Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε σαν σήμερα 2 Φεβρουαρίου του 1853, στη Σύρο και καταγόταν από τη μεριά του πατέρα του από τα Κύθηρα και από τη μεριά της μητέρας του από τη Χίο. Η οικογένειά του φιλοδοξούσε να σπουδάσει ο Γεώργιος θεολογία, οι οικονομικές συνθήκες ζωής τους όμως δεν το επέτρεψαν.
Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στη γενέτειρά του και μαθήματα γυμνασίου στην Αθήνα ως το 1870, οπότε τέλειωσε το σχολείο και έφυγε για τρεις μήνες στο Ταγκαρόγκ της Ρωσίας για να εργαστεί ως υπάλληλος σιτεμπόρου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα στράφηκε προς το χώρο του θεάτρου, συμμετέχοντας σε παραστάσεις ερασιτεχνικών θιάσων (σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων είχε συμμετάσχει σε μια παράσταση τραγωδίας στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού).
Τίποτε δεν απόμεινε
στον κόσμο πια για μένα,
όλα βρωμούν τριγύρω μου
και φαίνονται χεσμένα.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε
στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε,
σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς,
θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε
πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω,
σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό,
σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά,
και με χαρτί χεσμένο
ό,τι κι αν γράψω σαν σκατό
προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ
και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ,
σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ
και στα σκατά θα πέσω.
Οταν πεθάνω χέστε με,
τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με
και πάλι ξαναφάτε
μα απ’ τα γέλια τα πολλά
κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ,
μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε,
σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο
μου πόνεσε ο κώλος!
(Το συγκεκριμένο ποίημα Μυρωμένοι στίχοι, λέγεται ότι είναι του Γεωργίου Χ. Σουρή (1853-1919), αλλά υπάρχει και αμφισβήτηση ως προς την πατρότητά του)
——————–
Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε γύρω στο 1872, όταν δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Φως. Ακολούθησε το 1873 η έκδοση της ποιητικής συλλογής Συλλογή Λυρικών Ασμάτων και της κωμωδίας Από γαμβρός παράνυμφος, ενώ σταθμός στην πορεία του υπήρξε η έκδοση της σατιρικής ποιητικής συλλογής του Τα τραγούδια μου, που τιμήθηκε με έπαινο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό το 1876.
Το 1879 ξεκίνησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, από την οποία δεν κατόρθωσε όμως να αποφοιτήσει, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες (Αριστοφάνης, Ραμπαγάς, Αρχίλοχος). Το 1881 παντρεύτηκε τη Μαρία Κωνσταντινίδου. Το σπίτι τους στην οδό Πινακωτών 15 (σημερινή Χαρ.Τρικούπη) υπήρξε ένα από τα γνωστότερα αθηναϊκά φιλολογικά σαλόνια. Συνέχισε να δημοσιεύει και να εκδίδει ποιήματα ως το 1902, από τα οποία αξίζει να αναφερθούν οι σατιρικές συνθέσεις του Φασουλής φιλόσοφος και Δον Ζουάν που ανήκουν στην εξάτομη ποιητική συλλογή του Ποιήματα (1882-1902).
Το πιο γνωστό έργο του Σουρή ωστόσο είναι η έκδοση του έμμετρου εβδομαδιαίου σατιρικού περιοδικού Ο Ρωμηός, που πρωτοκυκλοφόρησε στις 2 Απριλίου του 1883 και διήρκεσε με δύο προσωρινές διακοπές ως τις 17 Νοεμβρίου του 1918. Στο Ρωμηό έγραφε σχεδόν αποκλειστικά μόνο ο Σουρής (εξαίρεση αποτέλεσαν κάποια άρθρα του Δημητρίου Κόκκου στα πρώτα φύλλα). Η σάτιρα των άρθρων του στρεφόταν κατά πάντων, ακόμη και ισχυρών κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων.
Ενδεικτική είναι η δίωξη που υπέστη ο Σουρής το 1897 με αφορμή σατιρικούς του προσώπου της βασίλισσας Όλγας στίχους του. Το 1886 παρασημοφορήθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη και το 1906 προτάθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Το 1915 τιμήθηκε με το βασιλικό μετάλλιο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Παράλληλα δεν έπαψε να ασχολείται με το θέατρο. Έγραψε έμμετρα θεατρικά έργα, κάποια από τα οποία (όπως η Χειραφέτησις, η Περιφέρεια και το Δεν έχει τα προσόντα) παραστάθηκαν με επιτυχία και πραγματοποίησε μια έμμετρη μετάφραση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Νεφέλαι, η οποία ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900 και στην Αίγυπτο το 1901 με δική του σκηνοθεσία. Στο τεράστιο σε όγκο έργο του περιλαμβάνονται επίσης άρθρα και δημοσιεύματα στα Ημερολόγια του Ρωμηού.
Ο Γεώργιος Σουρής υπήρξε πολύ δημοφιλής στο πλατύ κοινό, λόγω του ευφυούς ευθυμογραφικού περιεχομένου των κειμένων του και της γλώσσας του, που αποτελεί μείγμα δημοτικής με τύπους της καθαρεύουσας. Η κριτική, σύγχρονή του και μεταγενέστερη διχάστηκε σε αμφισβητίες (όπως οι Παλαμάς και Ψυχάρης) και υποστηρικτές του (όπως ο Ξενόπουλος και ο Μάρκος Αυγέρης).
Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα δημοσιεύματα Βαλέτας Γ.Μ., «Σουρής Γεώργιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 22. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Γιαλουράκης Μανώλης, «Σουρής Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Μερακλής Μ.Γ., «Γεώργιος Σουρής», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.406-409. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Σολωμού Αλίκη «Σουρής Γεώργιος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
——————–
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά ‘χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;Νά ‘χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;Όλα σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;Ποίημα του Γεωργίου Χ. Σουρή (1853-1919)