Επιμέλεια: Χρήστος Διαμάντης για το Νόστιμον ήμαρ
Ήταν λύτρωση, δεν ήταν Γιορτή!
Ήμουν αρκετά νέος όταν και ο ήρωας μου ήταν νέος, με τη διαφορά πώς αυτός έγινε γρήγορα διάσημος και σύντομα είδα τη φωτογραφία του στα περιοδικά: Ήταν στο Marguee, αγκαλιασμένος με νέους στη σκηνή.
Για μας, τότε,μ τους έφηβους του προηγούμενου αιώνα, η μουσική ήταν ας πούμε ο τρόπος που ζούσαμε. Και τότε και στη συνέχεια δηλαδή. Ήταν ένας τρόπος να συντηρήσουμε κάτι απ’ την ψυχή μας, που ήταν έτοιμοι να την αρπάξουν γύρω γύρω, όπως θα πει αργότερα ο ήρωάς μου.
Βλέπαμε τα ίδια μοιρολόγια, τη θλίψη και τον εφιάλτη, αυτά που ένιωθαν τα δέντρα να συμβαίνει γύρω τους ή τα ζωάκια. Ήμουν σίγουρος ότι ένιωθαν τον παραλογισμό και ήταν φρικαρισμένα.
Και ξαφνικά οι Τρύπες διαλύθηκαν και βρέθηκε ο ήρωάς μου με τη στολή και μ’ όλη την εξάρτυση, αλλά εγώ θυμόμουν ότι στα τραγούδια του έλεγε πως δεν θα πήγαινε ποτέ μα ποτέ στον πόλεμο.
Ε, κάποιοι από μας, ίσως και οι περισσότεροι από μας, έχουν ήρωες και οι ήρωες έχουν φίλους και δεν θέλουμε να είναι συνηθισμένοι, άνθρωποι. Θέλουμε να’ ναι μοναδικοί, γουστάρουμε να τους βλέπουμε να μην ενδίδουν σε συμβιβασμούς οποιουδήποτε είδους.
Δεν χωρούσε στο κεφάλι μου πώς μπορεί κάποιος να γράψει ποίηση τόσο προκλητικά και ξεκάθαρα κι ύστερα και να’ ναι τόσο ρομαντικός και ξεκάθαρος. Ποίηση τελικά γράφεις όταν αυτά που βγαίνουν είναι από την ψυχή σου, για να τελειώνουμε με αυτό.
Κι έτσι τον αγάπησα. Το ίδιο έκανε και ο κόσμος. Δεν μας ενδιέφερε η προσωπική του ζωή κι εκείνος ό, τι αγαπούσε το φύλαγε καλά.
Ύστερα ο ήρωάς μου βρήκε συντρόφους κι ένα τσελίστα από τον ουρανό κι άλλους μετά απ΄ αυτόν, που εμπνεύστηκαν, μπήκαν με την ψυχή τους μέσα και το φέρανε και κάθισαν σε μια παραλία της Κρήτης, χαζεύοντας τα κύματα να σκάνε στην ακτή και σαν διαμάντια ένα, ένα έβγαιναν: Σιγά μην κλάψω, Μέσα μου αέρας που φυσά, Η αγάπη ορμάει μπροστά, Άγρια τον άστρων μουσική, Ω δεσποινίς μου ουτοπία. Ο κατάλογος είναι μακρύς έκτοτε. Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να γράφει τόσα ποιήματα, αλλά πιότερο του αρέσει να ζει και το απίστευτο είναι πως πληρώνεται γι’ αυτό.
Ζει μόνος, ή όχι, λιτός, πολίτης του κόσμου και βαθιά ερωτευμένος με την Κρήτη. Ας είμαστε ρεαλιστές, όμως, μπορεί κάλλιστα να πεθάνει πάνω σε ένα ξενύχτι, γράφοντας δέκα , έντεκα, δώδεκα ποιήματα και μετά από ένα καλό γαμήσι (κι εδώ είναι το γέλιο) να βρεθούν τα ποιήματα, όχι πως ο θάνατος θα είναι ανυπόφορος ή τραγικός (θα βρίσκεται, όχι εδώ) αλλά τα ποιήματά του θα δείξουν (σ’ αυτούς τους μίζερους κριτικούς) πώς ήταν ποιητής.
Όμως ο θάνατος ακόμη αργεί για τον ήρωά μου και ήταν η ώρα για τη ΓΙΟΡΤΗ που ετοίμασαν οι δυο φίλοι για όλους εμάς.
Τρεις άντρες τοποθετούσαν τα φώτα στη σχάρα ψηλά, πάνω από τη σκηνή, κι ο φωτιστής τα μετέτρεπε σ’ αυτό που έπρεπε, τα ζέσταινε, ήταν μέρος της γιορτής που θα ακολουθούσε.
Πρέπει να προσέχεις όταν τοποθετείς τον προβολέα στη σχάρα, αλλιώς, αν υποτιμήσεις το ύψος, μπορεί να πέσεις. Κάθε σκαλί που ανεβαίνουμε οφείλουμε να είμαστε διπλά προσεκτικοί.
Είχαν περάσει ώρες, η σκηνή ήταν έτοιμη, ο ηχολήπτης κι αυτός έτοιμος.
