“Spieglein, Spieglein an der Wand, Wer ist die Schönste im ganzen Land?”, που σημαίνει: “Καθρέφτη, καθρεφτάκι στον τοίχο πάνω, τώρα, ποια είναι η ωραιότερη σ’ ολόκληρη την χώρα;”… Όπως γνωρίζουμε, αυτή την ερώτηση έκανε η Βασίλισσα στο κάτοπτρο της Αλήθειας, και ο καθρέπτης του παραμυθιού απαντούσε: “Frau Königin, Ihr seid die Schönste im Land.”, που σημαίνει: “Κυρία Βασίλισσα, εσύ είσαι η ωραιότερη στην χώρα.”! Όλα αυτά, βεβαίως, μέχρι τη στιγμή που στο προσκήνιο του παραμυθιού ήρθε η Χιονάτη – η πάλλευκη οπτασία της ομορφιάς – αυτή που θα γινόταν, έκτοτε, η ποθητή των ονείρων, ίσως και των συλλογικών ψευδαισθήσεων.
- από τον Γιάννη Δημογιάννη
Πάντως, στη δικιά μας μακάβρια εκδοχή του παραμυθιού, ο πρωταγωνιστής μπορεί να μιλούσε Γερμανικά, μπορεί, μεν, – σαν γιατρός που ήταν – να φορούσε και αυτός μία ολόασπρη, άψογα σιδερωμένη στολή, αλλά παρόλ’ αυτά, ούτε την ομορφιά υπηρετούσε, ούτε την ανθρωπιά, ούτε καν το δίκαιο. Απεναντίας, με τις θηριωδίες του, ενορχήστρωσε και εκτέλεσε το φρικιαστικότερο, ίσως, μαζικό έγκλημα των Ναζιστικών στρατοπέδων. Η εξήγηση του αινίγματος, προφανής.
Στα τεφτέρια του Β’ παγκόσμιου πολέμου γράφτηκε με αίμα και ασθματικές ανάσες φόβου πως ο αρχίατρος του Άουσβιτς, Γιόζεφ Μένγκελε – ο «Άγγελος του θανάτου» ή ο «Λευκός άγγελος», (der weibe Engel”) – υπήρξε εκείνος ο (ημι)παράφρων, γενετιστής γιατρός, που σαν διευθυντής «του Ινστιτούτου Κληρονομικότητας και Φυλετικής Υγιεινής», σκόρπισε στο πέρασμά του, το θάνατο και την οδύνη. Όσον αφορά, τώρα, τους 7 θρυλικούς νάνους του παραμυθιού, στη σύγχρονη εκδοχή του μύθου συνέβη κάτι εξωφρενικά απίστευτο, κι όμως, απολύτως αληθές: οι 7 νάνοι υπήρξαν όντως ως πρόσωπα, και ήταν τα 7 μικροσκοπικά Εβραιόπουλα, αδέλφια της πασίγνωστης πια οικογένειας Ovitz!
Η ψύχωσή του Μένγκελε να δικαιωθούν οι θεωρίες της Ευγονικής συμπεριελάμβανε, ανάμεσα σε πολλά προγράμματα πειραματικής εξόντωσης, και την εμμονή του να επιλέγει «μικρόσωμα ανθρώπινα πειραματόζωα», δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στα τσιγγανάκια και τους νάνους (δεν εξαιρούνταν, επίσης, άτομα με κάθε μορφής γενετικές ανωμαλίες ή λοιπές δυσμορφίες). Το ίδιο συνέβη, για κακή τους τύχη, και στα 7 από τα 10 παιδιά της ρουμάνικης μπάντας «Οικογένεια Ovitz» («Ovitz family»), τα οποία περιόδευαν σε όλη την ανατολική Ευρώπη, συμμετέχοντας σαν αρτίστες, στο εβραϊκό τσίρκο «Lilliput Troupe» («μικροσκοπικός θίασος», που ιδρύθηκε από τον εξίσου νάνο πατέρα τους).
