Του Θανάση Ξένου
“Είναι μεγάλη τέχνη να χάνεις το χρόνο σου” (Μ.Καραγάτσης)
Διακοπές. Ξεκίνησα ένα βιβλίο μετά από καιρό, δεν ήθελα πια να χάνω το χρόνο μου μετρώντας βότσαλα στην παραλία. Βότσαλο και λεπτό χαμένο. Κάθε λεπτό απ’αυτά ζωής φύρα. Σε αυτό λοιπόν το βιβλίο αναγραφόταν η παραπάνω φράση. Προφανώς ο “θεός των βιβλίων” με έβαλε σε πειρασμό να το αφήσω μισό αφού θα μπορούσα πλέον να θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη.
Καλοκαίρι. Κορμιά χαμαιλέοντες. Στην πρώτη επαφή με τη θάλασσα λευκά θα κρυφτούν στη λευκή άφρη της θάλασσας. Δυο μέρες μετά, κοκκινόχωμα και θάμνοι ηλιοκαμένοι, πορφυρόξανθοι λόφοι θα τα κρύψουν αναψοκοκκινισμένα σαν τους διαβαίνουν. Σε μια βδομάδα μελαχρινά, πόθο αναβλύζουν στους νυχτερινούς περιπάτους καθώς ένα γίνονται με το γλυκό σκοτάδι.
Μεγάλωσα για να πιστεύω πλέον σε έρωτες και αγάπες καλοκαιρινές, σκέψεις σχεδόν παιδικές. Μεγάλωσα όμως αρκετά για να καταλάβω πως τον καιρό μου έχασα μένοντας ακίνητος φοβούμενος τη ντροπή που ίσως νιώσω αν γίνω και πάλι λίγο παιδί. Ένα παιδί που αψηφά τους κινδύνους που εγκυμονεί η έκθεση των συναισθημάτων και η ντροπή της απόρριψης, ίσως και η χλεύη αυτών που νιώθει.
Ακίνητος από σήμερα δεν μπορώ να μένω. Δεν θέλω. Λόγοι πολλοί και μία αΚαταμάχητη επιθυμία να μην αφήνω το χρόνο να γλιστρά χωρίς τουλάχιστον να προσπαθώ να τον παγιδεύσω σε μια ανάμνηση.
Σχόλη να’ ταν ο χρόνος όλος. Μα δεν είναι και να που ο χρόνος τύραννος δεν αφήνει περιθώρια για κινήσεις μετρημένες, στοιχισμένες και κουβέντες προσεχτικά ειπωμένες μήπως και οι πιθανότητες να συναντήσω ένα χαμαιλέοντα γίνουν περισσότερες. Έναν που όσο και αν μασκαρευτεί πάντα στα μάτια μου θα ξεχωρίζει αφού η ομορφιά του δε θα έχει ταίριασμα όπου και αν περπατάει.
Γύρευα τα βράδια μια μορφή που θα ξεπρόβαλε στις καλοκαιρινές εξόδους ανάμεσα σε παρουσίες αδιάφορες όπως προβάλουν τα βαπόρια στων νησιών τα μικρά λιμάνια, ένα βάπορι λαμπιοστολισμένο με μια μονάχα θέση επιβάτη. Μορφή που ίσως μου έδινε μια σκέψη άσβεστη την ώρα που θα έπεφτα να ξεκουράσω μάτια και ψυχή, συντροφιά μέχρι το πρωί. Σαγηνεύτηκα μα δε σε σαγήνεψα.
Κάποιος απροσδιόριστος θεός διάλεξε άλλο μονοπάτι να περπατήσω.
Μέρα μεσημέρι ξεπρόβαλε και όχι βράδυ. Λιτή μορφή χωρίς στολίδια. Στάθηκα για να περάσει. Χαμόγελο και ένα νεύμα ευγενικό αρκούν όταν το κορμί σου στην καυτή λαμαρίνα του αμαξιού ξεβράζει κάθε ελπίδα έρωτα.
Οξύμωρο. Μια στιγμή ακινησίας ώθηση για να νικήσω την καθηλωτική δειλία ανθρώπου που φυλακίζει αισθήματα σε σφραγισμένα χείλη.
Ποθώ να σε δω ξανά.
“Τα παραπάνω, λέξεις σε χαρτί μακάρι να ήτανε γραμμένες. Μορφές του πόθου χαμαιλέοντες, αλλάξανε και γίνηκαν χίμαιρες. Καλοκαίρια που μένουμε βουβοί. Αγάπες που αφήσαμε να μπουν στο πλοίο χωρίς ξεπροβόδισμα…”
Θανάσης Ξένος.