Γράφουν οι Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Σοφία Ζήση @ResPublica
Νέα έκδοση άρθρου που αρχικά δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, εμπλουτισμένο με σημειώσεις για το Ελληνόφωνο κοινό.
Καθώς η 23η Ιουνίου πλησιάζει (ημέρα που οι Βρετανοί πολίτες θα κληθούν να αποφασίσουν για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση), το δίλημμα του δημοψηφίσματος περιστρέφεται γύρω από την ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε σχέση με την εθνική κυριαρχία, με τα δύο στρατόπεδα να εμφανίζονται ανεπαρκώς πειστικά. Για όσους/ες η αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος αποσκοπεί στον πολιτικό ρεπουμπλικανισμό με κατεύθυνση προς την άμεση δημοκρατία, τόσο ο εθνικισμός όσο και ο ευρωπαϊσμός/παγκοσμιοποίηση θα πρέπει να απορρίπτονται ως εναλλακτικές στα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτικού και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Τα σημεία της κριτικής μας, σε σχέση με τις διαθέσιμες επιλογές, συζητούνται παρακάτω.
Τα λανθασμένα ερωτήματα της «αποχώρησης» (Brexit).
Παρότι θεωρούμε την αποχώρηση προτιμότερη επιλογή, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της καμπάνιας υπέρ της εξόδου είναι πως η ίδια εγκλωβίζεται σε ένα αφήγημα εθνικιστικού ελιτισμού. Μεγάλο ποσοστό των υποστηρικτών της αποχώρησης δεν ενδιαφέρονται για μια ανεξαρτησία που θα δημιουργήσει ένα πολιτικό χώρο ώστε οι πολίτες να σκέφτονται, να ενεργούν και να διαδίδουν τις ιδέες τους για την κοινωνία εντός της οποίας θέλουν να ζουν. Στην πραγματικότητα η καμπάνια υπέρ της αποχώρησης υιοθετεί το επιχειρήματα μιας μερίδας της πολιτικής και οικονομικής εγχώριας ελίτ, η οποία θέλει να αναβιώσει τον μύθο της Βρετανικής αυτοκρατορίας, μιας Βρετανίας ικανή να καταστεί και πάλι «το μεγάλο κέντρο εξουσίας». Έτσι, ο ανταγωνισμός στη βιομηχανία και την παγκόσμια οικονομική κυριαρχία αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της καμπάνιας υπέρ της εξόδου, μαζί με έναν αποκρουστικό τζιγκοϊσμό, ο οποίος αντιτίθεται στα πραγματικά ερωτήματα που θα μπορούσαν να τεθούν σχετικά με το ζήτημα της ανεξαρτησίας από οποιαδήποτε υπερδομή, όπως η ΕΕ. Αρκετά πρόσωπα που ασκούν έντονη επιρροή στην Βρετανική πολιτική (όπως Μπόρις Τζόνσον και ο Nigel Farage) συναθροίζουν έναν λόγο που κατά κύριο λόγο βασίζεται στη συμμαχία μεταξύ του όχλου και της ολιγαρχίας (για να χρησιμοποιήσουμε την έννοια που επεξεργάστηκε η Hannah Arendt, με την οποία περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο αναδύθηκαν πανεθνικιστικά κινήματα κατά τον 19ο αιώνα). Λειτουργούν ως γέφυρες ανάμεσα σε αυτά που οι απο-πολιτικοποιημένες μάζες επιθυμούν (την ψευδαίσθηση του εθνικού μεγαλείου, ακόμη και εις βάρος της δικής τους κοινωνικής ευημερίας) και των πολιτικών που ευνοούν μια μερίδα της Βρετανικής ελίτ (η μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης αυτού που έχει απομείνει από το «βρετανικό μεγαλείο»).