Το ημερολόγιο, μέχρι τότε, έγραφε πως η οικογένεια ζούσε με ευχέρεια, δίχως στερήσεις ή ανατροπές (ενδεικτικά, οι Ovitz κατείχαν έως και αυτοκίνητο πριν τον Β’ παγκόσμιο, πράγμα σπάνιο), έως ότου ο «μικροσκοπικός θίασος» έτυχε να περιοδεύσει στην Ουγγαρία, που, κατά τραγική συγκυρία, κατελήφθη σ’ εκείνο το μοιραίο ταξίδι από τους Γερμανούς. Χωρίς πλέον την παραμικρή πιθανότητα διαφυγής, τα 7 μικρόσωμα αδέλφια – όπως και τόσοι άλλοι, φτωχοί και πλούσιοι – ακολούθησαν τη μοίρα της φυλής τους…
Αναμφίβολα, για όποιον τύχει να δει βίντεο αρχειακού υλικού με διασωθέντες από το στρατόπεδο του Άουσβιτς, η μαρτυρία της Perla Ovitz – της νεότερης, μα και συμπαθέστατης αδελφής των 7 νάνων (στην οικογένεια υπήρχαν και 3 επιπλέον αδέλφια, με φυσιολογική ανατομία) – καθηλώνει ως ένα προσωπικό και ιστορικό ντοκουμέντο:
«Όλοι, το ξέρω, αντιμετωπίζουν τους νάνους με προκατάληψη – αλλά, και τα διαμάντια είναι μικρά, είναι όμως και πολύτιμα. Σαν και μένα, που είμαι μικροσκοπική, αλλά σίγουρα κάτι αξίζω. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, και εμείς να βγάλουμε λίγο ψωμάκι; Πώς αλλιώς; Δίναμε παντού παραστάσεις, στο σχολείο, σε γάμους, σε γιορτές, σε εκδηλώσεις. Όσο για μένα – επειδή ήμουν η μικρότερη και ομορφούλα – έπαιζα μία κιθάρα, ειδική παραγγελία για μένα. Προσφέραμε στον κόσμο: μουσική, τραγούδια και αληθινό θέατρο, και κάθε βράδυ, στα σκετς, το κοινό παραληρούσε. Λουλούδια, σοκολάτες, γλυκά. Το χειροκρότημα ήταν τόσο παρατεταμένο και δυνατό, που δεν άκουγες τίποτε.»
Αυτά αφηγείται η τελευταία απόγονος της οικογένειας για το ανέμελο παρελθόν της. Όμως, η εμμονή των Ναζί με το ιδεολόγημα της φυσικής τελειότητας αποδείχθηκε τραγική και για το «μικροσκοπικό θίασο» ∙ εδώ, η επιζήσασα συνεχίζει τη διήγηση, μιλώντας για την ερεβώδη νύχτα των στρατοπέδων:
«Οι Εβραίοι και τα σκυλιά (!) απαγορευόταν να κυκλοφορούν στην πόλη. Όποιος δεν υπάκουε, είχε δύο επιλογές: ή τη σφαίρα ή να φάει πολύ ξύλο. Κάποτε, κάποιος τυμπανιστής ανακοίνωσε πως οι Εβραίοι πρέπει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, και να πάνε στο γκέτο. Ανυποψίαστοι για τον τόπο που μας μεταφέρουν, πήραμε μαζί και τη συνήθη πραμάτεια των παραστάσεών: κουστούμια, μακιγιάζ, όργανα κ.α. Σε κάποια στιγμή, στη διαδρομή, ρωτήσαμε κάποιον στρατιώτη: «πού πάμε;» και αυτός απάντησε: «Τι νοιάζεστε; Έτσι κι αλλιώς, πάτε σ’ ένα μέρος, όπου κανείς δεν επιστρέφει!» Μέχρι που το καραβάνι του θανάτου έφτασε στον προορισμό του.
Και η Πέρλα εξηγεί:
«Το Άουσβιτς ήταν διπλό στρατόπεδο: εργασίας και εξόντωσης. Ο μόνος υπεύθυνος για τη διαλογή – παραμονή ήταν ο Μένγκελε. Ο γιατρός στάθηκε μπροστά μας, και μάς χώριζε σε δύο σειρές. Αριστερά, στη διαλογή, πήγαιναν οι μέλλοντες νεκροί, ενώ στη δεξιά σειρά, οι ελάχιστοι τυχεροί. Τα παιδία, αμέσως, γίνονταν ο εύκολος στόχος (δεν θα μπορούσαν να είναι πουθενά χρήσιμα στα σχέδια των Ναζί). Όσο για τους ανάπηρους, ούτε κουβέντα να γίνεται. Όσοι διαχωρίζονταν, κανείς δεν υποψιαζόταν πως, εντός των επόμενων 30΄- 35΄, όλοι θα είχαν εκτελεστεί. Υπήρχαν στο προαύλιο στρατώνες, όπου ορθωνόταν μία φλόγα, με μήκος, όσο το μπόι ενός ψηλού άντρα. Στην ερώτηση προς έναν στρατιώτη: «Τι γίνεται εδώ;», αυτός μάς απάντησε: «καλύτερα να μη γνωρίζετε. Είναι ο τάφος των Εβραίων.»
