Κείμενο: Χάρις Γεωργίου, Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Τον γνωρίσαμε από το ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου, «Ταξιδιάρα Ψυχή». Tον είδαμε στη σκηνή μαζί με σπουδαίους μουσικούς, όπως είναι ο Ψαραντώνης, ο Ψαρογιώργης, ο Γιάννης Αγγελάκας, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Νίκος Σπυρόπουλος, ο Δημήτρης Αποστολάκης, αλλά και οι Last Drive, να παίζει λαούτο, να τραγουδά Κρητικά, αλλά να ερμηνεύει ακόμα και Bob Dylan. Έπειτα, συνέχισε να μας εκπλήσσει με μία συνεργασία με τους Social Waste. Ο Γιάγκος Χαιρέτης, είναι ένας μουσικός, στο μεταίχμιο της παλιάς και της νέας γενιάς, που προβληματίζεται, δημιουργεί μουσική και πιστεύει πως για να αλλάξει ο κόσμος, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόληση με τη μουσική;
Από τότε που με θυμάμαι. Από τριών, τεσσάρων με ένα πλαστικό μαντολινάκι και με βέργες – τις βίτσες, όπως τις λέμε. Έστηνα το σκηνικό, έπαιζα και έκανα το λυράρη.
Επιρροές;
Στο χωριό ήταν κυρίως αυτά που βλέπαμε γύρω μας, δηλαδή μία ζωντανή κατάσταση, παρέες, γάμοι, πανηγύρια, φυσικά ο Ξυλούρης. Όταν μεγάλωνα εγώ, ήταν μόλις είχε πεθάνει. Για μένα ήταν ένα σοκ ο θάνατος του. Κι όλη τη δεκαετία του ’80, του ’90, εκεί που τον είχαν ξεχάσει οι περισσότεροι, για μας ήταν ακόμα πολύ ζωντανός…. Για είκοσι χρόνια δεν είχα ακούσει Ξυλούρη στο ράδιο, μέχρι και το 2000.
Γενικά αυτά που με έχουν επηρεάσει είναι περισσότερο οι παρέες, τα ερεθίσματα από τους ανθρώπους του χωριού, η παράδοση που ήταν διαδεδομένη.
Στην εφηβεία, που έρχονταν οι κασέτες από την Αθήνα με τους φοιτητές, αρχίσαμε να έχουμε και άλλα ακούσματα, μέσα σε αυτά και το ροκ. Πάυλο, Τρύπες, Άσιμο… Led Zeppelin, Doors, Deep Purple, Black Sabbath.
Από τη μία, υπήρχαν τα κρητικά σαν ερέθισμα. Κι από την άλλη, κάποιοι ανήσυχοι έφηβοι ανταλλάσαμε συνεχώς κασέτες. Και φυσικά ακολουθούσαν ατελείωτες κουβέντες πάνω στη μουσική. Η απόκτηση ενός δίσκου ήταν ιεροτελεστία. Γράφαμε κασέτες ενενηντάρες, τις ακούγαμε, συζητούσαμε, κάναμε σχόλια, εμβαθύναμε περισσότερο. Κάτι που δεν υπάρχει σήμερα με το mp3. Η ίδια η εμπειρία έχει αλλάξει.
Ουσιαστικά, ας πούμε είχατε ως αφετηρία την συζήτηση μέσα στην παρέα…
Στο χωριό, εκείνο που έμαθα είναι πως εκεί παίζει ο μουσικός και πρέπει να κάνει τον άλλο να τραγουδήσει. Όχι να βγει στη σκηνή για να τον θαυμάσει ο κόσμος. Πρέπει να ξεσηκώσει τον κόσμο. Δεν είναι ο καλλιτέχνης σε ένα βάθρο, δε τονίζει τη ματαιοδοξία του. Με αυτό παλεύουμε όλο αυτό το διάστημα, με τη ματαιοδοξία μας.