Κενά σημαίνοντα όπως «να ανακτήσουμε τον έλεγχο της χώρας μας», αποτελούν το κύριο σύνθημα του στρατοπέδου υπέρ της αποχώρησης, και δεν αντιμετωπίζουν άλλο ένα σημαντικό ερώτημα: ποιος παίρνει τον έλεγχο και ποιά η χρήση του; Όταν η κυβέρνηση της χώρας θα ανακτήσει την κυριαρχία της, θα δώσει τις εξουσίες στον λαό ή όχι; Η βασική κατηγοριοποίηση των πολιτικών συστημάτων που θεσπίστηκε από τον Αριστοτέλη (μοναρχία – εξουσία του ενός, ολιγαρχία – εξουσία των λίγων, δημοκρατία – εξουσία του δήμου) δεν λαμβάνεται υπόψη από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη και θεωρία. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια γενικευμένη απουσία συζήτησης σχετικά με το ζήτημα της κατανομής της εξουσίας στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα αυτό οδηγεί σε μια κακή χρήση θεμελιωδών πολιτικών εννοιών όπως η αυτονομία και ηδημοκρατία: ο καθένας/μια θεωρεί ότι «ζούμε σε μια δημοκρατία» (έστω και στην πιο ατελή της μορφή), και (σχεδόν) κανείς/μια δεν είναι διατεθειμένος/η να την συνδέσει με τίποτα περισσότερο από την καθολική ψηφοφορία και μερικά φιλελεύθερα δικαιώματα. Ως εκ τούτου, μια εντελώς ψευδής αντίληψη χτίζεται γύρω από την εκστρατεία της αποχώρησης, υποστηρίζοντας ότι η ανεξαρτησία από την ΕΕ θα ενισχύσει αυτόματα τη δημοκρατία, ενώ είναι περισσότερο από προφανές ότι η εξουσία θα συνεχίσει να κατανέμεται άνισα στον πληθυσμό της Βρετανίας αν οι μάζες επιμείνουν στην πολιτική απάθεια.
Παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Bremain): φαντασιώσεις και πραγματικότητα
Το στρατόπεδο υπέρ της παραμονής αποτελείται κυρίως από υποστηρικτές του Εργατικού Κόμματος, των Πρασίνων και των κεντρώων συμμαχιών[Ι]. Αυτές οι δυνάμεις ισχυρίζονται ότι η αποχώρηση από την ΕΕ, ενδεχομένως, θα ενισχύσει τους Συντηρητικούς και θα καταστήσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), τα πανεπιστήμια και το κράτος πρόνοιας ευάλωτα στις πολιτικές λιτότητας των δεύτερων. Από τη μία πλευρά, το επιχείρημα αυτό στερείται ιστορικής εγκυρότητας, καθώς αγνοεί ότι το κράτος πρόνοιας στη Βρετανία δεν χτίστηκε χάρη στην ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, το NHS και το κράτος πρόνοιας είναι παράγωγα συνεχών λαϊκών αγώνων για κοινωνική και οικονομική ισότητα. Επιπλέον, όταν πολλοί υποστηρικτές της Αριστεράς (ακριβέστερα του Εργατικού Κόμματος και του κινήματος Diem 25) θέτουν την επιβίωση του NHS ως επιχείρημα υπέρ της παραμονής, κατά βάση εκφράζουν έναν κατάφωρο ελιτισμό, αφού έμμεσα υποστηρίζουν ότι ο λαός της Βρετανίας είναι ανίκανος να οικοδομήσει μια δίκαιη κοινωνία πέρα από τη λιτότητα, χωρίς την προστασία κάποιου υπερεθνικού τερατουργήματος, όπως η ΕΕ,την οποία ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ως μή δημοκρατική! Επιπλέον, όπως κάποια Mary Kaldor τόνισε στο συνέδριο του «κινήματος» Diem στο Λονδίνο, το βρετανικό βαθύ κράτος και το ιμπεριαλιστικό φαντασιακό (το οποίο, θα πρέπει να πούμε, διαχέεται μέσα στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης, ακριβώς επειδή η Αριστερά έχει εγκαταλείψει εντελώς τον ευρωσκεπτικισμό, με άμεση συνέπεια κενά σημαίνονται όπως η «εθνική ανεξαρτησία» να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από την επιθετική εγχώρια δεξιά) θα καταστήσει τη Βρετανία «μια πολύ επικίνδυνα αυταρχική νεοφιλελεύθερη χώρα» σε περίπτωση επικράτησης του Brexit. Τέτοιες ταπεινωτικές δηλώσεις αποκαλύπτουν την ελιτίστικη και δημοφοβική στάση της φιλελεύθερης αριστεράς, η οποία θεωρεί ότι οι απλοί πολίτες της Βρετανίας είναι ανάξιοι να οικοδομήσουν μια δημοκρατική χώρα και να απορρίψουν τον αυταρχισμό του Westminster, χωρίς τον πατερναλισμό υπερδομών εξουσίας και πολιτικά ορθών πολιτικάντιδων.
