Από τον Ηρακλή Κακαβάνη
Σαν σήμερα έδωσε τέλος στη ζωή του ο Κώστας Καρυωτάκης. Η αυτοκτονία του ερμηνεύτηκε ως έκφραση δειλίας. Σε αυτό συντέλεσε η βιογραφία του Β. Σακελλαριάδη, στον οποίο ανέθεσε η οικογένεια την επιμέλεια των Απάντων, διαστρεβλώνει την προσωπικότητα του Καρυωτάκη. Τον παρουσιάζει ως κλασική περίπτωση ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας: εγωκεντρικό, μισάνθρωπο, αρρωστημένα φιλόδοξο, διπλή προσωπικότητα, αντιερωτικό και χωρίς ίχνος αυτοπεποίθησης. Τροφοδοτεί την κριτική με πλήθος τέτοιων βιογραφικών πληροφοριών επιβάλλοντας στην ουσία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης της ποίησής του. Σημαντικά γεγονότα της ζωής και της δράσης του ποιητή είτε αποσιωπούνται είτε ελάχιστα γίνεται λόγος, π.χ. αρρώστια, συνδικαλιστική δραστηριότητα, συμμετοχή στις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων. Μάλιστα αποφαίνεται ότι «η θανατοφιλία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της απαισιοδοξίας του και το σπουδαιότερο κίνητρο της έμπνευσή του». Αυτό ήταν το πρίσμα αποτίμησης της ποίησής του έκτοτε.
Ο Καρυωτάκης σίγουρα ήταν άνθρωπος ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας. Όχι όμως προβληματική προσωπικότητα. Ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε τη ζωή, παρότι τη σκίαζε η αρρώστια και η επίγνωση των συνεπειών της. Σ’ αυτό οφείλονταν οι μεταπτώσεις της καθημερινής του διάθεσης και οι πράξεις και συμπεριφορές που ερμηνεύονταν ως ιδιορρυθμίες.
Δεν ήταν η μετάθεση στην Πρέβεζα, άσχετα αν επιβάρυνε την ψυχολογία του το γεγονός των συνεχών μεταθέσεων η αιτία. Η αυτοκτονία δεν ήταν έκφραση δειλίας, απαισιοδοξίας, κατάθλιψης κλπ.. Ήταν η επιδίωξη ενός αξιοπρεπούς τέλους από ένα υπερήφανο άνθρωπο.
Ο ποιητής μαθαίνει για την αρρώστια του το 1922 και ξέρει ακριβώς την εξέλιξή της. Πριν το μοιραίο τέλος, το ψυχιατρείο (Είναι γνωστό σε όλους τι σημαίνει σύφιλη. Η λογοτεχνική κοινότητα έχει το παράδειγμα του Βιζυηνού και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα Ευρωπαίων λογοτεχνών). Επιδρά στον ψυχισμό του αλλά και στην ποιητική του παραγωγή. Υπάρχει μια περίοδος ποιητικής σιωπής. Το 1927 για τον ίδιο λόγο καταλήγει στο ψυχιατρείο ο Ρώμος Φιλύρας, με τον οποίο ο Καρυωτάκης επικοινωνεί ποιητικά στο ποίημα “Υποθήκαι’:
Άσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.
Για την αρρώστια είχε μιλήσει ήδη τρεις φορές ο ποιητής (δύο με την ποίησή του και μία στην επιθανάτια επιστολή). Με πολύ διακριτικό τρόπο, όπως αρμόζει σ’ ένα φίλο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύφιλη ήταν ένα κοινωνικά στιγματισμένο νόσημα, αναφέρεται στο ρόλο της στην αυτοκτονία του Κ. Καρυωτάκη ο φίλος του Ν. Λαΐδης:
«Είναι μια αλήθεια τραγική ότι ο κρότος της σφαίρας που έθεσε τέρμα στην πονεμένη ζωή του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, του καλύτερου ποιητή ανάμεσα στους νέους, εξύπνησε στους Έλληνες διανοούμενους το όψιμο ενδιαφέρον για τον ποιητήν αυτόν που ατύχησε στη ζωή του, όσο ευτύχησε στην τέχνη του και στη ‘’μετά θάνατον’’ ζωή της ποιήσεώς του. Ο σεμνός αυτός νέος με την αθόρυβην, μπορεί να πει κανένας, εμφάνιση και την αθόρυβη περπατησιά, που επήγαινε τοίχο – τοίχο στο δρόμο του και στη ζωή του, λες και φυλαγόταν να μην αγγίξει κανένα και να μην τον αγγίξει κανένας, σα να ήθελε να φυλάξει αυτή τη ζωή, για να την διαθέσει ο ίδιος, μοναχός του, όταν θα το έκρινε και θα το αποφάσιζε, στο θάνατο, εφρόντισε να φύγει από τον κόσμο, ακριβώς τη στιγμή που φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε, μοιραία πια, να περάσει απαρατήρητος, τη στιγμή που η έξοδός του από την αίθουσα της ζωής δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προκαλέσει την προσοχή. Ο Καρυωτάκης έκανε την ηρωική του έξοδο προτού να κινδυνεύσει να μπει στον πειρασμό να χαρεί τη ζωή της φήμης του, που γεννιόταν. Εκοίταζε να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα, μόνο και μόνο για το ‘’ασκανδάλιστον’’. Γιατί φοβήθηκε ότι θα βρισκόταν μια στιγμή στη θέση του ανθρώπου, που ενώ νομίζει ότι είναι μόνος του, σε μιαν ερημιά, το πολύ – πολύ μαζί με το Θεό και αφήνεται στον πόνο του, στη χαρά ή στο σαρκασμό του, άξαφνα, γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει ότι χίλιοι περίεργοι, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί εν αγνοία του, έχουν κάνει κύκλο γύρω του και τον παρακολουθούν με γούστο ή με μια προσβλητική, με μιαν αδιάκριτη συμπάθεια. Και κοίταξε να φύγει μακριά από την ενοχλητικήν αυτή περιέργεια. Α, πώς φθονούσε τη στιγμή εκείνη την τύχη των ‘’άδοξων ποιητών των αιώνων’’, που τους είχε αφιερώσει την ωραία μπαλάντα του, τη δημοσιευμένη στον βραβευμένο από το Φιλαδέλφειο τόμο των “Νηπενθών’. Μα ήταν πια αργά. Οι ‘’μελλούμενοι καιροί’’ δε θα πούνε ποιος ‘’άγνωστος ποιητής’’ έγραψε τη μπαλάντα στους άδοξους. Ο Καρυωτάκης θα είναι όχι απλώς γνωστός, θα είναι δοξασμένος» («Ο Καρυωτάκης φαρσέρ», “Βραδυνή’, 10/12/1931.)
(Διασκευή από παλαιότερη σειρά άρθρων μου για τον Καρυωτάκη, με τίτλο «Αριστερά και Καρυωτάκης», στο περιοδικό Ποιείν).
Στο άγαλμα της ελευθερίας
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.