Ο Γ.Δ. βοήθησε να μεταφέρουν οι μουσικοί τα όργανά τους στα καμαρίνια, είχε δουλέψει τη βάρδια του, τώρα ξεκίναγε ο β’ γύρος. Κάθε φορά που ο Γ. Δ. σήκωνε το κεφάλι του, κάποιος τον φώναζε. Αυτός τα πάντα και είχε δύο μάτια για τον καθένα. Ο Γ.Δ. ετοιμαζόταν να καπνίσει ένα τσιγάρο, αφού είχε παρατηρήσει πως όλα έβαιναν καλώς. όταν ένας ψηλός άντρας με κορμοστασιά πούρου, τον ρώτησε κάτι. Ο Γ.Δ. γύρισε γύρω του όσο έφτανε το μάτι του και με ένα νεύμα συμφώνησε με τον τύπο – πούρο.
Από δύο έως πέντε ώρες του απομένουν ίσα, ίσα να γυρίσει σπίτι του, να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, να ζήσει και πριν το καταλάβει να ξαναπάρει τη βαλίτσα του και να αρχίσει να κόβει μίλια με την μουσική οικογένειά του.
Όταν επιμελείσαι τα πάντα σε μια μπάντα είσαι, σα να λέμε, ο θαυματοποιός.
Πάντα θαύμαζα την Ελένη το Γιώργη, αυτούς τους αθέατους πρωταγωνιστές. Το ίδιο θαύμαζα και το χαμόγελό τους όταν εγκατέλειπαν το χώρο της εκδήλωσης. Ένιωθαν γεμάτοι από αυτή τη δημιουργική κούραση και παράλληλα το υπέροχο συναίσθημα της ελευθερίας, όπως κάθε φορά που μας απέλυαν ή παρατούσαμε μια συνεργασία. Άφηναν πίσω τους το χώρο και συνέχιζαν χαμογελώντας για κάποιο κοντινό άφτερ μπαρ ή ανοιχτή κάβα για να πιουν σ’ αυτό που ζήσανε και να ανανεώσουν το ραντεβού τους για την επομένη το πρωί. Το μέλλον είναι πολύ σύντομο και κανένα ξυπνητήρι δεν μπορεί να μπει εμπόδιο.
Κόσμος, ουρά στα μπαρ, παρέες μπροστά στο κάγκελο σιγορουφούσαν μπύρες, φρέσκος, ωραίος κόσμος και πολλά αγόρια και κορίτσια, όλα όμορφα.
Αλλά μια είχε τον αέρα και επιπλέον, ήταν απ’ αυτές που μπορούν να σε σκοτώσουν με 12.000 διαφορετικούς τρόπους. Φυσικά κι όλα είναι τύχη.
Τα στριφτά τσιγάρα καίγοντααν διαφορετικά, ζεστά σαν να’ ταν ζωντανά. Είχε φτάσει η ώρα της Γιορτής, η Τεχνόπολη ήταν γεμάτη ενέργεια. Η γη είχε γυρίσει κι η νύχτα είχε κατέβει σαν τέντα απέναντι στον ήλιο, η ώρα έφτανε, ο κόσμος ήταν ηλεκτρισμένος, οι μουσικοί ανέβαιναν στη σκηνή, φωνές και χαμόγελα, Γιορτή!
Έχει πληρωθεί το ηλεκτρικό;
Το νερό;
Και η εφημερίδα λέει πως θα αυξάνεται η βενζίνη και τα καπνά συνεχώς από ‘δω και πέρα. Σε λίγο θα χρειάζεσαι ένα βδομαδιάτικο για λίγο καλό χόρτο ή μια καλή πίπα από μια πόρνη στα όρθια. Κατάντια.
Θα ήθελα να ξανανιώσω σύντομα το βάρος στο σάκο μου, το βάρος του φωτογραφικού μου εξοπλισμού, αυτού που μου στέρησε «ένας μάγος», κλέβοντάς τον μου λίγο πριν τη γιορτή.
Η ΚΛΟΠΗ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΒΙΑΣΜΟ θα πω. Και χωρίς ερωταπαντήσεις ή παρατηρήσεις, το κλείνω εδώ.
Είχε έρθει η ώρα που θα καιγόταν η Τεχνόπολη και θα έπαιρνε η φωτιά ό, τι μας καίει την ψυχή. Ας λυτρωθούμε ΚΙ ΑΣ ΧΑΣΟΥΜΕ αφού το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά. «Ο χαμένος θα τα παίρνει όλα» !
Οι εικόνες που ανέβηκαν στο διαδίκτυο, αλλά κι αυτές που ζήσαμε όσοι ήμασταν εκεί, έδειξαν πως ήταν μια γιορτή της μουσικής από δυο Φίλους της μουσικής, που τα κατάφεραν, για μια ακόμα φορά, να μας θυμίσουν, πως : Η φωτιά, η Γιορτή, η απώλεια, ο πόνος, ο κάθε μικρός θάνατος κι ο μεγάλος ατελείωτος ο κόσμος
Όλα είναι δρόμος…
Ραντεβού ξανά στην Πάτρα (ελπίζω με τον εξοπλισμό στην τσάντα μου να με βαραίνει) στις 20|9 και ύστερα στη Θεσσαλονίκη στις 7|10.
Οι εικόνες είναι από τα live άλλου Γ. Αγγελάκα, του ίδιου (σήμερα) Γιάννη Αγγελάκα, που έκαψε με τον Π. Παυλίδη την Τεχνόπολη, απο το θρυλικό Marquee στο Λονδίνο, το 1995.