”Πονάει το μάτι μου και δακρύζει…”
Από τον Fidelio
Μια πόλη, πολλές ιστορίες, αιώνες κατοικήσιμη, με πολλούς λαούς να έχουν αφήσει το στίγμα τους. Ένα πέρασμα, κάποτε παραλίμνιο, με ένα κάμπο που κάνει θαύματα και μια γη που μάτωσε πολλές φορές. Με το όρος Πάικο λίγο πιο κει, να βλέπει τις αλλαγές των χρόνων και να κλαίει σε κάθε βροχή, χωρίς να λησμονά. Αυτή είναι η πόλη που γεννήθηκα.
Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου να λέει:
‘’ …όταν ήρθαμε το ’22 από την Ανατολική Ρωμυλία της σημερινής Βουλγαρίας με την ανταλλαγή, για 6 βδομάδες κοιμηθήκαμε σε ένα ρέμα. Τα πατζούρια και οι πόρτες των ντόπιων ήταν ερμητικά κλειστά. Μας αποκαλούσαν λιάγκραβους, βρωμιάρηδες. Και αυτό ας ήταν το μόνο… Βουλγαρότουρκους, γυφτοβούλγαρους και άλλα τέτοια. Άργησαν να μας αποδεχτούν ως Έλληνες. Πολλά χρόνια περάσαμε δύσκολα. Μέχρι που στήσαμε τον συνοικισμό μας, χτίσαμε την εκκλησία μας, το σχολείο μας και σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να μας αποδέχεται. Ακόμα και σήμερα, οι παλιοί δε μας χωνεύουν. Και δικαιολογούν τις βρισιές, ως παρατσούκλι πλέον…’’
Το μίσος για κάτι ξένο υπήρχε από παλιά σ’ αυτή την πόλη. Και φυσικά επιβεβαιώνεται και στα επόμενα χρόνια…
‘’…όταν μπήκαν οι Γερμανοί και ξεκίνησε η κατοχή, έγινε επιστράτευση. Οι περισσότεροι έφυγαν στο βουνό και μήτε που τους ξαναείδαμε. Κάποιοι όμως συνέχιζαν να κυκλοφορούν στα καφενεία και στα μαγαζιά και απορούσαμε οι γυναίκες, γιατί αυτοί δε συμμετείχαν στην Αντίσταση. Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβουμε ότι ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Μαυραγορίτες που πλούτισαν μέσα στην κατοχή. Και τι σύμπτωση, οι περισσότεροι ήταν απ’ τις ομάδες που δε μας ήθελαν, όταν ήρθαμε…’’
Και η διαδοχική ακολουθία συνεχίζεται…
‘’…ο διοικητής του Χίτλερ στα Γιαννιτσά ήταν τρελός και μέθυσος. Αυτός οργάνωσε το ολοκαύτωμα, τη σφαγή των ανταρτών όταν κατέβαιναν από το βουνό. Αλλά όχι μόνος του. Είχε και συνεργάτες. Μόνο που οι συνεργάτες του δεν ήταν Γερμανοί, αλλά Έλληνες. Θυμάσαι που σου έλεγα για οικογένειες που μας λιχτούσαν όταν ήρθαμε; Θυμάσαι για κάποιους που στην κατοχή, παρέμειναν στην πόλη δήθεν για προβλήματα υγείας; Από αυτή τη μπάντα ήταν…’’
Και περνάμε στην περίοδο της επταετίας…
‘’…τα χρόνια περνάνε και οι άνθρωποι πεθαίνουν. Κάνουν παιδιά, οικογένειες μεγάλες και πεθαίνουν. Έτσι είναι η ζωή. Όταν ήρθαν οι Συνταγματάρχες στα πράγματα, είχαμε καλή μαγιά στα Γιαννιτσά. Ταγματασφαλίτες και προδότες ξεφύτρωσαν από παντού. Άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν φασίστες. Που πάλι από την ίδια μπάντα κρατούσαν. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο της γενιάς μου, αλλά και οι επόμενοι, και οι γαμπροί τους και οι νύφες τους, και τα ξαδέρφια τους και οι οικογενειακοί φίλοι τους. Απλώθηκε το πράμα. Και κάνανε αυτό που η ψυχή τους έλεγε και η τσέπη τους γέμιζε…’’
Και φτάνουμε στο σήμερα. Αλλά η γιαγιά δεν ζει. Δεν ζει για να δει τις ίδιες συμπεριφορές όχι μόνο από ανθρώπους της ίδιας μπάντας όπως έλεγε, αλλά από ανθρώπους της ευρύτερης οικογένειάς της, της γειτονιάς της. Και είμαι σίγουρος πως θα δάκρυζε κρυφά να μη την δει κανείς. Και αν την έβλεπα θα μου έλεγε πως, ‘’ ..πονάει το μάτι μου και δακρύζει. Από το 8ο ή το 9ο εγκεφαλικό, δεν θυμάμαι…’’
Πολλές φορές ντράπηκα για την γενέθλια πόλη μου που αναμφισβήτητα αγαπώ. Την αγαπώ, γιατί εκεί ζουν οι δικοί μου άνθρωποι. Και για να λέγονται δικοί μου άνθρωποι, σημαίνει πως ταιριάζω μαζί τους. Ταιριάζω σε πολλά πράγματα, κυρίως στο πως θέλουμε αυτόν τον γαμημένο κόσμο. Με ποιες αξίες θέλουμε να προχωρήσει. Με τι χαρακτηριστικά θα θέλαμε να λειτουργεί η κοινωνία μας. Με πόση αγάπη, ειρήνη, ισότητα, αλληλεγγύη και κοινωνική δικαιοσύνη θα λεγόμαστε άνθρωποι με Α κεφαλαίο.
Είναι οι φίλοι μου, είναι οι γνωστοί μου, οι παρέες μου, είναι κάποιοι συγγενείς και είναι και οι υπέροχοι γονείς μου, που μεγαλώσανε πια, αλλά έχουν μνήμη, συνείδηση και γνώση. Είναι όλοι αυτοί, που αποτελούν τη δική μου όμορφη πόλη, που μέσα σε καιρούς βιασμού, ξέρουν να αντιστέκονται και να προτάσσουν αξίες πανανθρώπινες. Ξέρουν να δίνουν τον χρόνο τους στη δράση. Κυρίως όμως, ξέρουν να ζουν, να ξυπνάνε και να κοιμούνται ανήσυχοι, ανυπόταχτοι, ανένδοτοι και χωρίς εκπτώσεις. Χωρίς αλλά. Η υπόλοιπη πλέμπα, ας χαράξει το δρόμο της μακριά από μένα, γιατί πάντα μακριά μου ήταν στην ουσία.
Αυτά τα Γιαννιτσά, αυτή την Ελλάδα, αυτούς τους ανθρώπους, δεν τα αλλάζω με τίποτα στη ζωή μου. Γιατί αυτά είναι η ζωή μου.