Την ίδια στιγμή, η κύρια ανησυχία της βρετανικής Αριστεράς είναι η διατήρηση του Ευρωπαϊκού δικαιώματος των ελεύθερων μετακινήσεων, σύμφωνα με το οποίο αλλοδαποί υπήκοοι έχουν το δικαίωμα να ζουν και να εργάζονται σε μια άλλη χώρα χωρίς περιορισμούς. Η απροθυμία τους να θυσιάσουν κάποια προνόμια που η ΕΕ έχει δώσει στους Ευρωπαίους πολίτες τους κάνει να υιοθετήσουν μια συμμετρική προσέγγιση: από τη μια υποστηρίζουν τις ελεύθερες μετακινήσεις που η ίδια η ΕΕ εγγυάται στους «πολίτες» της, ενώ την ίδια στιγμή αντιτάσσονται στη λιτότητα, η οποία επιβάλλεται από την ίδια την ΕΕ και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Αν και η λιτότητα στη Βρετανία δεν έχει επιβληθεί από την ΕΕ, οι ίδιοι οι αριστεροί αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι σε περίπτωση επικράτησης του Bremain η χώρα θα αντιμετωπίσει τεράστιες προκλήσεις αν επιχειρηθεί να εφαρμοστεί μια διαφορετική δημοσιονομική πολιτική. Επιπλέον, οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει η ΕΕ στον Ευρωπαϊκό Νότο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Ισπανία – πολιτικές που η ίδια η αριστερά χαρακτηρίζει «νεοαποικιακές» – είναι πολύ πιο βίαιες από ό, τι αυτές που επιβάλλονται από τους Συντηρητικούς της Βρετανίας, όπως είχε πει και ο ιδρυτής του Diem 25), Γιάνης Βαρουφάκης. Ως εκ τούτου, η απροθυμία των αριστερών να έρθουν σε ρήξη με την ΕΕ λόγω του φετιχισμού με τις «ελεύθερες μετακινήσεις», ως sine qua non του κοσμοπολιτισμού και του εργαλειακού αντι-εθνικισμού τους, οδηγεί έμμεσα στην υπεράσπιση της νεοαποικιοκρατίας, και συγκαλύπτει τις τζιγκοϊστικές τάσεις της Γερμανίας και των ολιγαρχών του Benelux.
Επιπλέον, το Εργατικό Κόμμα, μαζί με τα σοσιαλδημοκρατικά κεντροαριστερά μπλοκ, συναινούν με το φιλελεύθερο αφήγημα που θεωρεί την κατασκευή της ΕΕ ως βασική προϋπόθεση ώστε να απαλλαγεί η ήπειρος από διασπάσεις και εθνοτικά μίση, καταφεύγοντας ακόμα και αδιακρίτως να κατονομάζουν με ύφος δασκαλίστικο τους αντιπάλους τους ως «ρατσιστές» κάθε φορά που θέτουν το ζήτημα της διάλυσης της ΕΕ. Αυτή η υπερβολή, να αφορίζονται όλες οι ευρωσκεπτικιστές φωνές ως «ξενοφοβικές» και «ρατσιστικές» συγκαλύπτει την ρατσιστική στάση της ΕΕ εναντίον της Ελλάδας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας. Πρόκειται για έναν ρατσισμό που τροφοδοτείται από τον κοινωνικό Δαρβινισμό και αντανακλάται στην εκστρατεία μίσους περί «τεμπέληδων Ελλήνων». Στην πραγματικότητα, ο ανθελληνισμός[ΙΙ] και ο κοινωνικός δαρβινισμός έχουν γεφυρωθεί κάτω από την ενορχήστρωση της ευρω-λιτότητας, και αντανακλούν έναν λόγο παρόμοιο με αυτόν του 19ου αιώνα, που παραπέμπει στο Ευρωπαϊκό φαντασιακό, το οποίο στηρίχθηκε στον επιστημονικοποιημένο ρατσισμό ως βασικό εφόδιο της αστικής τάξης με στόχο να δικαιολογηθούν οι ιμπεριαλιστικές εκστρατείες.