Δυστυχώς αυτή η συμμετοχή είναι κάτι που χάνεται σε αυτή την εποχή. Η μουσική θέλει συμμετοχή. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή έχει ένα πάρε και ένα δώσε, όπως και η παράδοση η ίδια. Τα ελληνικά μας εξηγούν πολλές έννοιες. Το παίρνεις από αυτούς που το άκουσες και μετά πρέπει να το αποδώσεις μέσα από ένα δικό σου φίλτρο. Κι αυτό που δε καταλαβαίνει πολύς κόσμος είναι ότι ένα live ξεκινάει από εσένα. Αν δώσεις, θα πάρεις. Αν παίζεις και όλοι μιλάνε δε μπορεί να έρθει το διονυσιακό στοιχείο, αυτό το ξέσπασμα που μπορεί να προκαλέσει η μουσική. Είναι μια μυσταγωγία, ακούς πράγματα. Και κάποια στιγμή διώχνεις αυτό που έχεις μέσα σου τραγουδώντας, χορεύοντας. Είναι μία κάθαρση.
Παλαιότερα, ας πούμε, που έπαιζε ο Μάρκος, όταν έβγαινε ένα όργανο, άκουγε ο άλλος, ταξίδευε και εκστασιαζόταν, ήθελε να χορέψει. Τώρα είναι λίγο πιο πλαστικά όλα κατά κάποιο τρόπο.
Στην Κρήτη βλέπουμε να διατηρείται αναλλοίωτη η παράδοση, μέσα από την αλληλεπίδραση. Ειδικά στα Ανώγεια, οι άνθρωποι παίρνουν πράγματα ο ένας από τον άλλο…
Δεν είναι τόσο Κρητικό φαινόμενο. Υπάρχουν και άλλα μέρη που το κρατούν ζωντανό αυτό. Ας πούμε και στην Ήπειρο βλέπουμε την παράδοση έντονη. Στην Κρήτη, κρατάει ακόμα και κανονικά θα έπρεπε να υπερθεματίσω σε αυτό που λες. Ωστόσο, νομίζω ότι σιγά σιγά αλλοιώνεται κάπως. Η νέα εποχή, έχει επηρεάσει τα πάντα και τους πάντες. Βλέπω μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με τις εμπειρίες που θυμάμαι εγώ σαν παιδί. Οι παππούδες μας τα θεωρούσαν ξεπεσμό για την έννοια της παρέας αυτά που βιώνουμε σήμερα.
Ας πούμε, η παρέα και η καντάδα ήταν μοναδικά πράγματα. Έβγαιναν οι νεαροί, έπιναν τις ρακές τους – όλο και κάποιος θα αγαπούσε – πήγαιναν κάτω από το σπίτι της κοπελιάς, έλεγαν την μαντινάδα και μπορούσες έτσι να εκφράσεις συναισθήματα που δε μπορείς να εκφράσεις ούτε με τηλέφωνο, ούτε με μήνυμα, ούτε μέσω facebook. Και όχι μόνο αυτός που ήταν ερωτευμένος. Και η παρέα υπερθεμάτιζε. Ας πούμε έλεγαν «Ξύπνα θεά της ομορφιάς»… Αυτό ήταν μια αναγκαιότητα για να εκφραστεί η ερωτική επιθυμία. Στη σύγχρονη εποχή, πιστεύω πως έχουν χάσει το ρομαντισμό τους τα πράγματα. Πλέον αυτό γίνεται με πιο ξερούς τρόπους, πιο πεζούς. Η καντάδα συνάντησε μια φθίνουσα πορεία. Και εγώ έχω κάνει καντάδες, αλλά ας πούμε όχι τόσες όσες ο πατέρας μου ή ο παππούς μου.
Φυσικά, γίνονται ακόμα καντάδες, απλά θεωρώ πως έχουν εν μέρει απολέσει το ρομαντισμό που είχαν άλλοτε. Τα νέα παιδιά την αντιμετωπίζουν πιο ακαδημαϊκά, γιατί έχουν χάσει αυτή την αναγκαιότητα. Οπότε έχει αλλάξει κατά κάποιο τρόπο το πλαίσιο του πράγματος. Η μουσική είναι ενταγμένη μέσα στην κοινωνία. Όταν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες ή τα δεδομένα, η αναγκαιότητα έκφρασης του έρωτα μέσα από ένα τραγούδι, αντικαθίσταται από ένα «αίτημα φιλίας».
Η τοπική κοινωνία πως αντιμετώπιζε τις καντάδες;
Πολύ θετικά. Παλαιότερα άνοιγαν τα σπίτια για να δουν την παρέα, κερνούσαν ρακές όσους έπαιζαν. Ακόμα και στις τρεις το πρωί. Και μάλιστα με χαρά μεγάλη. Τώρα έχουν κλείσει κάπως οι πόρτες. Πλέον το ορίζουμε σαν ένα σπάνιο γεγονός, ενώ ήταν καθημερινότητα.
