Ο Αλέξανδρος/Σάντο κολυμπάει σε μια λάσπη, την οποία βλέπει παντού γύρω του
Η Λάσπη είναι ένα μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να ορίσει τη θέση του στον κόσμο, ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, πραγματικές και φαντασιακές, που αντιμετωπίζει. Πρωταγωνιστής είναι ο Αλέξανδρος ή Σάντο, οικονομικός μετανάστης β’ γενιάς μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ο οποίος επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από έναν χρόνο απουσίας, αυτοεξορίας ουσιαστικά λόγω της δολοφονίας που διέπραξε. Τώρα, περιφέρεται ξανά στους δρόμους της πόλης, της Αθήνας της κρίσης, τρεις μέρες πριν πραγματοποιήσει την αυτοκτονία του, ανήμερα των 28ων γενεθλίων του.
Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, ανασυντάσσει με τις σκέψεις και τον λόγο του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, τις εμπειρίες, τα πρόσωπα, καθώς και τα μελλούμενα για όσον καιρό ακόμα του απομένει, προγραμματίζοντας παράλληλα να συναντήσει για τελευταία φορά τη μητέρα, την αδελφή και την κοπέλα του. Μέσα από τους μονολόγους του και τους παρεμβαλλόμενους διαλόγους, τόσο παρελθοντικούς όσο και παροντικούς, αποκαλύπτει σταδιακά και αποσπασματικά τα βαθύτερα κίνητρά του και τις επιθυμίες του, τη συλλογιστική του για τον Κόσμο και τον Άνθρωπο, καθώς και όλα όσα συνέβησαν και διαμόρφωσαν τον τρόπο που κινείται και σκέφτεται: ένας άνθρωπος που βουτάει με νύχια και με δόντια στη ζωή, οργισμένος και πικρός αλλά επικαλούμενος καμιά φορά και το χιούμορ, ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές.
Είναι ένας νέος άνθρωπος απόλυτα ενταγμένος στο κοινωνικοϊστορικό του περιβάλλον, αλλά που προβάλλει τα χαρακτηριστικά του σε ένα υψηλότερο επίπεδο διαχρονικής αντιμετώπισης της ύπαρξης. Πολλές πτυχές της προβληματικής του ίσως πηγάζουν από αυτήν του την ιδιότητα ως μετανάστη (είναι γεννημένος σε ελληνικό χωριό της Νότιας Αλβανίας-Βορείου Ηπείρου), ωστόσο αυτό είναι μόνο μια από τις δυνάμεις που έχει επιδράσει πάνω του, συνδυαστικά με τη βιολογική προδιάθεση, την οικογένεια, το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο κινείται. Έτσι, το άτομο αναπαρίσταται ως ένα ειδώλιο από πλαστελίνη, καλύτερα μια άτσαλα πλασμένη μπάλα από πλαστελίνη την οποία βομβαρδίζουν πολλές ετερόκλητες δυνάμεις, τραβώντας την πότε από εδώ, τεντώνοντάς την πότε εκεί, με αποτέλεσμα αυτή να συνεχίζει την πορεία της στον χώρο και το χρόνο με ένα απρόσμενο και αλλόκοτο σχήμα, που όμως είναι απόλυτα δικό της.
Με λόγο φορτισμένο και συχνά παροξυμμένο, σκέψη αφιλτράριστη, συμπλέκει παρόν παρελθόν και μέλλον σε μια ανάκατη ρέουσα μάζα, πλάθοντας ένα ζοφερό σκληρό σκηνικό στο οποίο προσπαθεί να ανοίξει ρωγμές νοήματος και φωτεινότητας. Η γλώσσα είναι σύγχρονη, αστική, αλλά πού και πού και του δρόμου, ενώ ενσωματώνονται και χωρία ντοπιολαλιάς που σχετίζονται με την καταγωγή και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του ήρωα, όπως το παρακάτω απόσπασμα:
[…] αμ’ πώς; έτσι κάνανε, τι, εμείς τότε λέγαμε Ελλάδα και κυλαίγαμε, μας βουρκώνανε τα μάτια, μας τύχαινε κανένα ράδιο και το βάναμε να ακουρμαστούμε τα νέα σε ελληνικά και μας τρέχανε τα μάτια, την είχαμε για παράδεισο εμείς την Ελλάδα, γι’ αυτό μιλάγαμε όλο ελληνικά σο σπίτι, να κάνουμε σα ψέματα ότι είμεσα Έλληνες όσο μποράγαμε, λέγαμε θα κατεβούμε και θα φάμε μια δάγκα ψωμί και θα μας φουλάνε σαν αδρέφια, αμ’ πώς, πού να ξέραμε πώς μαυροείναι σ’ αλή θεια, τώρα ο τάτας σου ούτε να τους βλέπει δεν θέλει, νιόνιους τους λέει και τους βρίζει όλη μέρα, θυμάται που του δίνανε μισό μεροκάματο σην αρχή και του λέγανε ότι άμα δεν του φτάνουν να πάει πίσω σην Αλβανία να βγάνει περισσότερα, εντάξει, τελευταία του δίνανε κανονικό μεροκάματο, τώρα είναι οι Πακιστανοί ση θέση μας, δουλεύουν τούτοι σαν τα σκυλία για ένα ξεροκόμματο και τους βρίζουνε και τους χτυπάνε τους μαύρους, λες και δεν είχανε πάει σις Αμερικές και τις Αστραλίες οι άλλοι να δουλεύουνε, λες και είναι καλύτεροι για λόγου τους, […]
Ο Αλέξανδρος/Σάντο κολυμπάει σε μια λάσπη, την οποία βλέπει παντού γύρω του σε ανθρώπους και αντικείμενα, ακόμα και στον χρόνο ως συνθήκη, και παράλληλα τη χωνεύει, την ενσωματώνει, για να την εκτοξεύσει με τη σειρά του κι ο ίδιος όπου μπορεί για να φτάσει ακόμα μακρύτερα. Από εκεί, ένα με αυτήν, προσπαθεί να υμνήσει τη ζωή.
- Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα και μεγάλωσε στη Σκάλα Λακωνίας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Το 2012 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι»για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013. Το 2014 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Η λάσπη» (εκδόσεις Μελάνι), το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος AthensPrizeforLiterature 2014.