«Ένας επαναστάτης δε γίνεται να ‘ναι συνάμα και κλασικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται», θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του «είμαι ερευνητής με μεγάλη περιέργεια που ενθουσιάζεται κάθε τόσο απ’ τις ανακαλύψεις του για μια στιγμή και ύστερα απογοητευμένος ψάχνει αλλού». Ό,τι χαρακτηρισμό και να του αποδώσουμε, το μόνο σίγουρο είναι ότι το έργο του σημάδεψε την ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα με τέτοιο τρόπο, που δεν μπορούμε να μιλάμε για τα χρόνια αυτά χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε το όνομά του. Ο Τσαρούχης έφυγε σαν σήμερα, στις 20 Ιουλίου του 1989.
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Ιανουαρίου του 1910 καταγόμενος από την γνωστή οικογένεια Μεταξά από τα Ψαρά. Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο «Άσυλο Τέχνης». Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 – 1935). Παράλληλα, μαθήτευσε κοντά στον Κόντογλου (1931 – 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Την περίοδο 1935-1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι.
Δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα ιδιαίτερης προσωπικότητας που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια.
Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι ενώ τρία χρόνια μετά υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Λίγα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το 1982 εγκαινιάστηκε το Μουσείο Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου. Παράλληλα με τη ζωγραφική, ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία και μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα Εθνικό, Κοτοπούλη, Δημοτικό Πειραιώς κ.ά., καθώς και για το κλασικό έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» που ανέβηκε το 1954, στον τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα Εθνικό.
Το 1989 ετοιμαζόταν να ανεβάσει τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, σε δική του μετάφραση, όμως, ο θάνατός του στις 20 Ιουλίου του το απαγόρευσε.
«Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρόλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου».
Έτσι περιγράφει τις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις: «Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου», έγραφε ο Γιάννης Τσαρούχης στα 72 του, το 1982.
Αυτός ο ιδιοφυής δημιουργός με το πολυπρισματικό έργο, απεικόνιζε το ζήτημα της πρόδηλης ή συγκαλυμμένης ομοφυλοφιλικής ερωτικότητας μέσα από πολύ σημαντικούς πίνακές του (π.χ με τους γυμνούς και ντυμένους ναύτες) που ήταν ένα είδος ταμπού, το οποίο, όμως, σέβονταν ιστορικοί και κριτικοί τέχνης.
Ενθουσιασμός και αυτοδιάψευση
Κοπιώδης έρευνα και ταξίδια αναζήτησης στο πυθμένα της ψυχής. Αμφιβολία και διαφύλαξη των πιο απόκρυφων μυστικών της τέχνης. Θαυμασμός για το παρελθόν αλλά και όραμα για το μέλλον. Έλξη της γνώσης και σιωπηρή απεικόνιση όσων τον βασάνιζαν. Αγωνία του απόλυτου και παραδοχή του μέτρου. Απεικόνιση του ομοφυλοφιλικού έρωτα, στροφή προς τον εαυτό του, εμβάθυνση στο μυστικισμό, το βίωμα του αποκλεισμού και ύστερα η σιωπή…
Χαρακτηριστικά που συνόδεψαν την προσωπικότητα του Τσαρούχη μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτοί είναι οι λόγοι που τον έχουμε ανάγκη σήμερα: η ιδιοφυΐα του, η ανησυχία του, τα βάσανα του.