Θυμάμαι μια φορά πριν πέντε-έξι χρόνια, περνούσαμε από ένα δρόμο από το Περαχώρι και ήταν ένα παλιός μερακλής, ο Μίχαλος και είχε ένα καφενεδάκι εκεί πέρα. Ακούει την παρέα και του άρεσε, αλλά κοιμόταν και δε πρόλαβε να κατέβει, να ανάψει το φως. Περπατάμε, λοιπόν, τριάντα μέτρα και τότε βλέπουμε το φως να ανοίγει. Και μας φωνάζει από τη μέση της πλατείας «ελάτε να σας κεράσω». Και πάμε και βλέπω ότι είναι ξυπόλητος. Για να προλάβει την παρέα βγήκε ξυπόλητος. Έτσι γινόταν παλιά. Δε ξέρω, πολλές φορές νιώθω σαν να ακούγονται αναχρονιστικά όλα αυτά που λέω, αλλά έτσι είναι τα πράγματα.
Κι αυτό ας πούμε που με ανησυχεί πολύ και αυτό που νιώθω ότι θα ήθελα είναι να μεταφέρω στις νέες γενιές αυτό το αίσθημα του παλιού κόσμου, που πλέον έχει αρχίσει να σβήνει. Από μικροί ακούγαμε ότι η ματαιοδοξία είναι κακό πράγμα και η αυτοπροβολή. Υπάρχει μια παλιά μαντινάδα «Δεν είναι το πρέπον του αντρός τα κάλη να διηγάται, οι άλλοι να τα διαλαλούν κι αυτός να τα αρνάται». Και τώρα έχουμε περάσει σε ένα σημείο που βαυκαλιζόμαστε με την ίδια μας την εικόνα. Ακόμα και εμείς οι μεγαλύτεροι αρεσκόμαστε στο να προβάλουμε την ματαιοδοξία μας.
Και βέβαια με απασχολούν και άλλα πράγματα, τα οποία έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται. Όπως ας πούμε η υφαντουργία. Η συγχωρεμένη η μάνα μου ήταν πρόεδρος στο συνεταιρισμό και υπήρχαν 200 υφάντρες. Τώρα ζήτημα να υπάρχουν πέντε στο χωριό που να γνωρίζουν την τέχνη. Ήμουν μέρος σε μία ανασκαφή και βρίσκαμε μινωικά βαρίδια που τα είχαν για την υφαντουργεία. Και ξέρεις, νιώθεις ότι αυτό το πράγμα εδράζεται αιώνες πίσω, ότι είχε μια εξέλιξη από γενιά σε γενιά. Και ξαφνικά στην εποχή μας γίνεται ένα «κρακ» και σταματάει να μεταδίδεται. Και όχι μόνο αυτό. Και άλλα πράγματα. Ας πούμε η σχέση που είχαν οι παππούδες μας με τη φύση, οι γνώσεις τους για τα φυτά. Πολύ απλά πράγματα βιώσαν μια ισοπέδωση μεταπολεμικά.
Φυσικά, το ίδιο ισχύει και στη μουσική. Τι απέγιναν εκείνοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες που έβγαιναν άλλοτε; Υπήρχαν πάρα πολλοί που είχαν κάτι να πουν. Βέβαια ήταν έτοιμες και οι κοινωνικές συνθήκες. Και έχουμε φτάσει στη στειρότητα των ημερών μας, όπου τα πράγματα είναι πλαστικά. Δε μπορείς ας πούμε ούτε να μεθύσεις σε μία παρέα, γιατί νιώθεις ότι καραδοκεί μία κάμερα.
