Οι παραλίες γεμάτες πορτοκαλί σωσίβια.
Νότια του αεροδρομίου της Μυτιλήνης, καθώς το αεροπλάνο πλησιάζει για προσγείωση, το μάτι πάει μια από το παράθυρο στα δεξιά, μια στα αριστερά. Το ίδιο και των άλλων επιβατών. Από τη μια η αφρισμένη θάλασσα, από την άλλη οι ακτές με τις πορτοκαλί κουκίδες. Πιάνεται το στομάχι μου.
Αναρωτιέμαι αν από ψηλά θα δω κάποια βάρκα γεμάτη κόσμο να θαλασσοδέρνεται. Μετά την προσγείωση η πρώτη έκπληξη.
Μόνο τέσσερα ταξί περιμένουν στο αεροδρόμιο. Κι ένα μικρό λεωφορείο που θα παραλάβει συνεπιβάτες εθελοντές μιας ξένης ΜΚΟ. Ο ταξιτζής θα μου πει ότι οι περισσότεροι οδηγοί κινούνται στο οδικό άξονα Μυτιλήνη-Μόρια-Μανταμάδος-Μόλυβος, στις ανατολικές ακτές της Λέσβου.
Στα δέκα λεπτά της διαδρομής μέχρι τη Μυτιλήνη μου εξηγεί πώς κάποιοι στο νησί έβγαλαν πολλά λεφτά τον τελευταίο καιρό.
Θα μου πεί όμως και για τη φρίκη των νεκρών, μεγάλων και μικρών, που χάνονται στη θάλασσα ανάμεσα στη Λέσβο και στα μικρασιατικά παράλια, πώς οι Τούρκοι τους βάζουν μέσα στις βάρκες με απειλές και πυροβολισμούς.
Πώς σώθηκαν παιδιά που έμειναν ορφανά, πώς τα δήλωσαν για δικά τους παιδιά συγγενείς τους ή άλλοι πρόσφυγες που στάθηκαν τυχεροί και επέζησαν.
Θα ακούσω τα ίδια ξανά και ξανά τις επόμενες μέρες…
Για την αλληλεγγύη που δείχνουν πολλοί Μυτιληνιοί αλλά και για τα κρούσματα μαυραγοριτισμού: ένα μπουκάλι νερό 2 ευρώ όταν η κρίση κορυφώθηκε το καλοκαίρι και χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονταν στην προκυμαία (θυμούνται και μια άλλη προκυμαία, στη Σμύρνη σχεδόν έναν αιώνα πίσω, να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, με φωτιές, σπαθιές και πιστολιές).
Μια φίλη που έχει σπίτι κοντά στο αεροδρόμιο βουρκώνει περιγράφοντας πώς την ξυπνούν τα χαράματα οι κραυγές χαράς εκείνων που φτάνουν σώοι με τις βάρκες, τρεις και τέσσερις βάρκες τη φορά. Πώς μετέφερε αρκετούς η ίδια με το ΙΧ, κυρίως μάνες με παιδιά μέχρι τη Μυτιλήνη.
Όχι, δεν φοβήθηκε μήπως «κολλήσει» κάποια αρρώστια, όπως φοβούνται ορισμένοι.
Φοβήθηκε μήπως την κατηγορήσουν ότι το κάνει έναντι αμοιβής.
Αλλά ο πολύς κόσμος δεν είναι έτσι, δεν είναι μαυραγορίτες.
Κλαίνε για τις μάνες και τα παιδιά που βγαίνουν μουσκίδι ως το κόκαλο στις παραλίες του νησιού. Κι ύστερα έμαθα για τα ξενοδοχεία που είναι γεμάτα- εκτός σεζόν- για τα 100δόλαρα και τα 100ευρα που «έπεσαν» στην αγορά της πόλης μετά από πολύ καιρό.
(«Δεν τους αφήνουμε να μπουν στο δικό μας μαγαζί. Αλλά τους δίνουμε γάλα, ψωμί, τοστ, ό,τι περισσεύει. Ένα πρωί ήρθε μια γυναίκα με ένα παιδί. Έδινε 200 ευρώ για ένα δωμάτιο, να κάνουν μπάνιο ήθελαν. Δεν είχαν πλυθεί 10 μέρες. Πήγα στο διπλανό ξενοδοχείο, δεν είχαν ούτε ένα δωμάτιο ελεύθερο. Πήγα και σε άλλα. Τους είπα ότι θα έπαιρναν 80-100 ευρώ για τρεις ώρες, ίσα για πλυθούν οι άνθρωποι. Δεν βρήκα τίποτα, ούτε ένα δωμάτιο. Τους πήγα πίσω από το μαγαζί και πλύθηκαν με το λάστιχο. Στον σταυρό που σου κάνω δεν τους πήρα τίποτα». Τον πιστεύω…).
Ένας γιατρός λέει ότι θέλει να στείλει επιστολή στον Τσίπρα που έρχεται μεθαύριο στη Μυτιλήνη με τον Σουλτς, θέλει να του πει για τις ελλείψεις στα κέντρα υγείας.
Το ξανασκέφτεται, φοβάται μήπως θεωρηθεί γραφικός.
Με τον παλιό συμμαθητή πάμε για ούζο στο λιμάνι. Το κρύο τσουχτερό. Μετά τα μεσάνυχτα η νεολαία, φοιτητές και ντόπιοι, εκείνοι που μπορούν και θέλουν, ξεδίνουν με εκκωφαντική μουσική και «ελληνάδικα» στα κλαμπ της προκυμαίας και στα γύρω στενά.
Λίγο παραπέρα στο κολυμβητήριο σκιές ζεσταίνονται γύρω από μικρές φωτιές.
Βόρεια, στο Μόλυβο και στη Εφταλού, ψαράδες λιμενικοί και εθελοντές βγάζουν από τη θάλασσα νεκρά και ζωντανά παιδιά.
Κι εγώ θυμάμαι τα νοσοκομεία της Βαγδάτης πριν από τη δεύτερη αμερικανική εισβολή, τους γιατρούς να δίνουν άνιση μάχες με τις αρρώστιες, τα τραύματα και τις ελλείψεις ελέω «εμπάργκο», να μιλούν με απόγνωση για τη φρίκη που θα φέρει περισσότερη φρίκη, για το θάνατο που θα φέρει περισσότερο θάνατο…
Σ.Α.