«Η μεγαλύτερη αδελφή μου, κάποτε, ρώτησε τον Μέγκελε: «πόσο καιρό θα είμαστε εδώ πέρα», και αυτός της απάντησε: «όσο περισσότερο καιρό είστε εδώ, τόσο θ’ αργήσετε να πάτε εκεί (στους φούρνους, δηλαδή). Όσο είστε μαζί μου, θα είστε ασφαλείς.» Και ίσως αυτό ήταν το τυχερό μας. Γιατί μπορεί να ήμασταν νάνοι, αλλά αυτό μάς έσωσε (στο βίντεο, η Πέρλα γουρλώνει από έκπληξη τα μάτια της): Αν ήμουν ένα υγιές εβραιόπουλο, με ύψος ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά, θα είχα εκτελεστεί με αέριο όπως οι εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι Εβραίοι στη χώρα μου. Γι’ αυτό, αν ποτέ αναρωτιόμουν γιατί γεννήθηκα νάνος, η απάντησή μου θα ήταν ότι η αναπηρία μου, η δυσμορφία μου, ήταν ο μόνος τρόπος του Θεού να με κρατήσει ζωντανή» (η ίδια μαρτυρία της Perla Ovitz καταγράφηκε και από τους Y. Koren και E. Negev, τους Ισραηλινούς συγγραφείς και δημοσιογράφους που συνέγραψαν την πολυσέλιδη βιογραφία της).
Από τα βασανιστήρια, όμως, φαίνεται πως δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα 7 αδέλφια, όσο και ηπιότερα και να ήταν, συγκριτικά με τα μαρτύρια των υπολοίπων εγκλείστων. Ο κατάλογος της οδύνης περιλάμβανε πειράματα όπως: ενέσεις με βακτήρια, αμέτρητες αφαιμάξεις μέχρι λιποθυμίας, βιοψίες, έκθεση σε ακτινοβολία ή χορήγηση καυστικών ουσιών στη μήτρα των κοριτσιών. Εξάλλου, εκτός των υπολοίπων, θρυλείται πως δεν ήταν λίγες οι δεξιώσεις, που δίνονταν από τον αρχίατρο προς τους ψυχοπαθείς συνεργάτες του, κατά τις οποίες ο Ιεροεξεταστής επιδείκνυε σαν ατραξιόν, τα διεστραμμένα του λάφυρα. Σ’ αυτές τις δεξιώσεις, μάλιστα, ο Μένγκελε δε δίσταζε να γυμνώνει σε κοινή θέα, να ταπεινώνει, και να βρίζει χυδαία, τα ανυπεράσπιστα θύματά του.
Ενδεικτικά, η μικρόσωμη ηρωίδα αναφέρει:
«Ο Μένγκελε συχνά μάς αφαιρούσε τρίχες από τα μαλλιά και τα φρύδια, για να επαληθεύσει αν είναι μεγαλύτερες από αυτές των φυσιολογικών ανθρώπων. Μία μέρα, μάς έριχνε νερό από παγάκια στα μάτια, για να δει αν θα κουνήσουμε το κεφάλι και μετά μάς έριχνε καυτό νερό από τους φούρνους. Νομίζαμε πως θα τρελαθούμε με το πείραμα»…
Απ’ όσα μπόρεσα να καταλάβω – τόσο από την εξομολόγηση της Πέρλα, όσο και από κείμενα σχετικά με την «ανορθόδοξη σχέση» της οικογένειας με το Μένγκελε – οι 7 Εβραίοι νάνοι ήταν από τους ελάχιστους τυχερούς κρατούμενους που ευνοήθηκαν, τρόπον τινά, από τον «Λευκό Άγγελο», κατορθώνοντας να επιβιώσουν μέσα στην κόλαση. Υπήρξαν, δε, και κάποιοι ερευνητές που έφτασαν να επικαλεστούν έως και το σύνδρομο της Στοκχόλμης (βλ. συναισθηματική ταύτιση του θύματος και του θύτη: για παράδειγμα, η Πέρλα συχνά μιλούσε με θαυμασμό για τον διώκτη τους, με αποκορύφωμα το θάνατό του, όπου η ίδια έκλαιγε για πολλές ώρες, ακατάπαυστα). Σε τελική ανάλυση, η επιβίωση των Ovitz αποτέλεσε καρπό πολλών συγκυριών ∙ είτε, δηλαδή, εξαιτίας της εξωφρενικής σύμπτωσης παραμυθιού και πραγματικότητας, είτε, κυρίως, λόγω της επιστημονικής διαστροφής του Μένγκελε να περιφρουρεί σώα πρωτίστως τα σπάνια «πειραματόζωά» του – η Ζωή έδειξε στον επίλογό της να κλείνει το μάτι, στους Λιλιπούτειους αρτίστες…
Για τη μακάβρια πραγματικότητα και τα εφιαλτικά της παραμύθια, ο Γ.Σεφέρης που βραβεύτηκε πριν λίγες μέρες με Νόμπελ έγραφε:
«Κι α(ν) σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.»
Μακάρι, ετούτος ο πόνος που γεννιέται από την ανάμνηση των παθημάτων, ο πόνος που υπενθυμίζει τη δυστυχία, να σημάνει σε όλους, τη λύτρωση και την αφύπνιση.