Και βέβαια, είναι και τα πρότυπα, τα οποία προωθούνται. Ας πούμε δες το πιο απλό. Όσον αφορά τις ντομάτες, πάντα προτιμάμε τις ψεύτικες, τις πιο κόκκινες, τις πιο γυαλιστερές κι ας είναι άγευστες. Δε μας αφορά η ουσία. Το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική εν πολλοίς. Δεν είναι αποκομμένη από το περιβάλλον και από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Έχουν αποστειρωθεί από το συναίσθημα …
Ναι, και αυτό συνέβη και με την εμφάνιση της οθόνης. Ακόμα και με το ραδιόφωνο. Υπάρχει ένα ντοκυμαντέρ του ’79, όπου λέει ένας χωριανός ότι με το που βγήκε το ραδιόφωνο, αλλοιώθηκε η έννοια της παρέας. Με την τηλεόραση έγιναν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Από τη στιγμή που μπήκε στο καφενείο, τα πράγματα άλλαξαν. Το καφενείο ήταν σαν την αρχαία αγορά, ακόμα κι αν αυτό ακούγεται σαν εξιδανίκευση. Πήγαινε ο κόσμος κουβέντιαζε. Πήγαινε ο πιτσιρικάς, άκουγε τους μεγαλύτερους και μπορούσε με σεβασμό να πει κάτι. Μάθαινε πώς να γίνεται μέρος της κοινωνίας, της κοινότητας. Τώρα πας στα καφενεία και κοιτάζουν όλοι το κουτί ή την οθόνη στο χέρι τους. Δεν υπάρχει επικοινωνία.
Γράφεις;
Ναι, έχω πολύ υλικό. Και μαντινάδες και στίχους. Με μεγαλύτερη ευκολία, όμως, μου βγαίνει η μουσική. Έχω πολλές ώρες με ακατέργαστο υλικό. Ακατέργαστες ιδέες που υπάρχουν εδώ και είκοσι χρόνια. Να γράφεις στο κασετοφωνάκι τα βράδια, με τη βροχή, ακόμα και στο βουνό με τα πρόβατα ή τα πουλιά. Τα ακούς και εμπνέεσαι.
Στην Κρήτη βλέπουμε πολύ έντονα μέσα από τα τραγούδια εικόνες της φύσης να μιλούν για τον έρωτα ή ακόμα και την πολιτική…
Είμαστε κοινωνικά όντα. Έχει να κάνει με το πώς διαρθρώνονται οι ανθρώπινες κοινωνίες. Η μουσική είναι ένα μέρος της κοινωνίας και προσπαθεί να εκφράσει τις ανάγκες της. Ο στίχος για μένα είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Περισσότερες φορές δίνω έμφαση στο τι λέει, παρά στην μουσική. Ιδίως σε αυτή την εποχή. Δηλαδή δε μπορείς να έχεις το μικρόφωνο – γιατί το μικρόφωνο είναι μια δύναμη – και να αναπαράγεις συνεχώς το ίδιο πράγμα, για παράδειγμα τον έρωτα ή τραγούδια κενά νοήματος. Αυτή την εποχή πρέπει να λέμε πράγματα που να μπορούν να προβληματίσουν τον κόσμο, να του θυμίσουν τις καταβολές μας, τι είναι φύση, άνθρωπος, χρόνος. Που μας έχει φέρει αυτή η εξέλιξη του πολιτισμού μας; Τι μας λέει η φυσική, η φιλοσοφία; Γιατί είναι επίκαιρος ο Ερωτόκριτος τόσα χρόνια; Όλα αυτά τα πράγματα συνδέονται με ένα τρόπο.
Κι αν μπορώ να πω πως είμαι ένας μικρός κρίκος σε αυτή την αλυσίδα των μουσικών, των τροβαδούρων, που ξεκινούν από τις Ομηρίδες – που λέει και ο Αποστολάκης – νιώθω πως είναι χρέος μου αυτό το πράγμα.
Γιατί λαούτο και όχι λύρα;
Έτυχε. Τώρα τελευταία έχω ξεκινήσει να προσπαθώ και με τη λύρα. Κάποια στιγμή στο δημοτικό είχα πιάσει τη λύρα και μου χάλασε το δοξάρι και ο πατέρας μου δε μου έφερε ποτέ καινούριο. Είχα ένα μαντολίνο στην αρχή, οπότε ξεκίνησα με τα έγχορδα, αλλά δε θεωρώ ότι είμαι λαουτιέρης.
Γενικά είμαι μουσικός και μου αρέσει το ζωντανό του πράγματος. Τις περισσότερες φορές βγαίνουμε ακόμα και απροβάριστοι. Βέβαια, ακόμα και πρόβα να κάνουμε, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Κάθε φορά στα live μου έχω σαν στοίχημα να βγάζω ένα αυτοσχεδιασμό εκείνη τη στιγμή. Το σημαντικό είναι να παίρνεις το ρίσκο, να έχει μια αλληλεπίδραση το πράγμα, αλλιώς βάζεις ένα cd να παίζει.