Ουδετερότητα και το τίμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Εκ πρώτης όψεως αυτό που είναι κοινό και στις δύο πλευρές είναι η επικράτηση της ωφελιμιστικής διάστασης των επιχειρημάτων, και αυτό γίνεται φανερό από τα φυλλάδια σχετικά με το Δημοψήφισμα που έχουν κυκλοφορήσει τις τελευταίες εβδομάδες. Τόσο το στρατόπεδο του Brexit όσο και του Bremain καταφεύγουν στη χρήση αόριστων λέξεων και σημαινόντων – όπως η τρομοκρατία, η μετανάστευση και η οικονομία – που έχουν απήχηση βαθιά στις ιδεολογικές αποχρώσεις ενός μεγάλου μέρους του βρετανικού πληθυσμού. Και οι δύο πλευρές προσπαθούν να τονίσουν την «ικανότητά» τους να ελέγχουν καλύτερα τα θέματα αυτά, αν εφαρμοστούν οι δικές τους πολιτικές. Οι περισσότεροι από τους Βρετανούς είναι πεπεισμένοι ότι αυτό που πρέπει να κάνουν για να διατηρηθεί «η ευημερία μας» είναι να καταστεί πιο ανταγωνιστική η «βιομηχανία μας», «να γίνουμε κυρίαρχοι των πόρων μας» και «να έχουμε τη δική μας κυβέρνηση» να αποφασίζει σχετικά με τους νόμους και τους κανονισμούς. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία συζήτηση σχετικά με την ταυτότητα αυτού του «μας». Πού σταματά και πού αρχίζει; Ποιούς περιλαμβάνει και τί υποτίθεται πως σημαίνει; Θα ανήκει η «βιομηχανία», η «ευημερία», η «διαχείριση των πόρων» και η «εξουσία» στην κοινότητα των ψηφοφόρων;
Πολύ περισσότερο, η απουσία αυτοστοχασμού πάνω στο θέμα αυτό από όσους ενστερνίζονται αυτήν την ρητορική δεν αποτελεί έκπληξη, λαμβάνοντας υπόψη τη φτώχεια της σύγχρονης πολιτικής σκέψης στη Βρετανία και σε όλο τον κόσμο. Αυτό που πραγματικά χαρακτηρίζει την βρετανική περίπτωση (όπως άλλωστε προαναφέρθηκε) είναι η συνεχής αναφορά στον ωφελιμισμό και τις τεχνοκρατικές απαιτήσεις, ενώ απουσιάζει κάθε συζήτηση αναφορικά με τον ανθρωπολογικό και πολιτισμικό χαρακτήρα μιας κοινωνικής μεταστροφής. Με άλλα λόγια, οι Βρετανοί δεν αναρωτιούνται σε τι είδους κοινωνία θέλουν να ζήσουν, και κατά πόσον υπάρχει ανάγκη για αλλαγές στους κοινωνικούς και πολιτισμικούς θεσμούς, στον κυρίαρχο ανθρωπολογικό τύπο και στον συνολικό τρόπο ζωής. Αυτά τα ζητήματα δεν αφορούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, ακόμη και σε μία πρωταρχική μορφή που θα μπορούσε να επιτρέψει μικρούς πυρήνες δημόσιας συζήτησης να αναδυθούν και να επιβιώσουν, μια διαδικασία που είδαμε να συμβαίνει κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, και λιγότερο στο ελληνικό δημοψηφίσματα (παρά τα προφανή προβλήματα που συναντά κανείς αναφορικά με τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων από τα πάνω).
