνο. Η δράση υποστασιοποιείται στο κοινωνικό «έδαφος», στο εκκρεμές της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, στα διάκενα του κράτους και του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται την τρέχουσα συνθήκη, στο υπόστρωμα της ιστορίας.
[1] Βλέπε σχετικά, Λούξεμπουργκ Ρόζα, ‘Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα,’ Μετάφραση: Πίττας Γιώργος, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα, 2014, σελ. 65.
[2] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας’, Τόμος Α’, Πρόλογος-Μετάφραση-Σημειώσεις: Διβάρης Διονύσης, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 1989, σελ. 161.
[3] Βλέπε σχετικά, Ντε Μπαλζάκ Ονορέ, ‘Ο Μπάρμπα Γκοριό,’ Μετάφραση: Νίκα Άγγελου, Εκδοτική Εταιρεία Αδελφών Ζυριχίδη, Θεσσαλονίκη, χ.χ, σελ.228. Ο Μπαλζάκ με τη διεισδυτική του πρόζα προκύπτει ως ένας ανατόμος της Γαλλικής κοινωνίας του καιρού του. O Μπαλζάκ ενσαρκώνει το μεταίχμιο μίας εποχής, της εποχής περάσματος στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και την ταξική ανασύνθεση που προκύπτει, περιγράφει λειτουργικά τον κοινωνικό χρόνο που επιταχύνεται, τις προσδοκίες κοινωνικής κινητικότητας-ανόδου, τα τον τρόπο ζωής μίας αριστοκρατίας που θέλει να διατηρεί και διατηρεί τα ‘κρόσσια’ ενός παρηκμασμένου μεγαλείου. Η δική του λογοτεχνική ματιά τον οδηγεί στον «πυρήνα» του προφανούς: η κοινωνία μεταβάλλεται, εξελίσσεται, όπως ακριβώς και οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων του, οι οποίοι λειτουργούν σε ένα περιβάλλον προσδοκιών, εν πολλοίς αποπνικτικής ατμόσφαιρας, αποτελώντας τα υποδείγματα του καιρού τους.