Πώς ήταν η συνάντηση με ένα είδος μουσικής όπως αυτό των Social Waste; Και τελικά «τον κόσμο αυτό θα τον αλλάξουμε εμείς»;
Καταρχάς εμείς οι Κρητικοί ραπάρουμε αιώνες τώρα. Και οι κοντυλιές είναι αυτό το πράγμα. Ραπάρει η παρέα, συνεχόμενα, γρήγορα, μαντινάδες στη σειρά. Βέβαια, αυτό το τραγούδι ήταν μια ωραία συνεργασία με τα παιδιά. Για να είμαι ειλικρινής με προβλημάτισε λίγο το αν θα αλλάξουμε τον κόσμο. Ένας φίλος πολύ σωστά με διόρθωσε, «τον κόσμο αυτό θα τον αλλάξουμε εμείς, άμα αλλάξουμε εμείς». Γιατί δε μπορούμε να σώσουμε τον άλλο, αν δε σώσουμε πρώτα τους εαυτούς μας. Έχω δει πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι μπορεί να παραπατάνε, να είναι ανισσόροποι. Δεν αρκεί να είσαι μέλος ενός κοινωνικού κινήματος. Το σημαντικό είναι να είσαι άνθρωπος στη συμπεριφορά σου, στον τρόπο που κάνεις τα πράγματα. Από εκεί και πέρα αν αλλάξουμε, αν όλοι οι άνθρωποι κοιτούσαν να είναι σωστοί, ο κόσμος θα άλλαζε την επόμενη ώρα αυτόματα.
Το να γίνουμε άνθρωποι είναι ένα ζητούμενο, ένας καθημερινός αγώνας. Πρώτα κοιτάζουμε προς τα μέσα και μετά προς τα έξω. Ας διαχέουμε την ανθρωπιά γύρω μας. Το μοίρασμα είναι αυτό που κάνει τα πράγματα σπουδαία, η παρέα, το εμείς. Αλλά για να πάμε στο εμείς, πρέπει να δούμε πρώτα το «εγώ» μας, να αφαιρέσουμε τη ματαιοδοξία μας, τον εγωισμό μας, να μη νομίζουμε πως είμαστε το κέντρο του κόσμου. Το know how υπάρχει, εκείνο που απουσιάζει είναι η «αλήθεια». Αλήθεια, λέξη που αποτελείται από το α το στερητικό και τη λήθη.
Για παράδειγμα, η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα ήταν δεδομένα στην παλιά εποχή. Ο ένας έδινε φαγητό στον άλλο, στο χωριό μου τουλάχιστον. Και σου λέω για το χωριό μου, γιατί μιλάω για αυτά που ξέρω, που έχω ζήσει.
Η εμπειρία είναι που σου δίνει τη γνώση, ακόμα και να έχεις ήδη διαβάσει την πληροφορία. Ας πούμε τα Ανώγεια πριν τα κάψουν οι Γερμανοί, αποτελούνταν από σπίτια που συγκοινωνούσαν το ένα με το άλλο με ένα παράθυρο, για αλληλοβοήθεια. Και σε άλλα χωριά της Κρήτης. Ήταν μια κοινότητα όλοι μαζί. Είχαν ένα δικό τους τρόπο συνύπαρξης. Για εμένα είναι πολύ σημαντικό αυτό, το ατομικό για να υπάρξει το συλλογικό.
Η πολιτική σε απασχολεί σαν έννοια;
Δε μου αρέσει η λέξη πολιτική. Με απασχολεί ο άνθρωπος και οι κοινότητες. Δε μπορείς να το περιορίσεις το πράγμα. Είναι οι εποχές τέτοιες. Δε μπορεί να μας αλλάξει ένας άνθρωπος, ένας Θεός. Όλοι μαζί μόνο μπορούμε να αλλάξουμε. Το σημαντικό είναι ότι παρατηρείται μια περιχαράκωση. Βλέπουμε ας πούμε ομάδες να διαφωνούν, προκαλούνται αντιδράσεις, αντεκδικήσεις ακόμα και για ζητήματα που άπτονται του παρελθόντος.
Για παράδειγμα το ΕΑΜ, ήταν ένα παλαϊκό κίνημα ήταν αντίσταση συλλογική, όχι κομματική. Το σημαντικό είναι να βρούμε εκείνα που μας ενώνουν, όχι αυτά που μας χωρίζουν. Και ιδίως σε μια εποχή που ο εχθρός δεν είναι με τη λόγχη, δεν είναι με τα όπλα, αλλά το διακύβευμα συνεχίζει να υπάρχει και ίσως είναι και μεγαλύτερο.