Παρ ‘όλα αυτά, πρέπει να τονίσουμε ότι η αποχή δεν αποτελεί επιλογή. Η ουδετερότητα που υιοθετούν ορισμένοι σοσιαλιστές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι «δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε μια καπιταλιστική Βρετανία εντός ή εκτός της καπιταλιστικής ΕΕ» στην ουσία αποτελεί τάση φυγής από την πραγματικότητα και έμμεσα ενισχύει το κυρίαρχο στρατόπεδο. Αυτό το επιχείρημα του «ψευδούς διλήμματος» που προωθείται από πολλές αναρχικές και μαρξιστικές σέχτες επισκιάζει την απροθυμία αυτών των χώρων να αντιμετωπίσουν τα καυτά ζητήματα εδώ και τώρα, ενώ την ίδια στιγμή φανερώνει μια έντονη τάση κλεισίματος στον ιδεολογικό πουριτανισμό (θέλουμε καθαρό σοσιαλισμό ή τίποτα), που συχνά μετατρέπεται σε υπαρξιακής φύσης αποκούμπι (ή lifestyle), αντί να τίθεται κάποιο σοβαρό πολιτικό αντι-πρόταγμα. Παρά το γεγονός ότι θεωρούμε ως βασικό μας στόχο έναν κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση του πολιτικού ρεπουμπλικανισμού, την άμεση δημοκρατία και τον ανθρωπισμό, ενάντια τόσο στον στείρο εθνικισμό αλλά και τον αυταρχικό ευρωπαϊσμό, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι τέτοια αφηγήματα δεν υπάρχουν πουθενά στη δεδομένη αυτή στιγμή. Ούτε κάποιο σοσιαλιστικό πρόταγμα αναδύεται στην Ευρώπη, έτσι ώστε να μπορεί κανείς/μια να ισχυριστεί ότι θα υπάρξει ένας «τρίτος δρόμος» μέχρι την 23η του Ιούνη. Η αριστερή προσέγγιση (που βλέπουμε να υιοθετείται και από το κίνημα Diem 25), που συνεχώς υπαινίσσεται ότι ακόμη και μια αριστερή έξοδος την ΕΕ (το λεγόμενο Lexit) θα ενισχύσει τον εθνικισμό και, ενδεχομένως, τον φασισμό (σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Ε Τσακαλώτο), και συνεχώς προωθεί την ιδέα οικοδόμησης συμμαχιών με τις δυνάμεις της αριστεράς σε όλη την Ευρώπη, προκειμένου να μεταρρυθμιστεί το οικοδόμημα της ΕΕ εκ των έσω, έχει ήδη δοκιμαστεί στην Ελλάδα με καταστροφικές συνέπειες.
Την ίδια στιγμή, (όπως έχει λεχθεί και σε προηγούμενη ανάρτηση) η ΕΕ είναι μια άμεση συνέπεια της ίδιας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για να είμαστε πιο ακριβείς, το κεφάλαιο, προκειμένου να συνεχίσει να αναπτύσεται θα πρέπει να υπερβεί σύνορα και γεωπολιτικούς περιορισμούς [3], οδηγώντας έτσι στην συγκέντρωση των εξουσιών σε μια διακρατική συγκεντρωτική υπερδομή. Ως εκ τούτου, το (έστω και μη ικανοποιητικό) πολιτικό σώμα του έθνους-κράτους περιθωριοποιείται, ενώ ο πολιτικός εθνικισμός (δηλαδή, ο κοινός κόσμος που παρείχε νόημα και προσανατολισμό) σταδιακά χάνει την ισχύ του. Η νέα αναδυόμενη ταυτότητα είναι αυτή που θα πρέπει να συνδέεται καταλλήλως με τη νεοσύστατη υπερδομή, ώστε οι πληθυσμοί να μην θεωρούνται πλέον Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί κλπ, αλλά Ευρωπαίοι πολίτες. Επιπλέον, η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι ένα αόριστο σημαίνον, αφού βασίζεται στην συγχώνευση των είκοσι επτά διαφορετικών εθνών, με διαφορετικά έθιμα, ιστορία, γλώσσες (αλλά και εσωτερικές υποδιαιρέσεις), ένα συνονθύλευμα από πολλαπλά χαρακτηριστικά που αδυνατούν να δώσουν ένα σαφή και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τί ακριβώς θα μπορούσε να είναι η «ευρωπαϊκή ταυτότητα», σε αντίθεση με τις λιγότερο περίπλοκες φανταστικές έννοιες του ενιαίου έθνους-κράτους. Μέσα σε όλα αυτά, η φιλελεύθερη αριστερά απέτυχε παταγωδώς να αναγνωρίσει πως η διάλυση των εθνικών ταυτοτήτων δεν θα οδηγούσε στην αρμονία και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Όπως η εξηγεί η Hannah Arendt [IV], η αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου είχε ως αποτέλεσμα την τραυματική κατάρρευση των πολιτικών θεσμών. Ταυτόχρονα, υποκατάστατα εθνικισμών – ρατσιστικού τύπου, βασισμένων σε αντι-σημιτικές και αυταρχικές αφηγήσεις – αναδύθηκαν, οδηγώντας στην άνοδο του ολοκληρωτισμού, στο ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στο Ολοκαύτωμα. Στην εποχή μας, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (όπως προαναφέρθηκε), όχι μόνο δεν κατάφερε να δημιουργήσει δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της Ευρώπης, αλλά οδήγησε επίσης στην περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος, ενώ το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η αδυναμία των (ιδιαίτερα συγκεντρωτικών) ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων να αντιμετωπίσουν τον καταστροφικό υπερπληθωρισμό του χρέους αλλά και να αποτρέψουν την αναμενόμενη επέλαση της φτώχειας, δίνει το τελικό χτύπημα. Το ξερίζωμα των εθνικών ταυτοτήτων προώθησε την ανάδειξη των νέων εθνικισμών που συνοδεύονται από μια αχαλίνωτη ισλαμοφοβία, ανθελληνισμό, ξενοφοβία και εθνοφυλετισμό (κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη). Επιπλέον, η καταρράκωση του έθνους-κράτους, ενόψει της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης καθόλου δεν απελευθέρωσε τους ανθρώπους από τις συγκεντρωτικές δομές του. Αντιθέτως, οδήγησε στην πλήρη καταστροφή του πολιτικού σώματος, στο βαθμό που το δικαίωμα «να έχει κανείς/μια δικαιώματα» σταδιακά αναιρείται, καθώς η εξουσία απομακρύνεται από το έθνος-κράτος προς υπερεθνικούς τεχνοκρατικού θεσμούς.