Ακολουθείται μια πολιτική του «διαιρεί και βασίλευε»…
Σε μεγάλο βαθμό και μια απομόνωση. Μας έχουν ταξινομήσει σε κουτάκια, με την εικονική μας πραγματικότητα. Στο τέλος θα μας ξεράσει ο ίδιος ο πλανήτης. Επεμβαίνουμε στη φύση, δε σεβόμαστε μήτε τον πλανήτη, μήτε τον άνθρωπο. Έχουμε τεχνολογίες που μπορούν να κάνουν τη ζωή μας καλύτερη και τις χρησιμοποιούμε για να κάνουμε πόλεμο. Ακόμα και οι ισλαμιστές, πιστεύω πως είναι ένα κίνημα αντίδρασης ένεκα της πίεσης που έχουν δεχθεί αυτοί οι άνθρωποι. Και στην Ελλάδα βέβαια είναι απίστευτα αυτά που ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια. Το μέλλον με ανησυχεί πολύ. Τρομάζω με όλη αυτή την εξέλιξη που αλλοιώνει το πνεύμα. Το ανθρώπινο πνεύμα είναι υπό διωγμό. Ακόμα και στη Γαλλία τη χώρα του Βολταίρου, συζητούν σήμερα για τη μαντίλα. Απαράδεκτα πράγματα.
Σχετικά με τα προσφυγικά ρεύματα στην Κρήτη…
Εμείς έχουμε δεχθεί από παλιά. Θα σου πω την εμπειρία μου από το χωριό. Είμαι περήφανος που εδώ και δεκαπέντε χρόνια λειτουργεί μια ομάδα υποδοχής προσφύγων. Είναι παιδιά από το Αφγανιστάν που δε μιλούν ελληνικά, μιλούν Ανωγειανά.
Έχουν ενσωματωθεί δηλαδή;
Βέβαια. Αυτά τα παιδιά δουλεύουν ως μεταφραστές στα κύματα που έρχονται τώρα. Και τους συναντάω και στην Αθήνα καμιά φορά και μιλάμε. Τους θεωρώ χωριανούς μου. Ήρθαν δεκαπέντε χρονών παιδάκια και μεγάλωσαν μαζί μας.
Μελλοντικά σχέδια; Έχουμε ήδη δει κάποιες συνεργασίες, αναμένουμε κάποιες άλλες… σε προσωπικό επίπεδο;
Μετά από τόσα χρόνια στη μουσική, νομίζω πως είμαι σε θέση να παρουσιάσω κάτι δικό μου. Όχι, ότι λέει κάτι, απλά δίνεις κατά κάποιο τρόπο μια ηχητική φωτογραφία της στιγμής σου, μία εικόνα, μια μικρή ταυτότητα. Υλικό υπάρχει πολύ, είμαι έτοιμος, οπότε ελπίζω να υπάρξει κάτι μέσα στο χρόνο. Έχω μελοποιήσει ποιητές, δικές μου μαντινάδες… Ένα τραγούδι που έγραψα τελευταία είναι σε ποίηση Kahlil Gibran. Έχω μελοποιήσει και Σεφέρη και Καρυωτάκη, αλλά δεν ξέρω αν ποτέ θα τα κυκλοφορήσω.
Από την άλλη θα ήθελα με κάποιο τρόπο να καταγράψω τη φάση που ζω τα τελευταία χρόνια με ένα live δίσκο, γιατί νιώθω ότι μπαίνω σε μια νέα περίοδο. Κάπου έχω αρχίσει να νιώθω ότι χρειάζεται και μία παύση. Θέλω να στραφώ περισσότερο στο να ακούσω κάποια πράγματα, πριν δημιουργήσω καινούριο υλικό.
Τι μουσική ακούς;
Καλή μουσική. Καλή μουσική μπορεί να είναι χιπ χοπ, ροκ, τζαζ, μουσικές της Λατινικής Αμερικής, ένας Πέρσικος ύμνος του Ρουμί. Καλή μουσική είναι αυτή που βγαίνει από την ψυχή, όχι αυτή που βγαίνει από τα χέρια ή τα λαρύγγια.
Κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι σε ενέπνευσαν ή τους οποίους θαυμάζεις;
Είναι πάρα πολλοί, δε μπορώ να τους ονοματίσω όλους. Πέρα από διαβάσματα, απλοί άνθρωποι καθημερινοί που τους θεωρώ δασκάλους μου. Ας πούμε από έναν δάσκαλο που είχα στο δημοτικό, μέχρι τον αρχαιολόγο, μέχρι τον βοσκό που μου έδειξε πως ψήνεται το κρέας. Όλα είναι μαθήματα, δίπλα μας είναι. Ένα πουλί ας πούμε μπορεί να σε διδάξει με την λιτότητά του. Τα μαθήματα είναι στην κανονική ζωή. Όσο μπορούμε απλά πρέπει να είμαστε παρόντες για να τα δούμε. Δε μπορούμε να κοιτάζουμε κάτω με τα ακουστικά στα αυτιά, να είμαστε στην οθόνη του κινητού και να περιμένουμε να πάρουμε τα ερεθίσματα. Υπάρχουν άνθρωποι που κινούνται γύρω μας, άνθρωπου που κοιμούνται δίπλα μας. Με μια βόλτα στην πόλη δε βλέπεις ταινία, βλέπεις ταινίες. Παίρνεις μαθήματα συνεχώς και αντιμετωπίζεις προκλήσεις. Για μένα έχει τρομερό ενδιαφέρον να παρατηρώ τους ανθρώπους, όταν έρχομαι από την Κρήτη. Και ιδίως στο μετρό είναι φρικτό αυτό που βλέπεις. Άδεια βλέμματα, είναι ο καθένας στη σκέψη του. Βρίσκεται πάντα ή εκεί που ήταν ή εκεί που θα πάει. Δε ζει στο τώρα.
Έπειτα, έχει γεμίσει το μυαλό μας και τα μάτια μας με τέτοιες εικόνες που έχουμε γίνει σκληροί. Έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας, όπου και το πιο ακραίο να συμβεί δίπλα μας, αδιαφορούμε. Αρκεί να μη συμβαίνει σε εμάς. Κι εδώ ακόμα μες την πόλη πόλεμος γίνεται. Όταν ας πούμε βλέπεις τον άλλο να ψάχνει στον κάδο να φάει. Να μετράς το ευρώ, να τα διατιμάς όλα σε χρήμα. Όταν ο διπλανός πάσχει, όμως, κι εσένα σε επηρεάζει, γιατί ο άλλος είναι τμήμα του ίδιου όλου.
Ποια είναι η άποψή σου για τα Εξάρχεια, έχοντας διαβάσει όλα αυτά που λέγονται, αλλά και έχοντας ζήσει στιγμές εδώ;
Το τι λέμε για το οποιοδήποτε θέμα, χωρίς να έχουμε εικόνα αν δε το έχουμε ζήσει, απέχει από την πραγματικότητα. Ας πούμε εμείς διαβάζαμε ρεπορτάζ για το χωριό και γελάγαμε. Δε μπορείς να έχεις άποψη για κάτι χωρίς να το έχεις ζήσει. Δε μπορούμε να έχουμε βιώματα μέσα από καταγεγραμμένα megabyte. Δεν την έχουμε ζήσει την εμπειρία. Το σημαντικότερο είναι να ζεις την εμπειρία, όχι να την καταγράφεις.
Αυτό που νιώθω εγώ και που μου αρέσει στα Εξάρχεια, είναι ότι προσομοιάζουν με χωριό. Έχεις αυτή την αίσθηση, ότι θα δεις κάποιο γνωστό, έχουν μια αίσθηση γειτονιάς. Και είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό. Όσο για τα ακραία που συμβαίνουν, και που δε συμβαίνουν; Έπειτα θεωρώ πως η βία που ασκείται στον Έλληνα, κάποια στιγμή στους νέους βγαίνει σαν αντίδραση, σαν εκτόνωση. Αλλά αυτό συνέβαινε πάντα.
Η συζήτηση αυτή, έφτασε στο τέλος της, ωστόσο μας άφησε προβληματισμένους, ωθώντας μας σε μία προσωπική ενδοσκόπηση. Η έννοια του μοιράσματος πολλές φορές δε συνίσταται μόνο σε υλικά αγαθά. Η έννοια του μοιράσματος έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τις ιδέες μας, με τους προβληματισμούς που μπορεί κανείς να μας δημιουργήσει.
Ευχαριστούμε τη Στέγη Bibliotheque, στην πλατεία Εξαρχείων, για τη φιλοξενία της συνέντευξης.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 21.1.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.