Εν κατακλείδι
Η δική μας υποστήριξη στο Brexit επιθυμεί να εμπλακεί άμεσα σε μια άνευ όρων πολεμική ενάντια στην συγκεντρωτική ΕΕ, μια εγγενώς αυταρχική υπερδομή, η οποία φυσικά δεν είναι εφικτό να μετασχηματιστεί «εκ των έσω». Την ίδια στιγμή, η οπτική μας υπέρ του Brexit δεν επιδιώκει καμία συμμαχία με τον εθνικισμό όλων των ειδών. Ωστόσο, φέρουμε αντιρρήσεις και για τις τρεις διαθέσιμες επιλογές (Brexit, Βremain και ουδετερότητα), και το γεγονός αυτό δεν μας ωθεί στην αποχή. Η ριζοσπαστική σκέψη πρέπει να κατευθυνθεί ενάντια την παγκόσμια πολιτική εξουσία και υπέρ της μεταβίβασης της απόφασης στους ίδιους τους λαούς (σε τοπικό επίπεδο, στο πλαίσιο του δημοτισμού). Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι η Βρετανική κοινωνία αυτή τη στιγμή δεν είναι πλήρως σε θέση να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, ακόμη και αν τα κίνητρά της δεν συμπίπτουν με του στόχους μας για τη δημοκρατική μεταστροφή, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι είναι η πλέον κατάλληλη ώστε να αναλάβει το βάρος της αποχώρησης από την ΕΕ, και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που το Brexit υπερισχύσει, θα καταλήξει η Βρετανία ένα αυταρχικό κράτους, ή θα μετατοπιστεί προς το σοσιαλισμό (που η ίδια η ΕΕ απεχθάνεται); Αυτό εξαρτάται πέρα για πέρα από τις επιλογές των Βρετανών πολιτών!
[Ι] ΣτΜ. Σε αντίθεση με το Ελληνικό πολιτικό σκηνικό, όπου οι τάσεις ευρωπαϊσμού κυρίως εκφράζονται από την κεντροδεξιά και την «συντηρητική» δεξιά, στη Βρετανία οι «μενουμευρώπιδες» αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εγχώριας αριστεράς. Οι λόγοι είναι πολλοί και αρκετοί από αυτούς εξηγούνται στο κείμενο. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Βρετανική αριστερά έχει προ πολλού εγκαταλείψει τον ευρωσκεπτικισμό (κυρίως μετά τη στροφή των Εργατικών προς πιο φιλοευρωπαϊκές θέσεις) εργαλειοποιώντας κάθε μορφή αντι-εθνικισμού, βαφτίζοντας έννοιες όπως «εθνική ανεξαρτησία» ως «ακροδεξιές» και «ρατσιστικές», που «σιγοντάρουν το αποικιοκρατικό Βρετανικό φαντασιακό». Αυτός ο αντιφετιχισμός με τον εθνικισμό σκιαγραφεί την ιδεολογική εξέλιξη της φιλελεύθερης αριστεράς (από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και την πιο κεντρώα πτέρυγα των PODEMOS, το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας μέχρι και την μπλουμσμπεριανή ακαδημαϊκή μεταμοντέρνα ποπ «διανόηση», που θέτει ως ιδεολογική της αφετηρία την κατάργηση όλων των ταυτοτήτων ως θεσμοί εκ φύσεως «καταπιεστικοί») φτάνοντας έτσι στο σημείο να ευθυγραμμιστεί με τον κοσμοπολιτισμό του νεοφιλελευθερισμού.
Παρότι ο εθνικισμός είναι απαράδεκτος – ιδίως ο εθνοφυλετικός (τουτέστιν ethnic nationalism) – το έθνος-κράτος, όπως έγραφε η Arendt στο Origins of Totalitarianism, έχει την ιδιότητα να ενσωματώνει έναν (έστω και μικρό) χώρο, εντός του οποίου μπορούν να διεκδικηθούν θεμελιώδη δικαιώματα (όπως είδαμε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες με τα δικαιώματα διαφόρων μειονοτήτων). Η διάλυση του έθνους-κράτους (στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ή έστω και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης) αναιρεί την ύπαρξη αυτού του χώρου, καθώς οι κυβερνήσεις χάνουν κάθε ισχύ, τη στιγμή που όλες οι αποφάσεις παίρνονται αυτόματα από τις παγκόσμιες αγορές και τα χρηματιστήρια. Στην φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όχι μόνο η διεκδίκηση δικαιωμάτων αποτελεί διαδικασία επίπονη, αλλά ακόμα και το ίδιο το δικαίωμα του να έχει κανείς/μιά δικαιώματα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν συνεπάγεται ότι ο πολιτικός εθνικισμός (civic nationalism) θα μπορούσε να αποτελεί βιώσιμο αντιπρόταγμα. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ναι μεν η πολιτική του έθνους-κράτους είναι προτιμότερη από το καζίνο της παγκοσμιοποίησης, μια τέτοια λύση, ωστόσο, εγκυμονεί κινδύνους, όπως η επιστροφή όλων των εξουσιών στις υπερεθνικές και υπερατλαντικές υπερδομές, εφόσον το ίδιο το έθνος κράτος αποτελεί δημιούργημα του κεφαλαίου και συνεπώς της ιδεολογίας της προόδου, όπως είχε ειπωθεί σε προηγούμενη ανάρτηση. Παρόλα αυτά, οι συνεχόμενοι αφορισμοί εναντίον οποιουδήποτε μιλά για «εθνική ανεξαρτησία» ως «ρατσιστής», «υποστηρικτής του UKIP» και «φασίστας» δεν ευνοεί κανέναν άλλον παρά την ίδια την ακροδεξιά: οι όροι αυτοί είναι πλωτά σημαίνοντα, δηλαδή δενπροϊδεάζουν (για να χρησιμοποιήσουμε όρο του Ντυρκέμ) κατ’ ανάγκη κάποιο εθνοφυλετικό, τζιγκοϊστικό και αποικιοκρατικό φαντασιακό, όπως λανθασμένα κρίνει η αριστερή σκέψη. Μπορεί ταυτοχρόνως (και ανάλογα με την περίπτωση) να συναινούν στην επιστροφή του έθνους-κράτους και των εθνικών κοινοβουλίων. Ως εκ τούτου, η τακτική του στείρου αφορισμού οδηγεί σταδιακά σε ταύτιση όλων όσων τις επικαλούνται με τις ακροδεξιές πολιτικές.
[ΙΙ] ΣτΜ. Ο όρος «ανθελληνισμός» χρησιμοποιείται από κοινωνιολογική σκοπιά, στα πλαίσια έρευνας πάνω στην Ευρωπαϊκή πολιτική από το 2008 και έπειτα. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον τρόπο που τον αναπαράγουν οι εγχώριοι εθνικιστές, όπως τα ορκ της Χρυσής Αυγής, οι διάφοροι υπερορθόδοξοι συνωμοσιολόγοι και οι Πουτινολάγνοι. Δεν θα πρέπει, με άλλα λόγια, να συνδέεται με την μανία αυτοθυματοποίησης που χαρακτηρίζει διάφορες τάσεις της εθνικιστικής δεξιάς και αριστεράς, πως δήθεν ο Ελληνικός λαός έχει καταστεί στόχος κρυφών σχεδίων κάποιας υπερεθνικής συνωμοσίας. Στην πραγματικότητα αφορά τον τρόπο με τον οποίο δυσφημίστηκε ένας ολόκληρος λαός σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, ώστε να μπορούν να δικαιολογηθούν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα λιτότητας. Πρόκειται για το γνωστό αντιπαράδειγμα της Ελλάδας, πως «αν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα δημοσιονομικής «προσαρμογής» θα καταντήσουμε σαν τους Έλληνες» (όπως έλεγαν κυβερνητικοί εκπρόσωποι διαφόρων χωρών εδώ και αρκετά χρόνια).
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός, τουτέστιν ο υποβιβασμός του νικημένου στη σφαίρα της ανικανότητας (πως δήθεν αυτός φταίει για τα παθήματά του) είναι βαθιά ριζωμένος στη σκέψη της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Συνεπώς, το αντιπαράδειγμα της Ελλάδας μπορεί άνετα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από κύκλους που ενστερνίζονται τέτοιες πολιτικές. Εν συντομία: όπως ο αδύναμος, ο ανίκανος και ο μή ανταγωνιστικός ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, έτσι και οι Έλληνες ευθύνονται για την πείνα, την φτώχεια και όλα τα δεινά που βιώνουν. Αυτό σε συνδυασμό με το προτεσταντικό ιδεώδες, οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: οι Έλληνες ευθύνονται για τα παθήματά τους επειδή δεν εργάστηκαν όσο σκληρά θα έπρεπε. Και τούτο το αφήγημα του «τεμπέλη Έλληνα που δικαίως τιμωρείται» μετατρέπεται σε «σημαία» της ρητορικής του νεοφιλελεύθερου αντιλαϊκισμού: οποιοσδήποτε διαδηλώνει και μιλά ενάντια στη λιτότητα είναι τεμπέλης και ανίκανος όπως οι Έλληνες, οι οποίοι εξίσου διαδηλώνουν και διαμαρτύρονται αντί να σωπάσουν και να υπομένουν το τίμημα των πράξεών τους. Ως εκ τούτου, ο ανθελληνισμός αποτελεί εφαλτήριο ενός εύπεπτου (από τον όχλο) ρατσισμού, που στηρίχθηκε από τις ευρωπαϊκές ολιγαρχίες.
[ΙΙΙ] «Το θεωρητικό δυναμικό της Πολιτικής Οικονομίας βασίζεται σε μια ιδέα απλή και συνάμα έξυπνη: για να εξασφαλιστεί αυτομάτων η Ειρήνη, η Ευημερία και η Ευτυχία – τρία πανάρχαια όνειρα της ανθρωπότητας – θα αρκούσε να καταργηθεί καθετί που, στα ήθη, στα έθιμα και στους νόμους των υπαρχουσών κοινωνιών, ορθώνεται εμπόδιο στο «φυσικό» παιγνίδι της Αγοράς• να λειτουργήσει δηλαδή η Αγορά χωρίς προσκόμματα και νεκρούς χρόνους […] Η θεωρητική, λοιπόν, και πρακτική εγκυρότητα αυτής της κατασκευής εξαρτάται από την πραγματική ροπή των ατόμων να λειτουργούν όπως απαιτεί η θεωρία, δηλαδή με τρόπο νομαδικό και ατομικό. Γι’ αυτό η εφαρμογή στην πράξη της φιλελεύθερης οικονομίας (πρόκειται για πλεονασμό) δεν προϋποθέτει μόνον τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως θεσμός μιας πολιτικής αυθεντίας, αρκούντως ισχυρής, ικανής να συντρίψει ανελέητα όλα τα εμπόδια που ορθώνουν το δίκαιο, η θρησκεία και τα έθιμα, ώστε να «έρθει στο φως» η Αγορά και να ενοποιηθεί χωρίς σύνορα. Απαιτείται επιπλέον να δοθεί μια πρακτική ύπαρξη στην αντίστοιχη ανθρωπολογική μορφή: τη μορφή του απολύτως «ορθολογικού» ανθρώπου, δηλαδή του εγωιστή και υπολογιστή, και μ’ αυτή την έννοια απαλλαγμένου από τις «προκαταλήψεις», τις «δεισιδαιμονίες» ή τις «αρχαϊκότητες» που δημιουργούν αναγκαστικά – σύμφωνα με τη φιλελεύθερη υπόθεση – όλα τα εμπειρικώς υπάρχοντα είδη συγγένειας, ένταξης και ριζώματος». (Ζαν Κλωντ Μισέα – Η Εκπαίδευση της Αμάθειας, (σ.15-26). Εκδόσεις: Βιβλιόραμα. Μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης).
[IV] Βλ. Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism, (1976). London: A Harvest Book